Τι σημαίνει το alzare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης alzare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alzare στο Ιταλικό.
Η λέξη alzare στο Ιταλικό σημαίνει σηκώνω, σηκώνω, δυναμώνω, ανεβάζω, σηκώνω, ανεβάζω, σηκώνω, τραγουδώ πιο δυνατά, σηκώνω, ανεβάζω, -, κόβω, δυναμώνω, σηκώνω, ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα, ανεβάζω, ανεβάζω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, σηκώνω, κονταίνω, ανεβάζω, αυξάνω, σηκώνω, ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω, σηκώνω, ανυψώνω, σηκώνω, ανεβάζω, κόβω, τα κοπανάω, πίνω, υποχωρώ, οπλίζω, φεύγω, δείκτης, στραβοκοίταγμα, απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπ, το ρίχνω στο ποτό, ανεβάζω τη θερμοκρασία, ταράζω τα νερά, ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας, ανεβάζω την τιμή προσφοράς, μιλάω πιο δυνατά, το βάζω στα πόδια, βγαίνω μπροστά, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, σηκώνω τους ώμους, ανασηκώνω τους ώμους, μπεκρουλιάζω, την πέφτω σε κπ, κοιτάζω προς τα πάνω, μιλώ πιο δυνατά, ενισχύω, ξυπνάω, αυξάνω, που με κάνει να αγανακτήσω, οι φωνές, ανεβάζω τον τόνο της φωνής, προθυμοποιούμαι να κάνω κτ, την κοπανάω, την κάνω, του δίνω, δέρνω, σηκώνω απότομα, ανεβάζω το ρύγχος, γίνομαι φέσι, περιστρέφομαι γύρω από κτ, σηκώνω, κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία, απομακρύνω, ανεβαίνω ένα ημιτόνιο, οξύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης alzare
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo alzato l'ombrellone di sei pollici. Σηκώσαμε την ομπρέλα θαλάσσης κατά έξι ίντσες. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se qualcuno ha una domanda, per piacere alzi la mano. Σηκώστε το χέρι σας, εάν έχετε κάποια ερώτηση. |
δυναμώνω, ανεβάζω(suono, volume) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alzeresti il volume così posso sentire? Μπορείς να δυναμώσεις (or: ανεβάσεις) τον ήχο για να ακούω; |
σηκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha alzato la testa quando ha sentito il suo nome. Σήκωσε το κεφάλι του, μόλις άκουσε το όνομά του. |
ανεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ragazzi, dobbiamo alzare il nostro livello di gioco o non vinceremo la partita. Παιδιά, πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδό μας στο παιχνίδι, διαφορετικά δεν θα κερδίσουμε τον αγώνα. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ponti) Hanno alzato il ponte levatoio per permettere alla barca di passare. |
τραγουδώ πιο δυνατάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I cantanti hanno alzato le voci nell'ultimo verso. |
σηκώνω, ανεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando un giocatore di basket parla, in genere bisogna alzare il microfono. |
-(suono, volume) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ben aveva alzato troppo la musica e i suoi vicini si lamentarono. Ο Μπεν παραείχε δυνατά τη μουσική και οι γείτονες παραπονέθηκαν. |
κόβωverbo intransitivo (giochi di carte) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Io mescolo le carte e Henry alza. |
δυναμώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu alzi gli scatoloni e me li passi, io li metto in soffitta. Αν σηκώσεις τα κουτιά και μου τα δώσεις, θα τα βάλω στη σοφίτα. |
ανασηκώνω/ανυψώνω γρήγορα(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era una tale civetta da tirare sempre su il vestito ogni volta che un bell'uomo le passava davanti. |
ανεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (prezzi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siamo stati costretti ad alzare i prezzi per coprire i costi delle materie prime. Αναγκαστήκαμε να ανεβάσουμε τις τιμές μας για να καλύψουμε το κόστος των πρώτων υλών. |
ανεβάζω, αυξάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: costo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il negozio ha appena tirato su i prezzi del 20%, per via dei costi in aumento. |
ανεβάζω, αυξάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo alzato il volume della TV per coprire le liti dei nostri vicini. Ανεβάσαμε τον ήχο της τηλεόρασης για να πνίξουμε τον θόρυβο από τον καυγά των γειτόνων μας. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alzate la mano se sapete la risposta. Σήκωσε το χέρι σου εάν γνωρίζεις την απάντηση. |
κονταίνω(το ρούχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζω, αυξάνω(prezzo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banca ha aumentato i tassi di interesse. |
σηκώνω, ανυψώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Degli eventi sismici hanno sollevato una parte della valle. Η σεισμική δραστηριότητα έχει ανυψώσει ένα τμήμα της κοιλάδας. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sollevò il vassoio al di sopra dei bambini. Σήκωσε (or: ύψωσε) το δίσκο πάνω από τα παιδιά. |
αυξάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nostro gruppo fu accresciuto dall'arrivo di diversi ritardatari. |
ανυψώνω, υψώνω, σηκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La piattaforma semovente alzava il cantante durante il concerto. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανυψώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'automobile è stata sollevata così il meccanico ha potuto lavorare da sotto. Το αμάξι ανυψώθηκε για να μπορέσει ο μηχανικός να εργαστεί στο κάτω μέρος του. |
σηκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (την τιμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (giochi di carte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vuoi tagliare il mazzo o do le carte adesso? |
