Τι σημαίνει το cazzo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cazzo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cazzo στο Ιταλικό.
Η λέξη cazzo στο Ιταλικό σημαίνει πούτσος, γαμώτο, μαμάω, απαυτώνω, γαμώτο, που να πάρει ο διάολος, γαμώτο, πουλί, καυλί, τσουτσούνι, γαμώτο, άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!, γάμα το, να πάρει!, να πάρει, πουλί, τσουτσούνι, πούτσος, πέος, -, γαμώτο!, Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!, εργαλείο, άθλιος, ελεεινός, διάολε, να πάρει, διάβολε, διάολε, να πάρει, άθλιος, ελεεινός, γαμώτο, γαμημένος, μαλακισμένος, σκάσε, γάμα με!, γάμα μας!, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, γαμώτο, γάμα το, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, μαλάκας, μαλάκας, παπάρας, μαλάκας, λεχρίτης, σκατοκέφαλος, σκατόφατσα, απολύτως τίποτα, τίποτα, μαλάκας, παγωμένη έκφραση, νοιάζομαι, δίνω δεκάρα, δίνω μία, τσατίζω, νευριάζω, διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος, απολύτως τίποτα, να με πάρει και να με σηκώσει, σκάω, τι στον διάβολο, μαλάκας, πούστης, καριόλης, χαϊβάνι, κουτορνίθι, άθλιος, ελεεινός, σιχαμένος, καταραμένος, τι στον πούτσο, αϊ γαμήσου, σκ@το-, σκατά, ψώνιο, μακάκας, μ@λάκας, λαλάκας, ζώον, χαϊβάνι, τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ, Τι στο διάολο;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cazzo
πούτσοςsostantivo maschile (volgare) (χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il suo cazzo si induriva mentre veniva massaggiato. Ο πούτσος του σκλήρυνε καθώς δεχόταν χάδια. |
γαμώτοinteriezione (volgare, rafforzativo) (προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Sì, cazzo, abbiamo mangiato una pizza gratis! Ε ναι ρε γαμώτο, φάγαμε τη δωρεάν πίτσα! |
μαμάω, απαυτώνω(volgare: imbrogliare) (αργκό: αντί βρισιάς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) C***o! Questo film è una noia. Guardiamo qualcos'altro. |
γαμώτοinteriezione (volgare) (καθομ, υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Cazzo! Non mi parte la macchina! |
που να πάρει ο διάολος(volgare) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαμώτοinteriezione (volgare) (υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Oh cazzo! Ho chiuso le chiavi nella macchina. Όχι ρε πούστη! Άφησα τα κλειδιά μου στο αυτοκίνητο. |
πουλίsostantivo maschile (volgare: pene) (μεταφορκά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) James era preoccupato per l'arrossamento sul suo uccello. Ο Τζέιμς ανησυχούσε για το εξάνθημα στο πουλί του. |
καυλί(volgare) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Steve si vanta spesso delle dimensioni del suo uccello. |
τσουτσούνι(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γαμώτο(volgare) (καθομιλουμένη, υβριστικό) Merda! Mi dispiace, ti ho versato la birra addosso. Όχι, ρε γαμώτο! Συγγνώμη που έχυσα την μπύρα μου πάνω σου. |
άντε και γαμήσου!, γαμιέσαι!, γαμημένε!(volgare, offensivo) (προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
γάμα τοinteriezione (volgare: fastidio) (χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Cazzo! Non riesco proprio a capire questa domanda! |
να πάρει!(volgare, offensivo) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "E va' al diavolo!" ho esclamato quando la palla mi è scivolata dalle mani un'altra volta. |
να πάρει(colloquiale) |
πουλί, τσουτσούνιsostantivo maschile (volgare: pene) (πέος: ευφημιστικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quello pensa col pisello invece che con la testa! Σκέφτεται με τον πούτσο και όχι με το μυαλό του. |
πούτσοςsostantivo maschile (volgare: pene) (πέος: αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πέος(volgare) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
-(colloquiale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Fred non fa mai quel cavolo che gli si dice. Ο Φρεντ δεν ακολουθεί ποτέ τις ρημάδες τις οδηγίες. |
γαμώτο!interiezione (volgare) (καθομιλουμένη, υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mio papà dice "merda!" quando si fa male. Ο μπαμπάς μου φωνάζει «Γαμώτο!» όταν χτυπάει. |
Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!(colloquiale) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Να πάρει! Ξέχασα τα κλειδιά μου. |
εργαλείο(colloquiale: pene) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sono sicuro che il mio arnese è più grosso del suo. |
άθλιος, ελεεινός(volgare, offensivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διάολε, να πάρει(informale) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Maledizione! Ti dai una mossa? |
διάβολε, διάολε, να πάρει(καθομ) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
άθλιος, ελεεινός(volgare, offensivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γαμώτοinteriezione (volgare) (καθομιλουμένη, χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Oh, cazzo! Ho lasciato la mia valigetta in autobus. |
γαμημένος, μαλακισμένος(volgare, intensificatore) (αργκό, χυδ, υβρ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
σκάσε(stai zitto!, chiudi la bocca!, taci!) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
