Τι σημαίνει το lato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lato στο Ιταλικό.
Η λέξη lato στο Ιταλικό σημαίνει πλευρά, πλευρά, πλευρά, πλευρά, όψη, πλάι, πλαϊνό μέρος, μεριά, πλευρά, σκέλος, πλευρά, άποψη, διάσταση, πλευρά, πλαϊνός, κατά πλάτος, πισινός, από το πλάι, από τη μία μεριά, αρνητικό, που γίνεται αποδέκτης, στην άκρη, στο πλάι, ακριβώς απέναντι, από το ένα άκρο στο άλλο, δίπλα, δίπλα, στα δεξιά, το θετικό του πράγματος είναι πως..., περικυκλωμένος απ' όλες τις πλευρές, μπροστινό μέρος, μειονέκτημα, ελάττωμα, μειονέκτημα, πλεονέκτημα, το κάτω μέρος, πλευρά οχήματος προς το κράσπεδο, θέση δίπλα στον διάδρομο, η θετική πλευρά, ευχάριστη νότα, η πιο κοντινή πλευρά, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, εξωτερική στρώση, εξωτερική πλευρά, δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά, θετική πλευρά, πλευρά εκτός οπτικού πεδίου, ευρεία έννοια, εξοπλισμός στο χώρο του πελάτη, κρυφή πτυχή, θετική πλευρά, δεξιά πλευρά, πρώτη πλευρά, δεύτερη πλευρά, αριστερός, δεξιά πλευρά, λάθος πλευρά, η άλλη πλευρά, κατά μήκος, βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων, έχω κάποιο κόστος, έχω κόστος, απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα, παραμερίζω, στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο δρόμο, προσήνεμος, δίπλα στην αρένα, στο ρίνγκ, προς τη μία πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά, άγνωστη πλευρά, αριστερή πλευρά, η πλευρά που είναι στον ήλιο, βορινή πλευρά, σωστή μεριά, σωστή πλευρά, άλλη όψη, άλλη πλευρά, η πλευρά προς τη στεριά, παραμερίζω, μετακινώ, κρυφή πλευρά, η πλευρά προς τη γη, η άλλη άκρη, τα δεξιά, εσωτερικός, από την πλευρά του κρασπέδου, από την άλλη, μπροστά, μπροστινό μέρος, κάτω μέρος, το αρσενικό στοιχείο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lato
πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devi pitturare tutti i lati della scatola. Πρέπει να βάψεις το κουτί από όλες τις μεριές. |
πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gira il foglio dall'altro lato. Γύρνα το χαρτί από την άλλη μεριά. |
πλευράsostantivo maschile (geometria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un quadrato ha quattro lati. Το τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές. |
πλευρά, όψη(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vide un lato di lui che non aveva mai visto prima. |
πλάιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un buco sul fianco della scatola. Το κουτί έχει μια τρύπα στο πλάι. |
πλαϊνό μέρος
Il cortile della casa è un posto divertente per giocare. |
μεριά, πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Troverà il pulsante di accensione sul lato sinistro. Στο δεξί σας χέρι θα βρείτε τον διακόπτη ενεργοποίησης/απενεργοποίησης. |
σκέλος(geometria) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I cateti di un triangolo rettangolo sono più corti dell'ipotenusa. |
πλευρά, άποψη, διάστασηsostantivo maschile (χαρακτηριστικό, στοιχείο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il solo aspetto della vita in città che Bob detestava era il rumore. Η μόνη πλευρά της ζωής στην πόλη που μισούσε ο Μπομπ, ήταν ο θόρυβος. |
πλευράsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'edera è cresciuta sul fianco dell'edificio. Ο κισσός μεγάλωνε στη μια πλευρά του κτιρίου. |
πλαϊνόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giocatore ha calciato di lato. |
κατά πλάτος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πισινός(colloquiale: natiche) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
από το πλάι, από τη μία μεριά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Helen ha dato lateralmente un'occhiata alla ragazza vicino a lei. |
αρνητικό(μειονέκτημα) Quali sono gli svantaggi se scegliamo il piano B? Ποια είναι τα αρνητικά αν επιλέξουμε το σχέδιο Β; |
που γίνεται αποδέκτης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στην άκρη, στο πλάιlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Spostati a lato e lascia passare il cameriere. Κάνε πιο πέρα κι άφησε τον σερβιτόρο να περάσει. |
ακριβώς απέναντι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I miei suoceri si sono trasferiti proprio di fronte a noi, il che è utile quando abbiamo bisogno di lasciare i bambini a qualcuno. |
από το ένα άκρο στο άλλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un campo da football americano misura, da un'estremità all'altra, 100 iarde. |
δίπλαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La regina era su una carrozza e le guardie camminavano a lato. Η βασίλισσα πήγαινε σε μια άμαξα και οι φρουροί περπατούσαν δίπλα. |
δίπλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στα δεξιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le automobili britanniche e giapponesi hanno il posto guida sulla destra. Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά. |
το θετικό του πράγματος είναι πως...
