Τι σημαίνει το banco στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης banco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του banco στο Ιταλικό.
Η λέξη banco στο Ιταλικό σημαίνει θρανίο, γκρουπιέρης, γκρουπιέρισσα, ανάχωμα, μπάνκα, ταινία, έδρα, θρανίο, κοπάδι, μπάνκο, αυτός που φυλάσσει το ποσό του στοιχήματος, για να το αποδώσει στον νικητή, πάγκος, μάνα, κοπάδι, έδρανο, πάγκος, πάγκος, τραπέζι εργασίας, πάγκος, περίπτερο, πάγκος, πάγκος, πάγκος, πάγκος, πάγκος, με παίκτη που παίζει το ρόλο του τραπεζίτη, χωρίς συνταγή, κοπάδι, θεμέλιος λίθος, πάγκος εργασίας, παγονησίδα, αμμοεπίπεδο, ενεχυροδανειστήριο, σύρτη, παγονησίδα, κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησης, έδρανα/εδώλια ενόρκων, μη συνταγογραφούμενο φάρμακο, κοπάδι ψάρια, έδρανο μάρτυρα, χώρος υποδοχής, φερέφωνο, τράπεζα τροφίμων, πληροφορίες, πάγκος της κουζίνας, ενεχυροδανειστήριο, χέρι με γκανιότα, πάγκος των αλλαντικών, τράπεζα δοκιμής, επιφάνεια εργασίας, τινάζω τη μπάνκα στον αέρα, μη συνταγογραφούμενος, εδώλιο, σύρτη, σύρτη, κλέβω στο ανωτέρω παιχνίδι με τράπουλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης banco
θρανίοsostantivo maschile (scuola) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sul banco dello studente stavano le matite e i pastelli. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στο σχολείο, κάθεται πάντα στο μπροστινό θρανίο. |
γκρουπιέρης, γκρουπιέρισσαsostantivo maschile (gioco delle carte) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il banco distribuì le carte e la partita cominciò. Ο γκρουπιέρης μοίρασε τα χαρτιά και το παιχνίδι ξεκίνησε. |
ανάχωμαsostantivo maschile (di neve) (από χιόνι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La macchina slittò fuori strada e si arrestò in un banco di neve. Το αυτοκίνητο γλίστρησε έξω από τον δρόμο και σταμάτησε σε ένα ανάχωμα από χιόνι. |
μπάνκαsostantivo maschile (giochi d'azzardo) (ζαργκόν: τυχερό παιχνίδι) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alla lunga nei giochi d'azzardo il banco vince sempre. |
ταινίαsostantivo maschile (di nuvole) (επίσημο: μετεωρολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vedi quel banco di nuvole laggiù? |
έδρα(δικαστής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutti si alzarono in piedi quando il giudice entrò nell'aula di udienza e prese posto dietro il banco. |
θρανίοsostantivo maschile (di scuola) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοπάδιsostantivo maschile (balene) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπάνκοsostantivo maschile (scommesse) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αυτός που φυλάσσει το ποσό του στοιχήματος, για να το αποδώσει στον νικητήsostantivo maschile (gioco d'azzardo: giocatore) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il casinò funge da unico banco per tutti i giochi che si svolgono all'interno dei suoi locali. Το καζίνο είναι το μόνο που φυλάσσει το ποσό του στοιχήματος για να το αποδώσει στον νικητή, σε όλα τα παιχνίδια που εκτυλίσσονται στις εγκαταστάσεις του. |
πάγκος(negozio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un cestino di caramelle era posato sopra al banco. |
μάναsostantivo maschile (casinò) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non conviene mai giocare d'azzardo perché vince sempre il banco. |
κοπάδιsostantivo maschile (di pesci) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nel Nord Atlantico ci sono molti banchi di merluzzi. |
έδρανοsostantivo maschile (tribunale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I giurati sedevano al banco e ascoltavano attentamente. |
πάγκοςsostantivo maschile (arredamento) (επίπεδη επιφάνεια) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Puoi compilare il modulo là al banco. Μπορείς να συμπληρώσεις τη φόρμα στον πάγκο εκεί κάτω. |
πάγκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) C'è un banco al mercato che vende formaggio francese. Στην αγορά έχει έναν πάγκο που πουλάει γαλλικό τυρί. |
τραπέζι εργασίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πάγκοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il gioielliere espose gli anelli sul banco. Ο κοσμηματοπώλης παρουσίασε τα δαχτυλίδια στον πάγκο. |
περίπτερο(σε έκθεση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η λέσχη πλεξίματος έχει περίπτερο στη γιορτή της κομητείας αυτή τη χρονιά. |
