Τι σημαίνει το alle στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης alle στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alle στο Ιταλικό.
Η λέξη alle στο Ιταλικό σημαίνει καραδοκώ, παραμονεύω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, βοτανικός, φυτικός, χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες, τεντωμένος, τσιτωμένος, άβγαλτος, το να παλεύω, αρχάριος, γλεντάω, ακολουθώ, παρακολουθώ, βοτανικός, φυτικός, που έχει γεύση ξηρών καρπών, αμύητος, των πλευρών, ζαλισμένος, μη αυτοκινούμενος, μέχρι τον αστράγαλο, ακόμα δε βγήκα από το αβγό, με ταξική συνείδηση, αναγκασμένος να πάρει απόφαση, χοντρόπετσος, το δάγκωσα από το κρύο, ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλες, υδατοστεγής, εκτίναξη, απογείωση, φιλιππινέζος, με βάση τα στοιχεία, απ' τ' αλώνια στα σαλόνια, ποτέ, για πάντα, πίσω από την πλάτη κάποιου, έχω κπ από κοντά, στριμωγμένος, σύμφωνα με τους κανονισμούς, το χάραμα, στοχεύω ψηλά, -, καθαριστής, καθαρίστρια, επιστάτης, επιστάτρια, άνδρας των ενόπλων δυνάμεων, γυναίκα των ενόπλων δυνάμεων, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων, προδότης, προδότρια, σκάλα που οδηγεί στο κάτω κατάστρωμα πλοίου, διανομέας, αποτυχία, εφτά η ώρα, επτά η ώρα, κυνήγι μαγισσών, πόνος στα κόκκαλα, καλώ στα όπλα, μερική διαφορική εξίσωση, επιστροφή στις ρίζες, γυναικεία ψήφος, πωλητής, πωλήτρια, ομάδα πωλητών, πωλητής, εκπρόσωπος στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, bubble tea, αισθητικός με άδεια για χορήγηση ένεσης, ψωμί με μυρωδικά, ψωμί με βότανα, φυτική ουσία, κπ που πηγαίνει σε πάρτι, υπάλληλος μισθοδοσίας, υπάλληλος υποστήριξης πωλήσεων, σκάφος για το κυνήγι της φώκιας, υπάλληλος σε εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτων, προδοσία, αστυνομικός του δικαστηρίου, υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού, καλύτερες θέσεις, η δίκη των μαγισσών του Σάλεμ, προσωπικό του τμήματος πωλήσεων, που ακολουθεί κατά πόδας, βγάζω βιαστικά συμπεράσματα, μαχαιρώνω πισώπλατα, πιάνω δουλειά, κοροϊδεύω, πλακώνομαι με κπ, αποδέχομαι την κριτική, τσακώνομαι, έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια, υπακούω τους κανόνες, εκπληρώνω τους όρους, πληρώ τους όρους, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, μαχαιρώνω πισώπλατα, κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου, ικανοποιώ τις ανάγκες, καλύπτω τις ανάγκες, αντέχω στο χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσω, αφήνω κτ πίσω μου, είμαι κατάλληλος, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, είμαι γυναικάς, ξεριζώνω, κάνω δίαιτα, πλησιάζω, εκμεταλλεύομαι, κινηματοφραφικός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης alle
καραδοκώ, παραμονεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι(temporalmente) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι(temporalmente) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Più il giorno si avvicinava e più avevo paura. |
βοτανικός, φυτικός(tecnico, formale) (σχετικός με βότανα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giardino ha un profumo forte ed erbaceo. |
χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo brano è facile da suonare, anche per un pianista relativamente inesperto. |
τεντωμένος, τσιτωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Devo perdere peso: mi scoppiano i pantaloni. |
άβγαλτος(figurato) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το να παλεύω(figurato: cercare di risolvere) (μεταφορικά: π.χ. με ιδέα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo ore trascorse a lottare con il problema, sono ancora lontani dal trovare una soluzione. |
αρχάριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλεντάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non fa altro che divertirsi e dormire. |
ακολουθώ, παρακολουθώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agente pedinava il sospettato. |
βοτανικός, φυτικόςlocuzione aggettivale (από χόρτα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il naturopata prescrisse un mix a base d'erbe per curare i crampi. |
που έχει γεύση ξηρών καρπών(τροφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo condimento per insalata sa di noci. Sei sicuro che non contenga arachidi? |
αμύητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ai fan dell'autore è piaciuto molto il libro, ma i lettori alle prime armi hanno avuto delle difficoltà a seguire la trama. |
των πλευρών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nell'incidente la vittima subì danni alle costole. |
ζαλισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μη αυτοκινούμενοςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέχρι τον αστράγαλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tutto d'un tratto ci siamo ritrovati col fango fino alle caviglie. Qui potete attraversare il ruscello facilmente, arriva solo fino alle caviglie. Ξαφνικά, η λάσπη έφτασε στον αστράγαλό μας. Μπορείς να περάσεις εύκολα το ρυάκι εδώ, αφού το βάθος του φτάνει μόλις μέχρι τον αστράγαλο. |
ακόμα δε βγήκα από το αβγόverbo intransitivo (μεταφορικά: απειρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa è bella! Vuoi darmi dei consigli sulle donne tu che sei alle prime armi. |
με ταξική συνείδησηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bunter era così sensibile alle differenze di classe che mai e poi mai avrebbe fumato in presenza di Lord Peter. |