τα κοπανάω(bere molto) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ieri la zia Gladys ha davvero trincato parecchio durante la festa di matrimonio. |
πίνω(alcool) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La cattiva abitudine di Marco è che beve spesso. |
υποχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Credi di potermi far arrendere semplicemente minacciando di farmi causa? Νομίζεις ότι μπορείς να με κάνεις να υποχωρήσω απλά απειλώντας με με μήνυση; |
οπλίζω(armi da fuoco) (για όπλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha armato la sua pistola, pronto a sparare. Όπλισε το πιστόλι του, έτοιμος να ρίξει. |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δείκτηςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: rimproverare, accusare) (δάχτυλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στραβοκοίταγμαverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
απλώνω χέρι σε κπ, σηκώνω χέρι σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non alzerei mai le mani sui miei figli, non credo nelle punizioni corporali. |
το ρίχνω στο ποτόverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale: bere) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo la morte di sua moglie prese ad alzare il gomito troppo spesso. |
ανεβάζω τη θερμοκρασίαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se vuoi preparare le patate arroste in maniera corretta devi aumentare la temperatura del forno. Ho freddo; è possibile alzare la temperatura in questa stanza? Αν θες οι ψητές πατάτες να μαγειρευτούν σωστά, θα χρειαστεί να ανεβάσεις τη θερμοκρασία του φούρνου. Κρυώνω. Υπάρχει κάποιος τρόπος να ανεβάσουμε τη θερμοκρασία στο δωμάτιο; |
ταράζω τα νεράverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tieni i tuoi dubbi per te e non alzare polvere. |
ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας(aste) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Due collezionisti privati hanno alzato l'offerta fino a livelli assurdi. Δυο ανταγωνιζόμενοι ιδιωτικοί συλλέκτες ανέβασαν το ποσό της πλειοδοσίας σε γελοία επίπεδα. |
ανεβάζω την τιμή προσφοράςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avendo un poker in mano, ha alzato la posta, ma alla fine ha perso tutto. |
μιλάω πιο δυνατάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per favore alza la voce - non riesco a sentirti bene. |
το βάζω στα πόδια(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγαίνω μπροστάverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando ho sentito il suo ultimo piano per diventare ricchi in poco tempo ho alzato gli occhi al cielo. |
δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) |
σηκώνω τους ώμους, ανασηκώνω τους ώμουςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Melanie chiese a Ben se c'era qualcosa che non andava, ma lui alzò le spalle. Η Μέλανι ρώτησε τον Μπεν αν κάτι πήγαινε στραβά, αλλά εκείνος απλά σήκωσε τους ώμους του. |
μπεκρουλιάζω(πίνω υπερβολικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
την πέφτω σε κπ(ανεπίσημο, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοιτάζω προς τα πάνω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se vuoi sentirti minuscolo, alza lo sguardo e osserva le stelle di notte. Αν θες να νιώσεις μικροσκοπική, κοίταξε προς τα πάνω και δες τ' αστέρια τη νύχτα. |
μιλώ πιο δυνατάverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενισχύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ήχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il megafono ha amplificato la voce del sindaco così che tutti potessero sentirlo. |
ξυπνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αυξάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
που με κάνει να αγανακτήσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οι φωνές
Non è gridando che renderai i tuoi argomenti più convincenti. |
ανεβάζω τον τόνο της φωνής(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non alzare la voce con tua madre, giovanotto. |
προθυμοποιούμαι να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
την κοπανάω, την κάνω, του δίνω(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δέρνω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcune persone pensano che non si dovrebbero mai prendere a scappellotti i bambini. Μερικοί πιστεύουν πως δεν πρέπει ποτέ να δέρνεις τα παιδιά. |
σηκώνω απότομαverbo transitivo o transitivo pronominale |
ανεβάζω το ρύγχος(aereo, veicolo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι φέσιverbo intransitivo (figurato: ubriacarsi) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περιστρέφομαι γύρω από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (specifico, idiomatico) (περιστροφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Troppo infuriata per parlare, ha girato i tacchi e se n'è andata. |
σηκώνω(uccelli) (τα φτερά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω ντόρο, κάνω σαματά, κάνω φασαρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομακρύνω(tra due persone) (κάποιον από κάποιον) Non posso fare a meno di notare che tua madre sta cercando seminare discordia tra di noi. |
ανεβαίνω ένα ημιτόνιοverbo transitivo o transitivo pronominale (musica) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devi alzare di mezzo tono quel Fa alla sedicesima battuta. |
οξύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (musica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Penso che il pezzo suonerebbe meglio se alzassi di un semitono quella nota. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alzare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του alzare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.