πάγκος(di chiesa) (σε εκκλησία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I praticanti si sedettero nelle panche e pregarono. |
πάγκος(superficie) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πάγκοςsostantivo maschile (di cucina) (κουζίνας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si è appoggiato sul piano di lavoro per tagliare le carote. Έσκυψε πάνω απ' τον πάγκο της κουζίνας για να κόψει τα καρότα. |
πάγκοςsostantivo maschile (εργασίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Papà è in garage ad aggiustare qualcosa sul suo banco da lavoro. Ο μπαμπάς είναι στο γκαράζ και φτιάχνει κάτι στον πάγκο του. |
πάγκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Julie ha una bancarella dove vende frutta e verdura. Η Τζούλι έχει ένα πάγκο στη λαϊκή αγορά, όπου πουλάει φρούτα και λαχανικά. |
με παίκτη που παίζει το ρόλο του τραπεζίτηlocuzione avverbiale (poker) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς συνταγήlocuzione aggettivale (medicinali) (ιατρού) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'aspirina e l'ibuprofene sono esempi di medicinali da banco. |
κοπάδιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un banco di pesci era visibile nell'acqua trasparente. |
θεμέλιος λίθος(μεταφορικά, επίσημο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πάγκος εργασίαςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il banco da lavoro del carpentiere era ricoperto di decine di strumenti diversi. |
παγονησίδαsostantivo maschile (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμμοεπίπεδοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ενεχυροδανειστήριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σύρτηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παγονησίδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In un documentario ho visto un orso polare con due cuccioli seduti su un banco di ghiaccio. |
κέντρο πληροφοριών, κέντρο πληροφόρησηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
έδρανα/εδώλια ενόρκων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μη συνταγογραφούμενο φάρμακοsostantivo plurale maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) I medicinali da banco si possono acquistare senza ricetta medica. |
κοπάδι ψάριαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un banco di pesci nuotava tra i coralli. |
έδρανο μάρτυραsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χώρος υποδοχής(hotel) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φερέφωνο(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τράπεζα τροφίμωνsostantivo maschile (φιλανθρωπική δομή) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πληροφορίεςsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Per qualsiasi domanda, vi preghiamo di recarvi al banco informazioni dove saremo lieti di aiutarvi. |
πάγκος της κουζίναςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ebbe finito di preparare la cena, pulì il piano di lavoro. |
ενεχυροδανειστήριοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'arma dell'assassino era stata comprata al banco dei pegni locale. |
χέρι με γκανιόταsostantivo femminile (poker) (πόκερ) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πάγκος των αλλαντικώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Il banco della gastronomia era talmente affollato che ho acquistato soltanto della carne confezionata. |
τράπεζα δοκιμήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιφάνεια εργασίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τινάζω τη μπάνκα στον αέραverbo transitivo o transitivo pronominale A Las Vegas ha avuto una serie talmente fortunata che ha fatto saltare il banco in due casinò! |
μη συνταγογραφούμενοςlocuzione aggettivale (medicinali: senza ricetta) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εδώλιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'imputato si sedette al banco degli imputati. Η κατηγορούμενη κάθισε στο εδώλιο. |
σύρτηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σύρτηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La barca da pesca si è incagliata in un banco di sabbia. |
κλέβω στο ανωτέρω παιχνίδι με τράπουλαverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Michael costrinse Jenny a pagare una penalità al banco e lei dovette contribuire. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του banco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του banco
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.