αναγκασμένος να πάρει απόφαση
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χοντρόπετσοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το δάγκωσα από το κρύο(figurato: infreddolito) (καθομιλουμένη) |
ανθεκτικός σε καταιγίδες, ανθεκτικός σε θύελλεςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
υδατοστεγήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εκτίναξη, απογείωσηlocuzione aggettivale (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φιλιππινέζοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με βάση τα στοιχείαavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In base alle prove (or: alla luce delle prove) fornite, la giuria non poté giudicarla colpevole. |
απ' τ' αλώνια στα σαλόνιαavverbio (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In meno di due anni è passata dalle stalle alle stelle. |
ποτέavverbio (figurato, informale: mai) (ιδιωματισμός) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Stai sognando! - sarà finito per le calende greche. |
για πάνταlocuzione avverbiale (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dalle un colpo di telefono per vedere dov'è, sennò stiamo qui fino alle calende greche. |
πίσω από την πλάτη κάποιου(figurato: di nascosto) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei ha spesso raccontato bugie nei suoi riguardi alle sue spalle. |
έχω κπ από κοντά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il poliziotto stava alle calcagna del guidatore che andava oltre i limiti di velocità. |
στριμωγμένος(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Solitamente Stan chiede aiuto a Larry quando si trova in difficoltà. |
σύμφωνα με τους κανονισμούς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το χάραμα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Devo alzarmi alle prime luci dell'alba per arrivare in orario al lavoro. |
στοχεύω ψηλάverbo intransitivo |
-locuzione avverbiale (figurato: esperienza maturata) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Con alle spalle vent'anni di esperienza come vigile del fuoco, Robert è un esperto di prevenzione incendi. Με είκοσι πέντε χρόνια εμπειρίας ως πυροσβέστης, ο Ρόμπερτ είναι ειδικός σε θέματα πυρασφάλειας. |
καθαριστής, καθαρίστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Un addetto alle pulizie viene due volte a settimana per pulire la villa. Μια καθαρίστρια έρχεται δυο φορές την εβδομάδα να καθαρίσει την έπαυλη. |
επιστάτης, επιστάτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Ο Νταν βρήκε δουλειά ως επιστάτης σε ένα κτίριο γραφείων στην περιοχή. |
άνδρας των ενόπλων δυνάμεωνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Un uomo appartenente alle forze armate aspettava al binario. |
γυναίκα των ενόπλων δυνάμεων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una donna appartenente alle forze armate stava in piedi in silenzio vicino al suo zaino. |
υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεωνsostantivo maschile Il nostro addetto alle relazioni stampa ha detto che dovremmo mostrarci più gentili. |
προδότης, προδότρια(informale, figurato) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
σκάλα που οδηγεί στο κάτω κατάστρωμα πλοίουsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διανομέαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) L'addetto alle consegne ha lasciato il pacco davanti alla porta. |
αποτυχίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εφτά η ώρα, επτά η ώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κυνήγι μαγισσώνsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'indagine diventò ben presto una caccia alle streghe. |
πόνος στα κόκκαλα
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mia madre soffre di dolori alle ossa: non riesce a muovere le gambe da quanto le fanno male. |
καλώ στα όπλαsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il suo annuncio sembrava una chiamata alle armi per i suoi sostenitori. |
μερική διαφορική εξίσωσηsostantivo femminile (μαθηματικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bisogna essere davvero bravi in matematica per riuscire a risolvere un'equazione alle derivate parziali come questa. Θα πρέπει να είσαι πολύ καλός στα μαθηματικά, για να λύσεις μια μερική διαφορική εξίσωση σαν κι αυτή. |
επιστροφή στις ρίζεςverbo intransitivo (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Questo romanzo è un ritorno alle origini del suo genere. |
γυναικεία ψήφοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La Nuova Zelanda fu il primo Paese a estender il diritto di voto alle donne. |
πωλητής, πωλήτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) L'addetto alle vendite ha aiutato il cliente a scegliere e acquistare il prodotto di cui aveva bisogno. |
ομάδα πωλητώνsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πωλητήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il loro venditore ha un appuntamento per passare da noi la settimana prossima. |
εκπρόσωπος στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνώνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il piglio aggressivo tenuto durante il suo mandato come ambasciatore alle Nazioni Unite ha contrariato il suo paese. |
