Τι σημαίνει το carta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης carta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carta στο Ιταλικό.

Η λέξη carta στο Ιταλικό σημαίνει χαρτί, χαρτί, χαρτί, χαρτιά, χαρτί, φύλλο, χάρτης, κάρτα, περιτύλιγμα, πιστωτική κάρτα, χοντρό χαρτί, πλαστικό χρήμα, χάρτης, κατάλογος, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο, κάρτα μέλους, ταπετσαρία, ταυτότητα, άδεια, κομμάτι χαρτιού, κομμάτι χαρτί, πολύ λεπτός, ξυλάκι ή χαρτόνι για άναμμα, πέτρα, ψαλίδι, χαρτί, σαν χαρτί, χρεωστική κάρτα, χαρτί με κεφαλίδα, επιστολόχαρτο με κεφαλίδα, κρεπ χαρτί, χαρτί κρεπ, ταπετσαρία, κόλλα ταπετσαρίας, γυαλόχαρτο, χαρτί μανίλα, δημοσιογραφικό χαρτί, σημειωματάριο, άχρηστο χαρτί, αλουμινόχαρτο, χρεωστική κάρτα, στουπόχαρτο, μυγόχαρτο, χαρτί αλληλογραφίας, τσιγαρόχαρτο, ταπετσάρισμα, ξύλο χαρτοποιίας, σαλιωμένο χαρτάκι, αλουμινόχαρτο, χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας, πιστωτική κάρτα, χαρτί γραφήματος, ανάγλυφος χάρτης, Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, στυπόχαρτο, περιτύλιγμα καραμέλας, καρμπόν, εν λευκώ, χαρτί σχεδίου, ελευθερία κινήσεων, περιτύλιγμα δώρου, ταυτότητα, χαρτί περιτυλίγματος, μαγνητική κάρτα, χαρτοταινία, Μάγκνα Κάρτα, χαρτί κουζίνας, χαρτί φωτογραφίας, δημοσιογράφος έντυπου τύπου, ρυζόχαρτο, οδικός χάρτης, παλιόχαρτο, κολλητική ταινία, πισσόχαρτο, ασφαλτόπανο, χαρτί υγείας, χαρτί ιχνογραφίας, χαρτί γραφομηχανής, κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές, κοινό χαρτί, χαρτί περυτιλίγματος, χαρτί, χαρτί αλληλογραφίας, κάρτα επιβίβασης, εμπορικό χρεόγραφο, ταυτότητα, κόψιμο από χαρτί, φύλλο χαρτί, μεταξόχαρτο, αστρολογικός χάρτης, χαρτί ψησίματος, χρεωστική κάρτα, χαρτί κραφτ, χαρτί κουζίνας, φωτοτυπικό χαρτί, Oyster card, σαΐτα, τηλεκάρτα, φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί, χαρτί από ράκη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης carta

χαρτί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho preso al volo tre pezzi di carta per scriverci appunti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δώσε λίγο χαρτί στο παιδάκι για να ζωγραφίσει.

χαρτί

sostantivo femminile (fogli di carta)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sì, c'è molta carta nella fotocopiatrice.
Ναι, υπάρχει πολύ χαρτί στο φωτοτυπικό μηχάνημα.

χαρτί

sostantivo femminile (involucro di carta)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non dimenticare di togliere l'incarto prima di mangiare la cioccolata.

χαρτιά

sostantivo femminile (figurato: espediente) (μτφ: σχέδιο, πλάνο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

χαρτί, φύλλο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Scegli una carta, una qualsiasi.
Πάρε ένα φύλλο, οποιοδήποτε φύλλο.

χάρτης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hai una mappa della Spagna?
Έχεις ένα χάρτη της Ισπανίας;

κάρτα

(πιστωτική, χρεωστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È un negozio piccolo, ma accettano carte di credito.
Αν και είναι ένα μικρό μαγαζί, δέχονται κάρτες.

περιτύλιγμα

(per caramelle, ecc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιστωτική κάρτα

(di banca) (ανάλογα το είδος)

χοντρό χαρτί

sostantivo femminile (tipografia, stampa)

Dovremmo stampare l'annuncio su una carta grossa e di buona qualità.

πλαστικό χρήμα

sostantivo femminile (informale: carta di credito)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Non ho con me contanti e pagherò con la carta.

