Τι σημαίνει το certo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης certo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του certo στο Ιταλικό.

Η λέξη certo στο Ιταλικό σημαίνει βέβαιος, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί, ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά, σίγουρα, σιγουράκι, αρκετά σίγουρος, εννοείται!, φυσικά, βεβαίως, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε, σίγουρος, βέβαιος, όντως, πράγματι, πραγματικά, πεπεισμένος ότι/πως, σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς, συγκεκριμένος, αναμφίβολος, αναμφισβήτητος, σίγουρη επιτυχία, πέραν αμφιβολίας, σίγουρος, μάλιστα, εντάξει, εγγυημένος, τέτοιος, βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως, σίγουρος, εννοείται, δεδομένο, σίγουρος, βέβαιος, σίγουρος, σίγουρος, βέβαιος, εννοείται, εννοείται!, πώς το θες;, είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ, σε τόνο, περίπου, σχεδόν σίγουρος, κατά κάποιον τρόπο, σε κάποιο βαθμό, κατά κάποιο τρόπο, κατά έναν τρόπο, μερικώς, σε κάποιο βαθμό, κατά μία έννοια, σε ένα βαθμό, σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό, σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, κάποια στιγμή, σε κάποια φάση, από τη μία, από μία άποψη, από τη μία... από την άλλη, ως ένα σημείο, στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι, πάω στοίχημα, έχοντας κάποιο κόστος, ασφαλώς, βεβαίως, σίγουρα όχι, φυσικά, σίγουρα, βεβαίως, βέβαια, σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς, Φυσικά, Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι!, Γιατί όχι;, Δεν παίζει!, αυτός που τραγουδά ή απαγγέλλει σε συγκεκριμένο τόνο, ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό, απόλυτο φαβορί, ξέρω με σιγουριά, παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώρα, ξέρω κτ στα σίγουρα, περιγράφω τα πράγματα, παρουσιάζω τα πράγματα, παρουσιάζω τα γεγονότα, σίγουρος, βέβαιος, συγκεκριμένος αριθμός, περίπου, μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό, ω, ναι!, α, ναι!, Κανένα πρόβλημα!, κάποιο ποσό, πεπεισμένος, σίγουρος, προγραμματισμένος, σίγουρος, σίγουρος για κτ, -, κτ είναι σίγουρο, στοιχηματίζω, για πάντα, οι δημοφιλείς, λέω κτ με βεβαιότητα, εγγυώμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης certo

βέβαιος, σίγουρος

aggettivo (αναμφισβήτητος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È certo che merita di essere promosso.
Είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι του αξίζει να πάρει προαγωγή.

βέβαιος, σίγουρος

aggettivo (αναπόφευκτος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono così innamorati; è certo che si sposeranno.
Είναι τόσο ερωτευμένοι, που είναι βέβαιο (or: σίγουρο) ότι θα παντρευτούν.

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sì, sono sicuro che domani pioverà.
Ναι, είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) πως θα βρέξει αύριο.

κάποιοι, ορισμένοι, μερικοί

aggettivo (μόνο πληθυντικός)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Alcuni bambini si sono sentiti male dopo aver mangiato la pizza.
Κάποια παιδιά αρρώστησαν αφού έφαγαν την πίτσα.

ασφαλώς, βεβαίως, φυσικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Certo, puoi andare.
Ασφαλώς, μπορείς να πηγαίνεις.

σίγουρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!"

σιγουράκι

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È certo che Bob vincerà la corsa.

αρκετά σίγουρος

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
La polizia era certa che chiunque avesse ucciso Brown aveva anche assassinato Wilkins.

εννοείται!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quando ho chiesto a Tim se voleva andare sulle montagne russe, mi ha risposto: "Certo!"
Όταν ρώτησα τον Τιμ αν ήθελε να ανέβει στο τρενάκι στο λούνα παρκ, μου απάντησε, "Εννοείται!"

φυσικά, βεβαίως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Certo che puoi uscire per cena!
Φυσικά και μπορείς να βγεις για δείπνο!

σίγουρος, βέβαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono sicuro di aver visto qualcuno passare in giardino.
Είμαι σίγουρος πως είδα κάποιον να τρέχει στον κήπο.

σίγουρα, βέβαια, οπωσδήποτε

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ti aiuto a traslocare? Ma certo!
Αν θα σε βοηθήσω να μετακομίσεις; Σίγουρα!

σίγουρος, βέβαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La polizia ha confermato per certo l'avvistamento del disperso.

όντως, πράγματι, πραγματικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sì, infatti penso di cenare fuori stasera.
Ναι, όντως, σκοπεύω να φάω έξω απόψε.

πεπεισμένος ότι/πως

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'anziana signora è convinta che i membri della sua famiglia le stiano rubando i soldi.
Η ηλικιωμένη κυρία είναι πεπεισμένη ότι μέλη της οικογένειάς της της κλέβουν χρήματα.