bubble tea(Asia: con latte e palline di tapioca) (είδος ροφήματος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αισθητικός με άδεια για χορήγηση ένεσηςsostantivo maschile (medicina) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ψωμί με μυρωδικά, ψωμί με βόταναsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il pane alle erbe era delizioso ma aveva uno strano colore verdastro. |
φυτική ουσίαsostantivo maschile L'olio di menta piperita è un preparato alle erbe utilizzato per curare l'indigestione. |
κπ που πηγαίνει σε πάρτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπάλληλος μισθοδοσίας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπάλληλος υποστήριξης πωλήσεωνsostantivo maschile (άτομο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
σκάφος για το κυνήγι της φώκιαςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπάλληλος σε εγκατάσταση καθαρισμού λυμάτωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προδοσίαsostantivo femminile (figurato: tradimento) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστυνομικός του δικαστηρίουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού
|
καλύτερες θέσειςsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
η δίκη των μαγισσών του Σάλεμsostantivo maschile (storia) (ΗΠΑ, περιβόητη δίκη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσωπικό του τμήματος πωλήσεων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
που ακολουθεί κατά πόδας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Grazie all'aiuto delle unità cinofile, la polizia era ormai sulle tracce degli evasi. |
βγάζω βιαστικά συμπεράσματαverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Smettila di saltare alle conclusioni sulla loro relazione, quando a malapena li conosci. |
μαχαιρώνω πισώπλαταverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μτφ: προδοσία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ha pugnalato alle spalle raccontando le sue intenzioni al capo. Τον μαχαίρωσε πισώπλατα όταν φανέρωσε στο αφεντικό τα σχέδιά του. |
πιάνω δουλειά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Allora, iniziamo col giardino! Il bel tempo non durerà tanto. |
κοροϊδεύωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I media attualmente ridono alle spalle del politico caduto in disgrazia. |
πλακώνομαι με κπverbo intransitivo (informale) (αργκό) John e Joe sono venuti alle mani seriamente, adesso sono tutti e due in ospedale. |
αποδέχομαι την κριτική
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τσακώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La discussione purtroppo non è stata civile e alla fine sono venuti alle mani. |
έρχομαι στα χέρια, πιάνομαι στα χέρια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prima della fine della serata il suo fidanzato e il suo ex avevano litigato. Πριν τελειώσει η βραδιά, ο αρραβωνιαστικός της και ο πρώην της πιάστηκαν στα χέρια. |
υπακούω τους κανόνες
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cose funzionano meglio quando tutti rispettiamo le regole. Τα περισσότερα πράγματα λειτουργούν πιο ομαλά όταν όλοι υπακούμε τους κανόνες. Ήταν ανυπότακτος και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να υπακούσει τους κανόνες. |
εκπληρώνω τους όρους, πληρώ τους όρουςverbo intransitivo (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se non si adempie ai termini del contratto, si può venire denunciati per violazione del contratto. |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνεςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Giocate secondo le regole indicate di seguito. |
μαχαιρώνω πισώπλαταverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) C'è stata una rissa fuori dal bar e un uomo è stato pugnalato alle spalle. |
κάνω κάτι πίσω από την πλάτη άλλου(colloquiale, figurato: all'insaputa) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non farlo alle sue spalle; se credi che abbia sbagliato, diglielo direttamente. Μην κάνεις τίποτα πίσω από την πλάτη της· αν θεωρείς ότι κάνει λάθος, πες της το στα ίσια. |
ικανοποιώ τις ανάγκες, καλύπτω τις ανάγκεςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'appartamento non era lussuoso ma rispondeva alle mie esigenze. |
αντέχω στο χρόνο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυρίζω τον χρόνο πίσω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφήνω κτ πίσω μουverbo riflessivo o intransitivo pronominale (dimenticare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι κατάλληλος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαιverbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Recentemente il prezzo del petrolio è andato alle stelle. |
είμαι γυναικάς
|
ξεριζώνωverbo intransitivo (questioni, problemi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω δίαιτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλησιάζω(inseguendo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν! |
εκμεταλλεύομαι(συνήθως οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κινηματοφραφικόςaggettivo (cinema, TV) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I costi relativi alle riprese erano troppo alti così il film è stato cancellato. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alle στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του alle
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.