χάρτης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il capitano ha consultato la carta nautica.

κατάλογος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il menù dell'albergo era abbastanza scadente.

παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il mago le ha chiesto di prendere una carta qualsiasi.
Ο μάγος της ζήτησε να διαλέξει οποιοδήποτε τραπουλόχαρτο.

κάρτα μέλους

sostantivo femminile (di appartenenza a società ecc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando vado in palestra devo passare la mia tessera ai tornelli.

ταπετσαρία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Che bella carta da parati! Sta benissimo in cucina.

ταυτότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άδεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μπορείτε να μου δείξετε την άδεια κυκλοφορίας του οχήματός σας παρακαλώ;

κομμάτι χαρτιού, κομμάτι χαρτί

(κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πολύ λεπτός

ξυλάκι ή χαρτόνι για άναμμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La professoressa di chimica ha acceso il becco di Bunsen con un accenditoio.

πέτρα, ψαλίδι, χαρτί

(gioco: morra cinese) (παιχνίδι)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σαν χαρτί

(λεπτός, αδύναμος)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χρεωστική κάρτα

Usando una carta di debito per pagare, l'importo viene scalato subito dal proprio conto.

χαρτί με κεφαλίδα, επιστολόχαρτο με κεφαλίδα

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La segretaria ha ordinato un'altra scatola di carta intestata dal tipografo.

κρεπ χαρτί, χαρτί κρεπ

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Abbiamo fatto delle decorazioni con carta crespa di diversi colori.

ταπετσαρία

(τοίχου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Βγάλαμε όλη την ταπετσαρία για να ετοιμάσουμε τον τοίχo για σοβάτισμα.

κόλλα ταπετσαρίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La colla per tappezzerie si conserva per settimane se chiusa con un coperchio.

γυαλόχαρτο

sostantivo femminile (χαρτί με άγρια επιφάνεια)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Usa la carta vetrata sul legno per lisciarlo.

χαρτί μανίλα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δημοσιογραφικό χαρτί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In famiglia erano parsimoniosi: incartavano i regali di Natale con la carta di giornale.

σημειωματάριο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Danny chiese ai suoi compagni un foglio di carta per appunti.

άχρηστο χαρτί

sostantivo femminile (συχνά πληθυντικός)

αλουμινόχαρτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Avvolgere le patate nella stagnola e informare a 425 gradi Fahrenheit.

χρεωστική κάρτα

(su circuito internazionale)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στουπόχαρτο

sostantivo femminile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μυγόχαρτο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί αλληλογραφίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσιγαρόχαρτο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταπετσάρισμα

verbo intransitivo (πέρασμα ταπετσαρίας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξύλο χαρτοποιίας

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σαλιωμένο χαρτάκι

sostantivo femminile (per cerbottana) (παιχνίδι με φυσοκάλαμο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αλουμινόχαρτο

(tecnico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo avvolto il nostro cibo nei fogli di alluminio.

χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πιστωτική κάρτα

sostantivo femminile (κάρτα για αγορές με πίστωση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uso sempre la mia carta di credito quando vado a fare shopping.
Όταν πάω για ψώνια, χρησιμοποιώ πάντα την πιστωτική μου κάρτα.

χαρτί γραφήματος

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Durante le mie lezioni di scienze usavamo la carta quadrettata per tracciare l'andamento dei nostri esperimenti.

ανάγλυφος χάρτης

Le linee su una mappa dei rilievi indicano quanto è ripido il terreno.

Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων

sostantivo femminile (Parte della costituzione USA)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
So che la libertà di parola è nella Carta dei diritti ma non ricordo in quale emendamento sia.

στυπόχαρτο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oramai credo che solo i calligrafi usino la carta assorbente al giorno d'oggi.
Νομίζω ότι μόνον οι καλλιγράφοι χρησιμοποιούν στυπόχαρτο στις μέρες μας.

περιτύλιγμα καραμέλας

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I bambini devono aver trovato i loro cestini pasquali: è rimasta solo qualche carta di caramella.

καρμπόν

sostantivo femminile

Mettete questo foglio di carta carbone tra i due fogli di carta per fare una copia.

εν λευκώ

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Organizza tutto come vuoi, ti do carta bianca.

χαρτί σχεδίου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dovresti gentilmente comprarmi un album di carta da disegno.