σίγουρα, βέβαια, ασφαλώς

(senza dubbio)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il fiore è sicuramente meraviglioso, ma non ha un buon odore.

συγκεκριμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Si può dividere facilmente la tabella in un dato numero di colonne.
Μπορείς εύκολα να χωρίσεις τον πίνακα σε ένα συγκεκριμένο αριθμό στηλών.

αναμφίβολος, αναμφισβήτητος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Se la squadra continua a giocare così bene, è indubbio che vincerà il torneo.

σίγουρη επιτυχία

(informale, figurato)

πέραν αμφιβολίας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
"Oggi è il 12." "Sei sicuro?".
«Σήμερα είναι 12 του μηνός.» «Είσαι σίγουρος;»

μάλιστα, εντάξει

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εγγυημένος

aggettivo (σίγουρος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Se segui questa regola, il successo è assicurato!

τέτοιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La gente così mi dà fastidio.
Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνονται πολύ ενοχλητικοί.

βέβαιος ότι/πως, σίγουρος ότι/πως

aggettivo (sicuro di sé)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Janine è sicura di vincere.
Η Τζανίν είναι βέβαιη ότι θα κερδίσει.

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom era sicuro di voler lasciare il lavoro e cercare una professione diversa.
O Τομ ήταν πολύ σίγουρος για την επιθυμία του να παραιτηθεί απ' τη δουλειά του και να επανεκπαιδευτεί για ένα διαφορετικό επάγγελμα.

εννοείται

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Vuoi andare a vedere un film?" "Certo!"

δεδομένο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È un dato di fatto che sarà in ritardo per il matrimonio.
Είναι δεδομένο ότι θα αργήσει για τον γάμο.

σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La partita di oggi sarà una nostra vittoria sicura.

βέβαιος, σίγουρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I soldati sono sicuri riguardo alla loro missione.

σίγουρος, βέβαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La squadra con i suoi cinque gol ha già una vittoria sicura.

εννοείται

Se voglio un'altra fetta di quel dolce delizioso? Eccome!

εννοείται!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Certamente! Mi piacerebbe una serata di karaoke.
Εννοείται! Θα χαρώ πολύ να έρθω για μια βραδιά καραόκε!

πώς το θες;

interiezione (ironico) (καθομιλουμένη, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si, è così intelligente... proprio!
Ναι, είναι πολύ έξυπνη. Κούνια που σε κούναγε!

είναι σίγουρο ότι κπ θα κάνει κτ, είναι βέβαιο ότι κπ θα κάνει κτ

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa è sicura di passare gli esami; ha studiato molto.

σε τόνο

(suono)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

περίπου

Adriana ha un amico, di un certo tipo, che vede quando gli altri sono impegnati.
Η Αντριάνα έχει μια φίλη, ή περίπου φίλη, με την οποία βρίσκεται όταν οι άλλοι φίλοι της είναι απασχολημένοι.

σχεδόν σίγουρος

aggettivo

Sono quasi certo di avere spento i fornelli, ma forse è il caso di tornare indietro a controllare.

κατά κάποιον τρόπο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
In un certo senso, Aiden meritava la vittoria quanto il suo avversario, ma solo uno può essere il vincitore.
Κατά κάποιον τρόπο ο Έιντεν δικαιούνταν εξίσου τη νίκη με τον αντίπαλό του, αλλά μπορούσαμε να έχουμε μόνο ένα νικητή.

σε κάποιο βαθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono d'accordo con lei fino a un certo punto, ma non del tutto.

κατά κάποιο τρόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά έναν τρόπο

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se ho finito? Diciamo di sì in un certo qual modo.

μερικώς, σε κάποιο βαθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά μία έννοια

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da un certo punto di vista, sì, è carina, ma la verità è che non è proprio bella...

σε ένα βαθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono contento solo in parte con il lavoro che hai fatto.

σε μία συγκεκριμένη φάση, σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A un certo punto credevo che ci saremmo persino sposati.

κάποια στιγμή, σε κάποια φάση

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A un certo punto dovremo decidere se conviene o meno perseverare nel progetto.
Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσουμε εάν αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε το έργο.

από τη μία, από μία άποψη

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da una parte, il cibo del ristorante è ottimo, ma dall'altra i prezzi sono molto alti.
Το εστιατόριο σερβίρει από τη μία έξοχο φαγητό, αλλά από την άλλη είναι πολύ ακριβό.

από τη μία... από την άλλη

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Da una parte, volare a Manchester è più veloce; dall'altra, è più costoso rispetto al treno.
Από τη μία θα ήταν πιο γρήγορο να πετάξουμε στο Μάντσεστερ, από την άλλη θα ήταν πιο ακριβό από το τρένο.

ως ένα σημείο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il film mi è piaciuto fino a un certo punto, però la violenza gratuita me lo ha rovinato.

στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi star certo che Maria dirà al professore quello che abbiamo fatto.

