Τι σημαίνει το momento στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης momento στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του momento στο Ιταλικό.

Η λέξη momento στο Ιταλικό σημαίνει στιγμή, στιγμή, στιγμή, στιγμή, ροπή, ροπή αδρανείας, μισό, στιγμή, στιγμή, ώρα, στιγμή, στροφορμή, παράθυρο, περίσταση, συγκυρία, σημείο, τώρα, τώρα, της ώρας, προηγουμένως, αυθόρμητος, κρίσιμη χρονική στιγμή, αρχή, μπλακάουτ, ακριβής, που γίνεται σε λάθος ώρα, οποτεδήποτε, μέχρι τώρα, ως τώρα, από εδώ και πέρα, ως τότε, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, από δω και πέρα, ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον, για την ώρα, προς το παρόν, όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι, τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα, εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε, προσωρινά, προς το παρόν, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, από εκείνη την στιγμή και μετά, σε λιγάκι, σε λιγάκι, όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, οποτεδήποτε, όποτε να'ναι, σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, ακριβώς εκείνη την στιγμή, κατά την παράδοση, από μέρα σε μέρα, τη στιγμή που μιλάμε, δεδομένου ότι, οποτεδήποτε, για όσο καιρό, την στιγμή που, δεδομένου ότι, έχω ρέντα, πάνω στην ένταση της στιγμής, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, αυθόρμητα, την τελευταία στιγμή, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, από την πρώτη στιγμή, προς το παρόν, προσωρινά, Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται., θα 'ρθει και σένα η σειρά σου, Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα, όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι, όταν, περίμενε ένα λεπτάκι, περίμενε ένα λεπτάκι, ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτό, μισό λεπτό, για μισό λεπτό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης momento

στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dov'eri nel momento in cui hai saputo che Kennedy era stato ucciso?
Πού ήσασταν τη στιγμή που ακούσατε ότι πυροβολήθηκε ο Κένεντι;

στιγμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non sono disponibile al momento. Richiamate più tardi.
Προς το παρόν δεν είμαι διαθέσιμος. Παρακαλώ καλέστε αργότερα.

στιγμή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sono rimasto lì solo un momento, essendo uscito dal negozio pochi secondi dopo essere entrato.
Έμεινα εκεί μέσα μόνο για μια στιγμή, έφυγα από το κατάστημα λίγα δευτερόλεπτα αφού μπήκα.

στιγμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il suo momento più importante è stato quando organizzò la raccolta fondi per i senzatetto.
Η πιο σημαντική στιγμή του ήταν όταν διοργάνωσε τη φιλανθρωπική εκδήλωση για τους άστεγους.

ροπή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ροπή αδρανείας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μισό

(καθομ: λεπτό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στιγμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dov'era lui in quel momento?

στιγμή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ώρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είναι ώρα για πάρτι! Ας φορέσουμε τα παπούτσια του χορού!

στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sembrava che fosse tutto finito in un solo istante.
Ήταν σαν να τελειώσαν όλα σε μια στιγμή.

στροφορμή

(fisica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il motore fornisce coppia alla trasmissione.
Η μηχανή μεταδίδει στροφορμή στον κινητήριο άξονα.

παράθυρο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è un periodo di tempo per comprarlo spendendo poco prima che i prezzi salgano di nuovo.
Υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για να αγοράσουμε φτηνά πριν ανέβουν πάλι οι τιμές.

περίσταση, συγκυρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sembrava l'occasione perfetta per Harry e Sophie per annunciare il loro fidanzamento.
Έμοιαζε η τέλεια στιγμή για να ανακοινώσουν τον αρραβώνα τους ο Χάρυ και η Σόφη.

σημείο

(momento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A quel punto ho capito la pericolosità della situazione.
Σε εκείνη την φάση κατάλαβα την σοβαρότητα της κατάστασης.

τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Attualmente Steve non ha un lavoro.
Ο Στιβ είναι άνεργος τώρα.

τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ora sono le otto.
Τώρα είναι οχτώ η ώρα.

της ώρας

aggettivo (μεταφορικά: φαγητό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προηγουμένως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυθόρμητος

(decisione, scelta)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κρίσιμη χρονική στιγμή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le negoziazioni raggiunsero un frangente in cui la scadenza si avvicinava senza che fosse ancora stata presa alcuna decisione.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chiariamo le regole fin dall'inizio.

μπλακάουτ

(figurato: cervello) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Devo aver avuto un blackout: ho dimenticato la mia valigetta e tutti i documenti a casa!

ακριβής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που γίνεται σε λάθος ώρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οποτεδήποτε

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Può chiamarmi in ogni momento. Non disturba.
Μπορεί να με πάρει τηλέφωνο όποτε να' ναι. Δε με πειράζει.

μέχρι τώρα, ως τώρα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La situazione fino a questo momento è stata favorevole, ma non dobbiamo abbassare la guardia.

από εδώ και πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ως τότε

locuzione avverbiale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La vecchia casa sembrava potesse crollare in qualsiasi momento.

από δω και πέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
D'ora in poi non sarai più benvenuto in casa mia.
Στο εξής δεν είσαι πλέον ευπρόσδεκτος στο σπίτι μου.