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περικυκλωμένος απ' όλες τις πλευρέςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μπροστινό μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un graffio sul davanti della TV? Υπάρχει γρατζουνιά στο μπροστινό μέρος της τηλεόρασης; |
μειονέκτημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'unico lato negativo di andare a Parigi in questo periodo dell'anno è che ci saranno lunghe code a ogni attrazione turistica. Το μόνο μειονέκτημα του να πας στο Παρίσι αυτή την εποχή, είναι οι μεγάλες ουρές που θα υπάρχουν σε όλους τους τουριστικούς προορισμούς. |
ελάττωμα, μειονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ποιο είναι το μειονέκτημα της συγκεκριμένης πορείας δράσης; |
πλεονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στο να φοιτά κανείς σε ένα πανεπιστήμιο υψηλού κύρους. |
το κάτω μέρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλευρά οχήματος προς το κράσπεδοsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
θέση δίπλα στον διάδρομοsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Generalmente i posti lato corridoio consentono ai passeggeri di stendere maggiormente le gambe. |
η θετική πλευράsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ogni volta che ero depressa mio nonno mi diceva di guardare al lato positivo della vita. |
ευχάριστη νόταsostantivo maschile È un ottimista nato, trova il lato positivo anche nelle situazioni più difficili. |
η πιο κοντινή πλευράsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βόρειο τμήμα, βόρεια πλευράsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il negozio si trova sul lato nord della piazza. |
εξωτερική στρώση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi serve un giubbotto per l'inverno con un'imbottitura di lana e il lato esterno impermeabile. Finì con l'essere una giornata più calda del previsto, perciò tolsi gli strati esterni che indossavo. |
εξωτερική πλευράsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Negli Stati Uniti si guida sul lato destro della strada, non su quello sinistro.
Sono seduto in chiesa con mia mamma sul lato destro e mia sorella sul lato sinistro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στην Αμερική οδηγούμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, όχι στην αριστερή. |
θετική πλευράsostantivo maschile Poche persone sono venute all'asta di beneficenza ma il lato positivo è stato che abbiamo raccolto 11000 £. Δεν ήρθε πολύς κόσμος στη φιλανθρωπική δημοπρασία, αλλά η θετική πλευρά είναι ότι μαζέψαμε 11.000 λίρες. |
πλευρά εκτός οπτικού πεδίουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ευρεία έννοιαsostantivo maschile |
εξοπλισμός στο χώρο του πελάτη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κρυφή πτυχήsostantivo maschile Il lato oscuro della droga è il fatto di distruggere le famiglie. |
θετική πλευράsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δεξιά πλευράsostantivo maschile |
πρώτη πλευράsostantivo maschile (musica) |
δεύτερη πλευράsostantivo maschile (musica) |
αριστερόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεξιά πλευράsostantivo maschile |
λάθος πλευρά
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η άλλη πλευράsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατά μήκος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Είχε κρεμάσει μικροσκοπικά φωτάκια κατά μήκος της αυλής για το πάρτυ. |
βλέπω τη θετική πλευρά, βλέπω τη θετική πλευρά των πραγμάτων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Guardando sempre il lato positivo delle cose sarai una persona molto più felice. |
έχω κάποιο κόστος, έχω κόστος(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le rockstar scoprono che il successo e il denaro hanno un prezzo da pagare. |
απολαμβάνω τις μικρές χαρές, απολαμβάνω τα απλά πράγματα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμερίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli operai hanno spinto al lato della strada la vecchia auto guasta. |
στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο δρόμο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσήνεμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lato sopravento dell'isola è più piovoso delle altre zone. |
δίπλα στην αρένα, στο ρίνγκlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καθήσαμε δίπλα στο ρινγκ, είδαμε το ματς από πολύ κοντά. |
προς τη μία πλευρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le macchina si sono messe tutte da una parte della strada per far passare l'ambulanza. |
βλέπω τη θετική πλευράinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Guarda il lato positivo: se non hai nulla non hai nulla da perdere! Δες τη θετική πλευρά: εάν δεν έχεις τίποτα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις! |
άγνωστη πλευρά(figurato) Il documentario racconta lo squallido rovescio della medaglia dell'industria delle scommesse. |
αριστερή πλευράsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η πλευρά που είναι στον ήλιοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il lato della strada al sole è ovviamente sempre il più caldo. |
βορινή πλευράsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σωστή μεριά, σωστή πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hai steso il tappeto con il lato giusto verso il pavimento! |
άλλη όψη, άλλη πλευρά(figurato) (μεταφορικά) L'altra faccia della medaglia è che questo prodotto consuma molta elettricità. |
η πλευρά προς τη στεριά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραμερίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'anziano signore ha spostato il carretto che si trovava sul marciapiede. |
μετακινώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κρυφή πλευρά(figurato) |
η πλευρά προς τη γη(di un aratro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η άλλη άκρη
|
τα δεξιά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Στρίψε προς τα δεξιά στη γωνία. |
εσωτερικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La macchina sul lato interno è in testa. Το αμάξι στην εσωτερική προπορεύεται. |
από την πλευρά του κρασπέδουlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il conducente aprì il finestrino dalla parte del marciapiede e chiese informazioni a un passante. Ο οδηγός άνοιξε το παράθυρό του και ζήτησε οδηγίες από έναν περαστικό. |
από την άλληlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπροστάsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cosa c'è scritto sul davanti della maglietta? |
μπροστινό μέρος
La cassetta della posta è quasi sempre sul lato strada della proprietà. |
κάτω μέρος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Anton girò la pietra e guardò la parte di sotto. |
το αρσενικό στοιχείοsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il guru ha parlato del lato maschile e di quello femminile che coesistono in ognuno di noi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του lato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.