ελευθερία κινήσεων

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nel mio nuovo lavoro avrò carta bianca su ogni decisione.

περιτύλιγμα δώρου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Devo comprare della carta da regalo per i pacchetti di Natale.

ταυτότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il governo inglese sta progettando di introdurre la carta d'identità per tutti i cittadini.

χαρτί περιτυλίγματος

sostantivo femminile (μόνο καφέ χρώματος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La carta da pacchi è sufficientemente resistente per fare un aquilone.

μαγνητική κάρτα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Posiziona la tua tessera magnetica vicino al lettore e la porta si aprirà.

χαρτοταινία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prima di cominciare a tinteggiare gli infissi, mettere del nastro adesivo di carta attorno al bordo per evitare che la vernice finisca sul vetro.

Μάγκνα Κάρτα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαρτί κουζίνας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho pulito il tavolo con della carta assorbente.

χαρτί φωτογραφίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δημοσιογράφος έντυπου τύπου

sostantivo plurale maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I giornalisti della carta stampata sono una sorta di razza in via di estinzione a causa di internet.
Οι δημοσιογράφοι του έντυπου τύπου είναι πλέον είδος προς εξαφάνιση εξαιτίας του διαδικτύου.

ρυζόχαρτο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

οδικός χάρτης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sarah guardava la cartina stradale cercando di decidere il percorso migliore per Oxford.

παλιόχαρτο

sostantivo femminile (foglio riutilizzabile dal lato pulito)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κολλητική ταινία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per togliere i pelucchi dagli abiti uso il nastro adesivo.

πισσόχαρτο, ασφαλτόπανο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί υγείας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per favore aggiungi la carta igienica alla lista della spesa: è quasi finita.
Σε παρακαλώ πρόσθεσε χαρτί υγείας στην λίστα με τα ψώνια, κοντεύουμε να ξεμείνουμε.

χαρτί ιχνογραφίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χαρτί γραφομηχανής

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινό χαρτί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρτί περυτιλίγματος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La maggior parte delle cartolerie vende una varietà di carta da regalo, nastri e fiocchi.

χαρτί, χαρτί αλληλογραφίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È ancora un piacere ricevere una lettere scritta a mano su fine carta da lettera.

κάρτα επιβίβασης

sostantivo femminile (di aereo e simili)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I passeggeri devono presentare la carta d'imbarco prima di salire a bordo dell'aereo.
Όλοι οι επιβάτες οφείλουν να επιδεικνύουν την κάρτα επιβίβασής τους πριν εισέλθουν στο αεροπλάνο.

εμπορικό χρεόγραφο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταυτότητα

sostantivo femminile (documento ufficiale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dovrai mostrare la tua carta d'identità per entrare.

κόψιμο από χαρτί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φύλλο χαρτί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Trovò un foglio di carta e prese un appunto. Per fare questo test serve solo un foglio di carta. Matite pronte?
Βρήκε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε ένα σημείωμα. Χρειάζεται μόνο ένα φύλλο χαρτί για να κάνετε το τεστ. Έχετε έτοιμα τα μολύβια;

μεταξόχαρτο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αστρολογικός χάρτης

sostantivo femminile (astrologia)

χαρτί ψησίματος

sostantivo femminile (μαγειρική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha adagiato delle porzioni di impasto per biscotti su carta da forno prima di infornarle.

χρεωστική κάρτα

χαρτί κραφτ

sostantivo femminile (χαρτόνι χειροτεχνίας)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ho comprato sei fogli di carta kraft per fare a mio figlio una spada di carta e uno scudo per giocare.

χαρτί κουζίνας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

φωτοτυπικό χαρτί

sostantivo femminile

Oyster card

(GB) (ΜΜΜ στο Λονδίνο)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Se hai intenzione di girare per Londra, ti conviene comprare una Oyster card, invece che pagare i biglietti in contanti.

σαΐτα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I bambini lanciavano aeroplanini di carta nella la stanza.

τηλεκάρτα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comprò una carta telefonica prima di uscire dall'aeroporto.

φύλλο χαρτιού, φύλλο χαρτί

sostantivo maschile (κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Sto scrivendo una poesia con una penna nera su questo foglio di carta rosso.

χαρτί από ράκη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του carta

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.