ύστερα, αργότερα, κάποια στιγμή στο μέλλον

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbiamo concordato di discutere di nuovo l'argomento in un momento successivo.

για την ώρα, προς το παρόν

(τώρα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Bene, penso che per ora siamo a posto.

όπου να'ναι, ανά πάσα στιγμή, από στιγμή σε στιγμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Tenete sempre le mani e le braccia all'interno della macchina, per favore.

οποιαδήποτε ώρα, ότι ώρα να'ναι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puoi chiamarmi per aiutarti in qualunque momento.

τώρα, επί του παρόντος, για την ώρα σήμερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Al momento ci sono sei studenti iscritti al corso di fonetica.
Επί του παρόντος, έξι σπουδαστές είναι εγγεγραμμένοι στο μάθημα φωνητικής.

εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In quel momento, mi resi conto che mi amava veramente. Stavo per dirglielo ma in quel momento squillò il telefono.

εκείνη την περίοδο, εκείνη την χρονική στιγμή, τότε

(tempo remoto)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Τότε δεν καταλάβαινα πλήρως τι εννοούσε, αλλά μπήκα στο νόημα αργότερα.

προσωρινά, προς το παρόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Per adesso, dovremo semplicemente accontentarci della macchina che abbiamo.
Προς το παρόν θα πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με το αυτοκίνητο που έχουμε.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A partire da adesso, ogni volta che sarai in ritardo dovrai chiamarmi.
Από εδώ και στο εξής (or: από εδώ και πέρα) περιμένω να μου τηλεφωνείς όταν πρόκειται να αργήσεις.

από εκείνη την στιγμή και μετά

(letteralmente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo baciò e da quel momento in poi seppe che un giorno sarebbe diventata sua moglie.

σε λιγάκι

avverbio (figurato) (ΗΒ, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ora sto cenando ma ti richiamo tra un attimo.

σε λιγάκι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aspetta, sarò da te tra un minuto!

όταν έρθει ο καιρός, όταν είναι η κατάλληλη στιγμή, με τον καιρό

(formale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A tempo debito ci lasceremo tutto questo alle spalle.

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si sposò a quarant'anni. Fino a quel momento aveva sempre vissuto da solo.
Παντρεύτηκε όταν ήταν 40 ετών. Μέχρι τότε έμενε πάντα μόνος του.

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

οποτεδήποτε, όποτε να'ναι

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Puoi chiamarmi in qualunque momento tu abbia bisogno di parlare.
Κάλεσέ με οποτεδήποτε χρειάζεσαι να μιλήσεις με κάποιον.

σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A un certo punto credevo che ci saremmo persino sposati.

κάποια στιγμή, σε κάποια φάση

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A un certo punto dovremo decidere se conviene o meno perseverare nel progetto.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο.

ακριβώς εκείνη την στιγμή

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Si mise a letto ma, proprio in quel momento, il telefono squillò.

κατά την παράδοση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από μέρα σε μέρα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

τη στιγμή που μιλάμε

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

δεδομένου ότι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È vero, in quanto è stato provato in tribunale.
Αληθεύει, αφού αποδείχτηκε στο δικαστήριο.

οποτεδήποτε

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

για όσο καιρό

congiunzione

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Visto che avevi dato la tua autorizzazione scritta prima, adesso non puoi reclamare.

την στιγμή που

congiunzione

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il telefono squillò proprio mentre stavo entrando nella vasca da bagno.
Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που έμπαινα στην μπανιέρα μου.

δεδομένου ότι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω ρέντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era in un momento fortunato e stava segnando un gol dopo l'altro.

πάνω στην ένταση της στιγμής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La coppia ha perso ogni buon senso nel fervore del momento.

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Bill potrebbe arrivare in qualsiasi momento per portarci all'aeroporto.
Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο.

αυθόρμητα

avverbio (spontaneamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbiamo deciso di andare a Las Vegas su due piedi.
Μας τη βάρεσε και πήγαμε στο Λας Βέγκας.

την τελευταία στιγμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sto pranzando in questo momento.

από την πρώτη στιγμή

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il destino della sua azienda era già segnato, sin dall'inizio.

προς το παρόν, προσωρινά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mia auto si è guastata quindi per il momento vado a lavorare in bicicletta.
Το αυτοκίνητό μου διαλύθηκε, γι' αυτό προσωρινά (or: προς το παρόν) χρησιμοποιώ το ποδήλατό μου.

Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.

(idiomatico: proverbio)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando stavo male hai sicuramente dimostrato il vecchio proverbio: "Un amico si vede nel momento del bisogno".

θα 'ρθει και σένα η σειρά σου

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ήρθε η ώρα, Έφτασε η ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È giunto il momento: dobbiamo fare qualcosa adesso!

όταν φτάνει ο κόμπος στο χτένι

(μεταφορικά)

όταν

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

περίμενε ένα λεπτάκι

(informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aspetta un attimo! Ripeti quello che hai appena detto.

περίμενε ένα λεπτάκι

(informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aspetta solo un minuto, ho quasi finito.

ώπα, σταμάτα, πάψε, μισό λεπτό

interiezione (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aspetta un momento! Mi stai dicendo che sapevi di questa faccenda e non mi hai detto niente?

μισό λεπτό, για μισό λεπτό

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aspetta! Mi stai per caso prendendo in giro?

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του momento στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του momento

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.