γάμα με!, γάμα μας!interiezione (volgare: sorpresa) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cazzo! Non ce la faccio a mangiarlo, è troppo piccante! |
άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου(volgare: rabbia, disprezzo) (μτφ, χυδαίο: οργή) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γαμώτοinteriezione (volgare) (καθομ, υβριστικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Il nostro aereo parte tra un'ora! "Merda! Pensavo che avessimo ancora cinque ore!" |
γάμα το(volgare) (αργκό, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;(volgare) (υβριστικό, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Julie vide il danno alla sua macchina nuova ed esclamò: "E che cazzo!". |
Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!(informale) (έκπληξη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
μαλάκαςsostantivo femminile (offensivo, volgare) (ηλίθιος, αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Qualche testa di cazzo ha parcheggiato sul mio posto. |
μαλάκας, παπάρας(volgare, offensivo) (προσβλητικό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαλάκας, λεχρίτης, σκατοκέφαλος(volgare, offensivo) (προσβλητικό, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In realtà Harry pensava che il suo capo fosse uno stronzo. |
σκατόφατσα(volgare, offensivo) (αργκό, προσβλητικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che problema hai, faccia di merda? |
απολύτως τίποταsostantivo maschile (volgare: niente) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τίποτα(figurato, colloquiale: niente) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαλάκαςsostantivo maschile (volgare) (καθομιλουμένη, χυδαίο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παγωμένη έκφρασηsostantivo femminile (volgare) |
νοιάζομαι(colloquiale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non me ne frega niente se il mio ex ha una nuova ragazza! |
δίνω δεκάρα, δίνω μίαverbo intransitivo (volgare) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non me ne frega un cazzo di cosa pensi! Δε με νοιάζει τι σκέφτεσαι. |
τσατίζω, νευριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (volgare: dare fastidio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quello lì mi sta davvero sul cazzo! Αυτός ο τύπος πραγματικά με τσατίζει! |
διαολεμένος, αναθεματισμένος, καταραμένος(colloquiale) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
απολύτως τίποταsostantivo maschile (volgare: nessuno) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
να με πάρει και να με σηκώσει(colloquiale, seguito da subordinata) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκάω(figurato, colloquiale) (καθομιλουμένη, προσβλητικό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τι στον διάβολο(volgare) (υβριστικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "E che cazzo?" disse Eugene, guardando le istruzioni e grattandosi il capo. «Τι στον διάβολο;» είπε ο Ευγένιος κοιτώντας τις οδηγίες και ξύνοντας το κεφάλι του. |
μαλάκας, πούστης, καριόλης(volgare, offensivo) (υβριστικό: αχρείος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quello lì è proprio uno stronzo, se n'è andato senza pagare la sua parte di conto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κι ήταν ανάγκη να την χτυπήσεις, ρε μπάσταρδε; |
χαϊβάνι, κουτορνίθιsostantivo femminile (volgare) (αργκό: βλάκας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άθλιος, ελεεινός, σιχαμένοςlocuzione aggettivale (volgare, offensivo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hai baciato il mio ragazzo? Sei proprio un'amica di merda! |
καταραμένος(volgare: rafforzativo) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
τι στον πούτσοlocuzione aggettivale (volgare: che cosa) (χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Che cazzo credi di fare? Τι στον πούτσο νομίζεις ότι κάνεις; |
αϊ γαμήσουinteriezione (volgare: vai via) (χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Levati dalle palle! Vuoi lasciarmi in pace? |
σκ@το-locuzione aggettivale (volgare) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο) Siamo andati in un ristorante davvero di merda e tutti sono rimasti intossicati. |
σκατάinteriezione (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ψώνιο(volgare) (καθομιλουμένη, μτφ) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Quel tipo è proprio un cazzone. Αυτός ο τύπος είναι ψώνιο. |
μακάκας, μ@λάκας, λαλάκας(offensivo) (αργκό: αντί χυδαίας λέξης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non dire fesserie, idiota! |
ζώον, χαϊβάνι(volgare) (μειωτικό, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Arrabbiata con l'automobilista che le aveva quasi fatto fare un incidente, Janine l'ha chiamato coglione. Ενοχλημένη με τον οδηγό που παραλίγο να την κάνει να τρακάρει, η Ζανίν τον είπε ζώον. |
τα βάζω μαζί με κπ, τα βάζω με κπ(volgare) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non mi rompere il cazzo o ti spacco un braccio. Μην μπλέκεις μαζί μου (or: με μένα), γιατί θα σου σπάσω το χέρι. |
Τι στο διάολο;(volgare) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cazzo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του cazzo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.