Τι σημαίνει το lavoratore στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lavoratore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lavoratore στο Ιταλικό.

Η λέξη lavoratore στο Ιταλικό σημαίνει εργαζόμενος, εργάτης, άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη, εργαζόμενος άντρας, εργαζόμενος, υπάλληλος, εργάτης, εργάτης, εργαζόμενος, εργάτης, εργάτρια, υπάλληλος, προλετάριος, προλετάριος, χειρώνακτας, εργαζόμενος που δουλεύει από το σπίτι, ημιαπασχολούμενος, ημιαπασχολούμενη, με τα μούτρα στη δουλειά, αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη, προσωρινός υπάλληλος, προσωρινή υπάλληλος, αλλοδαπός εργαζόμενος, αγρότης, μπρατσέρο, επιτόπιος ερευνητής, εργαζόμενος στον τομέα της πετρελαιοπαραγωγής, εξωτερικός συνεργάτης, λιμενεργάτης, δουλευταράς, δουλευταρού, ημερομίσθιος εργάτης, υπάλληλος πλήρους απασχόλησης, δουλευταράς, οικονομικός μετανάστης, υπάλληλος μερικής απασχόλησης, μισθωτός, προσωρινός υπάλληλος, κοινωνικός λειτουργός, αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη, ωρομίσθιος, ελεύθερος επαγγελματίας, εργάτης που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη ψάχνοντας για δουλειά, υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του, άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας, συμβασιούχος υπάλληλος, που κάνει μερεμέτια, απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη, εργαζόμενος που δεν έχει προκαθορισμένο γραφείο, διακινούμενος εργαζόμενος, δουλευταράς, εργάτης πετρελαιοπηγής, εργάτης, εργάτρια, εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες, υπηρέτης με συμφωνητικό που δεν λαμβάνει μισθό, εργαζόμενος εξωτερικού πεδίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lavoratore

εργαζόμενος

sostantivo maschile (εργοδοτούμενος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
È un lavoratore, adesso che ha trovato un lavoro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν μπορώ να ξενυχτάω, εργαζόμενος άνθρωπος!

εργάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

άντρας που ανήκει στην εργατική τάξη

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργαζόμενος άντρας

εργαζόμενος, υπάλληλος

(generale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'azienda dà importanza ai propri lavoratori.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δουλεύει ως εργάτρια σε εργοστάσιο τροφίμων.

εργάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ted lavora come bracciante in un campo e passa tutte le giornate al sole.

εργάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

εργαζόμενος

sostantivo maschile

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εργάτης, εργάτρια

sostantivo maschile (χειρωνακτική εργασία)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Gli operai (or: i lavoratori) hanno fatto sciopero per un aumento di stipendio.

υπάλληλος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
È un operativo del centro di controllo.

προλετάριος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προλετάριος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χειρώνακτας

(figurato: lavoratore)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La protesta degli operai andrà avanti finché non saranno ottenute condizioni di lavoro più eque.

εργαζόμενος που δουλεύει από το σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ημιαπασχολούμενος, ημιαπασχολούμενη

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

με τα μούτρα στη δουλειά

(μτφ, καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Miguel ha lavorato sodo per il suo progetto di Storia.

αυτοαπασχολούμενος, αυτοαπασχολούμενη

(εργαζόμενος χωρίς εργοδότη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Charlotte adorava essere una lavoratrice autonoma perché era il capo di se stessa e poteva lavorare da casa.

προσωρινός υπάλληλος, προσωρινή υπάλληλος

sostantivo maschile

L'ufficio assunse un lavoratore a tempo determinato per coprire il posto quando la centralinista andò in vacanza.

αλλοδαπός εργαζόμενος

sostantivo maschile

αγρότης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μπρατσέρο

sostantivo maschile (USA) (Μεξικανός εργάτης)

επιτόπιος ερευνητής

εργαζόμενος στον τομέα της πετρελαιοπαραγωγής

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εξωτερικός συνεργάτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λιμενεργάτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δουλευταράς, δουλευταρού

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Lucy lavora sodo: è una gran lavoratrice!

ημερομίσθιος εργάτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Purtroppo i lavoratori alla giornata spesso non hanno benefits e sicurezza di lavoro.

υπάλληλος πλήρους απασχόλησης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le donne lavoratrici a tempo pieno ricevono sovvenzioni statali in caso di maternità.

δουλευταράς

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Julie è una gran lavoratrice; fa tutto ciò che le viene chiesto.

οικονομικός μετανάστης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπάλληλος μερικής απασχόλησης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Molte madri sono lavoratrici part-time: non riescono a lavorare a tempo pieno per via dei figli.
Πολλές μητέρες είναι υπάλληλοι μερικής απασχόλησης: δεν μπορούν να δουλέψουν πλήρες ωράριο λόγω των παιδιών τους.

μισθωτός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προσωρινός υπάλληλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κοινωνικός λειτουργός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αλλοδαπός εργαζόμενος, αλλοδαπή εργαζόμενη

sostantivo maschile

ωρομίσθιος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

ελεύθερος επαγγελματίας

A Jim piace lavorare come libero professionista perché così può decidere i propri orari.

εργάτης που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη ψάχνοντας για δουλειά

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

υπάλληλος που κοιτάζει συχνά το ρολόι του

sostantivo maschile (negativo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άνθρωπος της εταιρείας, άνθρωπος της εταιρίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

συμβασιούχος υπάλληλος

sostantivo maschile

που κάνει μερεμέτια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απαραίτητος εργαζόμενος, απαραίτητη εργαζόμενη

εργαζόμενος που δεν έχει προκαθορισμένο γραφείο

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διακινούμενος εργαζόμενος

sostantivo maschile (spec. immigrato)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δουλευταράς

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mario fa il postino ed è un gran lavoratore che non si lamenta mai.

εργάτης πετρελαιοπηγής

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάτης, εργάτρια

sostantivo maschile (ανειδίκευτος)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Charles si è trovato un lavoro come operaio non specializzato mentre continua a cercare un posto migliore.

εργαζόμενος με βάρδιες, εργαζόμενη με βάρδιες

sostantivo maschile

υπηρέτης με συμφωνητικό που δεν λαμβάνει μισθό

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εργαζόμενος εξωτερικού πεδίου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lavoratore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του lavoratore

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.