Τι σημαίνει το bruciare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bruciare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bruciare στο Ιταλικό.
Η λέξη bruciare στο Ιταλικό σημαίνει καίω, καίγομαι, καίω, βράζω, καίω, καίω, καίω, καίγομαι, καίω, καίω, καίω, ενοχλώ, καίγομαι, καίω, καίω ολοσχερώς, καίω, πονάω, τσούζω, τσούζω, καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώ, καυτηριάζω, θανατώνω στην πυρά, καίω στην πυρά, καίγομαι, γλείφω, καψαλίζω, τσουρουφλίζω, καίω, τσούζω, καίγομαι, ξερόχορτο, ξερόκλαδο, άχυρο, χάνω πολλά χρήματα, καίγομαι ολοσχερώς, σιγοκαίω, καίγομαι ολοσχερώς, καψαλίζω, τσουρουφλίζω, καίω κπ ζωντανό, φωτιά, δυσαρεστώ, διψάω, στεγνώνω, κάνω περίπατο για να κάψω κτ, κάνω χάλια, καίω, κατακαίω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bruciare
καίωverbo transitivo o transitivo pronominale (ενέργεια, θερμίδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lascia che i bambini corrano così da bruciare tutte le loro energie. Άσε τα παιδιά να τρέχουν, για να κάψουν έτσι όλη τους της ενέργεια. |
καίγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il carbone brucerà lentamente, senza fiamme visibili. |
καίωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le braccia gli bruciavano dopo che aveva sollevato pesi per un'ora. |
βράζωverbo intransitivo (figurativo) (μτφ: είμαι θυμωμένος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo due settimane la cosa gli bruciava ancora. |
καίωverbo intransitivo (figurato) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pensiero che John sta uscendo con la sua ex ragazza gli brucia davvero. |
καίωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: far essiccare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La zona sembrava un deserto. Il calore del sole aveva bruciato tutta la vegetazione. |
καίωverbo transitivo o transitivo pronominale (βάζω φωτιά σε) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha bruciato i documenti in modo che nessuno potesse vederli mai. Έκαψε τα έγγραφα για να μην τα δει ποτέ κανένας. |
καίγομαιverbo intransitivo (είμαι στις φλόγες) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ciocco di legno nel caminetto brucerà per tre ore. Το κούτσουρο στη φωτιά θα καίγεται για τρεις ώρες. |
καίωverbo intransitivo (με έντονη φλόγα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il falò fiammeggiava nell'oscurità. Η φωτιά έκαιγε μέσα στο σκοτάδι. |
καίω(di fuoco) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La lanterna è rimasta accesa tutta la notte. |
καίωverbo intransitivo (είμαι καυτός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I carboni ardenti continuano ad ardere dopo che il fuoco si spegne. |
ενοχλώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La poca sensibilità del direttore alle esigenze dei bambini ancora brucia. |
καίγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καίωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stai attenta o brucerai le cipolle. Πρόσεξε, αλλιώς θα κάψεις τα κρεμμύδια. |
καίω ολοσχερώςverbo transitivo o transitivo pronominale L'incendio ha bruciato l'albergo. |
καίωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πονάωverbo intransitivo (figurato) (προκαλώ πόνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uff. La notizia che lui si risposa brucia davvero. Ωχ! Η είδηση πως ξαναπαντρεύτηκε τσούζει πραγματικά. |
τσούζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il disinfettante su una ferita aperta brucia molto. |
τσούζω(figurato) (μεταφορικά, αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Devi ripetere l'anno? Deve bruciare parecchio! |
καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ενέργεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo allenamento è un buon modo per bruciare calorie. |
καυτηριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fornello caldo ha bruciato la mano di Krista quando l'ha toccato accidentalmente. |
θανατώνω στην πυρά, καίω στην πυράverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καίγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I ramoscelli hanno iniziato ad ardere. |
γλείφωverbo transitivo o transitivo pronominale (fuoco) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le fiamme lambivano il legno. |
καψαλίζω, τσουρουφλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fondo della padella si è bruciacchiato sul fornello. |
καίω, τσούζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il mio orecchio bruciava a per l'infezione. |
καίγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo sbalzo di corrente ha fatto saltare il fusibile |
ξερόχορτο, ξερόκλαδο, άχυρο(spregiativo) (για τη φωτιά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χάνω πολλά χρήματα(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'azienda non sta facendo altro che bruciare denaro a questo punto: |
καίγομαι ολοσχερώςverbo intransitivo La casa è bruciata completamente. |
σιγοκαίω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il falò bruciò fino a tarda notte. |
καίγομαι ολοσχερώςverbo intransitivo La fabbrica è bruciata completamente in un incendio che ha ucciso 11 lavoratori. Το εργοστάσιο κάηκε ολοσχερώς σε μια πυρκαγιά που σκότωσε 11 εργάτες. |
καψαλίζω, τσουρουφλίζω(capelli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La fiamma della candela ha bruciato le punte delle vibrisse del gatto. |
καίω κπ ζωντανόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φωτιάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ci sono norme rigide circa il bruciare le sterpaglie sul proprio terreno. Υπάρχουν αυστηροί κανόνες για να ανάβεις φωτιά στη γη σου. |
δυσαρεστώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διψάω, στεγνώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esercizio faticoso ci ha fatto bruciare dalla sete. |
κάνω περίπατο για να κάψω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (calorie in eccesso) (μτφ: λίπος, θερμίδες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho appena fatto un pasto pesante e credo che sarebbe se andassi a bruciarlo camminando. Έφαγα ένα βαρύ μεσημεριανό οπότε υποθέτω ότι θα είναι καλύτερα να πάω έναν περίπατο για να το κάψω. |
κάνω χάλια(volgare) (κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'esperienza della guerra ha fottuto il cervello a Dan. Οι εμπειρίες του Νταν στην περίοδο του πολέμου τον είχαν κάνει χάλια. |
καίω, κατακαίω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bruciare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του bruciare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.