Τι σημαίνει το arte στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arte στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arte στο Ιταλικό.

Η λέξη arte στο Ιταλικό σημαίνει τέχνη, τέχνη, τέχνη, τέχνη, τέχνη, δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα, τέχνη, έργα τέχνης, καλλιτεχνικός, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, χαρακτική, άχαρος, άκομψος, κουλτουριάρικος, επιδέξιος, συμβολισμός, έργο τέχνης, φυτογλυπτική, κηπογλυπτική, ερωτική λογοτεχνία, ναυτική τέχνη, ικανότητα συγγραφής θεατρικών έργων, ξιφομαχία, ξυλογλυπτική, καλαθοπλεκτική, τέχνη απόδρασης, παράσταση περιπλανώμενων μουσικών, καλλιγραφία, ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης, πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα, πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα, μουσείο τέχνης, γραφική τέχνη, pop art, ποπ αρτ, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, αφηρημένη τέχνη, κριτικός τέχνης, έμπορος τέχνης, έκθεση τέχνης, μορφή, μουσείο τέχνης, τέχνη του πολέμου, φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών, αφρικάνικη τέχνη, εννοιολογική τέχνη, ερωτική τέχνη, πολεμική τέχνη, πινακοθήκη, γκαλερί, σχολή καλών τεχνών, έργο τέχνης, έργο τέχνης, καλλιτεχνικό όνομα, καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά, εφαρμοσμένες τέχνες, καλλιτεχνικά, ιστορία τέχνης, φιλότεχνος, τέχνη που πεθαίνει, λαϊκή τέχνη, παραστατική τέχνη, εκτίμηση της τέχνης, αγάπη για τα έργα τέχνης, σπηλαιογραφίες, δημιουργίες των φαν, μαγειρικές ικανότητες, ψευτοκουλτουριάρης, ψευτοκουλτουριάρα, η τέχνη της τοιχοποιίας, σχεδιαστική ικανότητα, γκαλερί, έργο τέχνης, η τέχνη των μπονσάι, κεραμική, πρωτότυπη τέχνη, εγκληματολογική έρευνα, υαλουργία, τέχνη του δρόμου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arte

τέχνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred ha un talento innato per l'arte.
Ο Φρεντ έχει έμφυτη ταλέντο για την τέχνη.

τέχνη

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rick dice che grigliare le bistecche è un'arte.
Ο Ρικ λέει ότι το ψήσιμο της μπριζόλας είναι τέχνη.

τέχνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Crede che l'arte possa essere più bella del mondo naturale.

τέχνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ho imparato l'arte della contrattazione durante i miei viaggi.
Έμαθα την τέχνη του παζαρέματος κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου.

τέχνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'attrice padroneggiava da maestra la propria abilità.
Η ηθοποιός ήταν εξπέρ στην τέχνη της. Ο προπονητής βοήθησε τον πίτσερ να βελτιώσει την τεχνική του.

δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il talento del giocatore sul campo da tennis impressionò gli spettatori.

τέχνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Baron Johann Pasqualati è stato un ricco sostenitore dell'arte.
Ο Μπάρον Γιόχαν Πασκουαλάτι ήταν πλούσιος χορηγός των τεχνών.

έργα τέχνης

sostantivo plurale femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Questo museo ospita un'incredibile collezione di opere d'arte.
Το μουσείο στεγάζει μια εντυπωσιακή συλλογή έργων τέχνης.

καλλιτεχνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Di solito i bambini mostrano il talento artistico in giovane età.
Τα παιδιά συνήθως δείχνουν την καλλιτεχνική τους κλίση αρκετά νωρίς.

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο

Lo scrittore Samuel Clemens usava lo pseudonimo Mark Twain.

χαρακτική

(τέχνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rita andò a scuola di arte per studiare l'incisione.

άχαρος, άκομψος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi farebbe piacere che mia mamma non indossasse dei vestiti così sciatti e fuori moda.

κουλτουριάρικος

(di persona) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιδέξιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συμβολισμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'arte figurativa nei vecchi dipinti era affascinante.
Ο συμβολισμός στους παλαιούς πίνακες ήταν συναρπαστικός.

έργο τέχνης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le opere d'arte dell'ufficio sono tutte create da un artista del posto.

φυτογλυπτική, κηπογλυπτική

sostantivo femminile (η τέχνη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A mia nonna piace l'arte topiaria, ma io la trovo fuori moda.