πάω στοίχημα

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχοντας κάποιο κόστος

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασφαλώς, βεβαίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σίγουρα όχι

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Mi presteresti la macchina?" "No di certo!"

φυσικά

interiezione (καθομιλουμένη)

A: "Mi puoi prestare una penna?" B: "Certo!"

σίγουρα, βεβαίως, βέβαια

interiezione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quest'operazione allevierà il tuo dolore all'addome, puoi starne certo!

σίγουρα, οπωσδήποτε, ασφαλώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
«Θα μπορούσες να μου μετακινήσεις αυτές τις καρέκλες και τα τραπέζια, σε παρακαλώ;» «Σίγουρα (or: Ασφαλώς)!

Φυσικά

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ma certo, hai ragione!

Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι!

interiezione (εμφατικός τύπος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Baceresti un rospo?", le chiese. "Certo che no!" rispose lei.

Γιατί όχι;

interiezione (σε πρόταση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Fa davvero caldo, ti va un gelato?" chiesi. "Certo che sì", rispose lui.

Δεν παίζει!

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αυτός που τραγουδά ή απαγγέλλει σε συγκεκριμένο τόνο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ορισμένο ποσό, συγκεκριμένο ποσό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόλυτο φαβορί

sostantivo maschile

Considerando che gli altri candidati sono del tutto improponibili, Samantha è senz'altro la vincitrice annunciata.

ξέρω με σιγουριά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Finché non lo sapremo per certo, penso sia meglio essere solo pazienti.

παίρνω λίγο χρόνο, παίρνω λίγη ώρα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξέρω κτ στα σίγουρα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
So per certo che l'anno scorso lei ha guadagnato più di un milione di dollari.

περιγράφω τα πράγματα, παρουσιάζω τα πράγματα, παρουσιάζω τα γεγονότα

(descrivere, comunicare [qlcs] in un modo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sam l'ha messa in termini molto diversi.

σίγουρος, βέβαιος

aggettivo (ότι/πως)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sono sicuro di aver spento il fornello.
Είμαι σίγουρος (or: βέβαιος) ότι έσβησα την κουζίνα.

συγκεκριμένος αριθμός

(quantità indefinita ma limitata)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un ristorante ha un determinato numero di tavoli disponibili.
Ένα εστιατόριο έχει μόνο συγκεκριμένο αριθμό τραπεζιών διαθέσιμα κάθε δεδομένη στιγμή.

περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"È il tuo ragazzo?" "In un certo senso. È complicato".
«Είναι το αγόρι σου;» «Περίπου, είναι λίγο περίπλοκο.»

μέχρις αυτού, σε περιορισμένο βαθμό

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La strada è chiusa, perciò si può andare avanti solo fino a un certo punto e poi bisogna fare inversione.

ω, ναι!, α, ναι!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sì, così va proprio bene! Se mi piace la cioccolata? Certo che sì!

Κανένα πρόβλημα!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Questa radio non funziona, voglio essere rimborsato! Certamente, non c'è problema!
Το ραδιόφωνο δεν λειτουργεί, θέλω τα χρήματά μου πίσω! Βεβαίως κύριε, κανένα πρόβλημα!

κάποιο ποσό

(αόριστο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo aver messo una certa quantità di zucchero nella ciotola ha iniziato a mescolare il composto.

πεπεισμένος

(για κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sono convinto dell'innocenza di quest'uomo.

σίγουρος

aggettivo (για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rispondi solo se sei certo della risposta.
Απαντήστε μόνο, εάν είστε σίγουροι για την απάντηση.

προγραμματισμένος

locuzione aggettivale (figurato: personalità, opinioni) (μεταφορικά)

(μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.)
Per alcuni è facile perdonare, ma io non sono fatto così.

σίγουρος

aggettivo (για κτ ή για τον εαυτό μου)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'atleta era sicuro delle sue capacità.
Ο αθλητής ήταν σίγουρος για τις ικανότητες του.

σίγουρος για κτ

aggettivo

Se studi sodo, puoi esser certo che supererai l'esame.
Αν μελετήσεις σκληρά, μπορείς να είσαι σίγουρος για την επιτυχία σου στο διαγώνισμα.

-

locuzione avverbiale (contraddice una negativa) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Certo che ci vado!
Και εγώ θα πάω!

κτ είναι σίγουρο

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si è sempre certi di ricevere un caloroso benvenuto in questo albergo.
Σε αυτό το ξενοδοχείο είναι σίγουρο ότι θα σε καλωσορίσουν θερμά.

στοιχηματίζω

(μεταφορικά: για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

για πάντα

(specifico: lungo) (ειρωνικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Το αφεντικό δεν θα περιμένει για πάντα, κουνήσου!

οι δημοφιλείς

(gente distinta, importante)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω κτ με βεβαιότητα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγγυώμαι

(κτ ή ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È venerdì pomeriggio e vedo che Adam se ne è andato di nuovo presto, sono sicuro che è al pub.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του certo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.