ερωτική λογοτεχνία

(specifico: letteratura) (λογοτεχνία: είδος)

ναυτική τέχνη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ικανότητα συγγραφής θεατρικών έργων

sostantivo femminile (συγγραφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξιφομαχία

sostantivo femminile (άθλημα με σπαθιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ξυλογλυπτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλαθοπλεκτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέχνη απόδρασης

sostantivo femminile (ταχυδακτυλουργία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

παράσταση περιπλανώμενων μουσικών

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλλιγραφία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ικανότητα στις πωλήσεις, τέχνη της πώλησης

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα

sostantivo femminile

πολιτική δεινότητα, πολιτική ικανότητα

sostantivo femminile

μουσείο τέχνης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'Ermitage è un famoso museo d'arte che si trova a San Pietroburgo in Russia.

γραφική τέχνη

(συνήθως πληθυντικός)

pop art, ποπ αρτ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Il dipinto di Andy Warhol che rappresenta una lattina di zuppa è l'opera più famosa della pop art.

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο

sostantivo maschile

Molti attori assumono dei nomi d'arte più corti dei loro nomi veri.

αφηρημένη τέχνη

sostantivo femminile

Quando si guarda l'arte astratta bisogna ricordarsi che di norma non è un ritratto di un oggetto fisico.
Όταν βλέπεις αφηρημένη τέχνη, θυμήσου ότι συνήθως δεν πρόκειται για την απεικόνιση ενός απτού αντικειμένου.

κριτικός τέχνης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έμπορος τέχνης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Gli artisti non contattano più quel mercante d'arte perché pretende una commissione alta.

έκθεση τέχνης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μορφή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le sculture di ghiaccio sono una forma di arte moderna.

μουσείο τέχνης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Περάσαμε υπέροχα κοιτάζοντας τους πίνακες στην πινακοθήκη.

τέχνη του πολέμου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφρικάνικη τέχνη

sostantivo femminile

Sono appena tornato da una mostra di arte nera.

εννοιολογική τέχνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In generale solo i critici d'arte sono interessati all'arte concettuale.
Γενικά, μόνο οι κριτικοί τέχνης ενδιαφέρονται για την εννοιολογική τέχνη.

ερωτική τέχνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vi sono opere dell'arte erotica che una volta erano considerate pornografiche.

πολεμική τέχνη

sostantivo femminile

È bravo a judo, karate e altre arti marziali.

πινακοθήκη, γκαλερί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Io e mia madre siamo andate alla galleria d'arte locale per visitare la nuova mostra.

σχολή καλών τεχνών

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έργο τέχνης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il museo è un luogo in cui si contemplano le opere d'arte.
Το μουσείο είναι ένα μέρος για να περιεργαστείς τα έργα τέχνης.

έργο τέχνης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sono state rubate diverse opere d'arte dal museo.

καλλιτεχνικό όνομα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλή δουλειά, εξαιρετική δουλειά

Complimenti per il lavoro ben fatto!

εφαρμοσμένες τέχνες

sostantivo femminile

Ha studiato arte applicata all'università e poi ha trovato lavoro come grafica.

καλλιτεχνικά

(σχολείο)

ιστορία τέχνης

sostantivo femminile (εκπαίδευση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Siccome all'università ho studiato arte, ho dovuto fare esami di storia dell'arte per cinque semestri.

φιλότεχνος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
È un vero appassionato d'arte.

τέχνη που πεθαίνει

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Scrivere lettere a penna sembra essere un'arte che va scomparendo.

λαϊκή τέχνη

sostantivo femminile

Le tradizionali forme d'arte di una comunità sono rispecchiate nella sua arte popolare.

παραστατική τέχνη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκτίμηση της τέχνης

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγάπη για τα έργα τέχνης

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Era la passione per gli oggetti d'arte che guidò l'antiquario a fare il suo lavoro.

σπηλαιογραφίες

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

δημιουργίες των φαν

sostantivo femminile

μαγειρικές ικανότητες

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ψευτοκουλτουριάρης, ψευτοκουλτουριάρα

(μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

η τέχνη της τοιχοποιίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tom ha imparato l'arte muraria quando ha realizzato che la sua laurea in materie umanistiche non gli permetteva di trovare lavoro.

σχεδιαστική ικανότητα

γκαλερί

sostantivo femminile (negozio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'artista vende i suoi dipinti alla galleria d'arte.
Η καλλιτέχνις πουλά τους πίνακές της στη γκαλερί.

έργο τέχνης

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La torta a strati di zia Betty era opera d'arte culinaria.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η τούρτα με στρώσεις της θείας Μπέτυ ήταν ένα μαγειρικό έργο τέχνης.

η τέχνη των μπονσάι

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sta studiando l'arte del bonsai.

κεραμική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il centro civico offre corsi di pittura, ceramica e danza.

πρωτότυπη τέχνη

sostantivo femminile (τεχνική)

εγκληματολογική έρευνα

sostantivo femminile

La scienza forense permette agli scienziati di ricostruire eventi passati da tracce che sono state lasciate.

υαλουργία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τέχνη του δρόμου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arte στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.