Τι σημαίνει το se στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης se στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του se στο Ιταλικό.
Η λέξη se στο Ιταλικό σημαίνει αν, εάν, άμα, εφόσον, αν, εάν, αν, εάν, άμα, εφόσον, αν, εάν, αφού, αν, εάν, ενώ, αχ και, αδιευκρίνιστος, -, όταν, ΝΑ, σελήνιο, εαυτός, εαυτός, τον εαυτό τους, εαυτός, εαυτός, τον εαυτό του, λες και, σαν να, σάμπως να, ο εαυτός μου, μαινόμενος, φρενιασμένος, εξοργισμένος, θυμωμένος, εξοργισμένος, ενδόμυχα, κρυφά, αλλιώς, διαφορετικά, αν και, αυτοπεποίθηση, αυτοπυρπολισμός, φαντασμένος, ξιπασμένος, αυτοέλεγχος, εγωισμός, αυτοσεβασμός, κουβαλάω, κουβαλώ, αν δεν ήταν, αν δεν υπήρχε, μονοπωλώ, αλαζόνας, υπερόπτης, ενδοσκοπικός, αλλιώς, ή, εν τοιαύτη περιπτώσει, αν χρειαστεί, καθαυτού, καθαυτό, σίγουρος, αβέβαιος, αλαζόνας, επιφυλακτικός, έξαλλος, με το τσουβάλι, ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μου, που έχει αυτοπεποίθηση, ιδιοτελής, που έχει αυτοπεποίθηση, ψωνισμένος, στον έβδομο ουρανό, που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση, μάγκας, ανοιχτός προς συζήτηση, ενθουσιασμένος, σνομπ, που αφήνεται στη μοίρα του/της, εγωιστής, που κλείνει αυτόματα, εγωκεντρικός, αυτοσφραγιζόμενος, ξιπασμένος, εγωκεντρικός, χωρίς, δίχως, αν όλα πάνε καλά, ψυχή τε και σώματι, και αν, αν χρειαστεί, αν θέλεις, στην ανάγκη, από μόνος μου, από μόνο του, ακριβώς μπροστά, επιπλέον, για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινής, μόνο αν είναι απαραίτητο, στην καλύτερη περίπτωση, αν ναι, όπως θέλεις, όπως νομίζεις, όπως καταλαβαίνεις, Θεού θέλοντος, με άλλα λόγια, αν το επιτρέψει ο χρόνος, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά, αν σε παρηγορεί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης se
αν, εάν, άμα, εφόσονcongiunzione (σε περίπτωση που) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Se l'affermazione è vera dovremo accettarne la conclusione. Αν αυτή η δήλωση είναι ακριβής, τότε πρέπει να αποδεχτούμε το συμπέρασμα. |
αν, εάνcongiunzione (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Non sappiamo se pioverà. Δεν είμαστε σίγουροι ότι θα βρέξει. |
αν, εάν, άμα, εφόσονcongiunzione (με την προϋπόθεση ότι) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Comprerò la macchina solo se prima sistemeranno i freni. Θα αγοράσω το αυτοκίνητο μόνο αν φτιάξουν πρώτα τα φρένα. |
αν, εάν, αφούcongiunzione (αν υποθέσουμε ότι) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Se guidi così bene come spieghi l'incidente dell'anno scorso? Αν είσαι τόσο καλός οδηγός, πώς εξηγείς το ατύχημα που είχες πέρσι; |
αν, εάνcongiunzione (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Sai se verrà alla festa? Ξέρεις αν θα έρθει στο πάρτι; |
ενώ
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Che ci fai a Madrid se dovevi essere a Parigi? Τι κάνεις στη Μαδρίτη όταν υποτίθεται ότι είσαι στο Παρίσι; |
αχ καιcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se solo avessi saputo! Μακάρι να το ήξερα! |
αδιευκρίνιστοςsostantivo maschile (forse) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La decisione di Smith di candidarsi alle elezioni è un grosso se. Το αν θα κατέβει στις εκλογές ο Σμιθ παραμένει αδιευκρίνιστο. |
-sostantivo maschile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Non sono ammessi se o ma! Δεν έχει μα και μου! |
όταν
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Quando piove si ferma tutto il traffico. Όταν βρέχει, η κυκλοφορία σταματάει. |
ΝΑabbreviazione maschile (sud-est) (σντμ: νοτιοανατολικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tim segnò SE sulla cartina. |
σελήνιοabbreviazione (χημεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εαυτόςpronome (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Aveva la febbre e non si sentiva in sé. |
εαυτός(ταυτότητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) È tornata alla sua vecchia personalità. Είναι πάλι ο παλιός εαυτός της. |
τον εαυτό τους(pronome atono) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si sono serviti dal buffet. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτοτραυματίστηκαν στην προσπάθειά τους να διαφύγουν τη σύλληψη. |
εαυτός(atono) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) È caduta e si è fatta male. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στα τελευταία στάδια της αρρώστιας της κατέληξε να μιλάει στον εαυτό της. |
εαυτός(identità, essere) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha mostrato il suo vero io con quell'atto di coraggio. Έδειξε τον πραγματικό του εαυτό με αυτήν τη γενναία πράξη. |
τον εαυτό του(pronome atono) (άντρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nessuno si può considerare perfetto. |
λες και, σαν να, σάμπως να
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Jeff barcollava lungo il vialetto come se fosse ubriaco. Ο Τζεφ παραπατούσε στον δρόμο, λες και (or: σαν να) ήταν μεθυσμένος. |
ο εαυτός μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ieri era veramente arrabbiato, ma oggi è di nuovo se stesso. Ήταν πραγματικά θυμωμένος χτες, αλλά σήμερα είναι ο εαυτός του πάλι. |
μαινόμενος, φρενιασμένος, εξοργισμένος, θυμωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il giudice furioso rigettò la domanda di un ulteriore rinvio presentata dall'avvocato. |
εξοργισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ενδόμυχα, κρυφά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αλλιώς, διαφορετικά(oppure, diversamente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dovremmo andare al cinema, altrimenti resteremo a casa tutta la sera. Πρέπει να πάμε σινεμά, αλλιώς (or: διαφορετικά) θα μείνουμε σπίτι όλη τη νύχτα. |
αν και
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) I fiori sono meravigliosi, sebbene non appropriati per questo evento. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φέρθηκε αντιεπαγγελματικά. Παρ' όλ' αυτά συνέχισε να έχει πελάτες. |
αυτοπεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sicurezza ha aiutato l'uomo d'affari ad avere successo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αυτοπεποίθησή του τον βοήθησε να πετύχει. |
αυτοπυρπολισμός(di persona che si dà fuoco) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φαντασμένος, ξιπασμένοςaggettivo (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυτοέλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'avvocato nel controinterrogatorio ha dimostrato di avere autocontrollo. Ο μάρτυρας έδειξε αυτοέλεγχο στην κατ' αντιπαράσταση εξέταση. |
εγωισμός(formale, figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτοσεβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κουβαλάω, κουβαλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αν δεν ήταν, αν δεν υπήρχε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Αν δεν ήταν το καθησυχαστικό χαμόγελό του, εκείνη θα είχε φοβηθεί να μιλήσει. |
μονοπωλώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Piantala di monopolizzare il computer, se no dico alla mamma che cosa stai facendo su internet! Σταμάτα να κάνεις κατάληψη στον υπολογιστή αλλιώς θα πω στη μαμά τι κάνεις στο ίντερνετ! |
αλαζόνας, υπερόπτης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Owen è presuntuoso ed è difficile parlarci. Ο Όουεν είναι υπερόπτης και είναι δύσκολο να του μιλήσει κανείς. |
ενδοσκοπικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλλιώς(diversamente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ti sta bene il rosso? Altrimenti posso darti solo il blu. Σου κάνει το κόκκινο; Αλλιώς μπορώ να σου προσφέρω μόνο το μπλε. |
ή
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Dì qualcosa di utile, altrimenti taci. Πες κάτι χρήσιμο ή μείνε σιωπηλός. |
εν τοιαύτη περιπτώσει(λογοτεχνικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non penso che menta con te, ma se così fosse non dovresti credergli più. |
αν χρειαστεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non preoccuparti, in caso di necessità noleggio una macchina e ti accompagno all'aeroporto. |
καθαυτού, καθαυτόavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non è certo il miglior lavoro al mondo, di per sé, ma ha molti benefici. |
σίγουροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'atteggiamento sicuro del leader ha tranquillizzato il popolo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο σίγουρος τρόπος του αρχηγού καθησύχασε τον κόσμο. |
αβέβαιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non è sicuro di riuscire a venire con noi. |
αλαζόνας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il nostro insegnante di storia era un individuo snob e presuntuoso. |
επιφυλακτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έξαλλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando mi hanno rubato l'anello ero fuori di me. Η βλακεία του με έκανε να τα πάρω άσχημα. |
με το τσουβάλι(informale) (μεταφορικά) Di giovani aspiranti attrici ce n'è a bizzeffe a Hollywood. Στο Χόλιγουντ, βρίσκεις νέους φιλόδοξους ηθοποιούς με το τσουβάλι. |
ευχαριστημένος με τον εαυτό μου, ικανοποιημένος με τον εαυτό μουlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Era molto soddisfatta di se stessa perché ha superato l'esame di guida al primo tentativo. |
που έχει αυτοπεποίθησηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ιδιοτελήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'atteggiamento egoistico di Mary l'ha fatta avanzare nella carriera |
που έχει αυτοπεποίθησηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice non è abbastanza sicura di sé per chiedere una promozione. |
ψωνισμένοςaggettivo (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Era davvero piena di sé: pensava di essere meglio di chiunque altro. Ήταν μεγάλο ψώνιο, θεωρούσε ότι είναι καλύτεροι από όλους τους άλλους. |
στον έβδομο ουρανόlocuzione aggettivale (figurato) (μεταφορικά: είμαι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lisa era fuori di sé dalla gioia nel sapere che sarebbe diventata nonna. |
που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωσηaggettivo (πιο επιστημονικός όρος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La consapevolezza di sé è importante se si vogliono correggere i propri difetti. |
μάγκας(colloquiale: pieno di sé) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ανοιχτός προς συζήτηση(idiomatico) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
ενθουσιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La folla in delirio gridava e strepitava. |
σνομπlocuzione aggettivale (colloquiale) (καθομιλουμένη) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
που αφήνεται στη μοίρα του/τηςlocuzione aggettivale (αρνητικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγωιστής
(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
που κλείνει αυτόματαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγωκεντρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυτοσφραγιζόμενος(senza bisogno di colla, ecc.) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξιπασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
εγωκεντρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς, δίχως(con negazione) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non avremmo mai vinto se non fosse stato per il tuo aiuto. |
αν όλα πάνε καλά(idiomatico) (ελπίζουμε ότι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se tutto va bene, supererà gli esami. Καλώς εχόντων των πραγμάτων (or: Θεού θέλοντος), θα περάσει τις εξετάσεις του. |
ψυχή τε και σώματιlocuzione avverbiale (καθαρεύουσα, λόγιος) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Miranda ha dato tutta se stessa nella sua esibizione di canto. Η Μιράντα αφιερώθηκε με όλο της το είναι στην εκτέλεση του τραγουδιού. |
και ανcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In questa parte del paese, se proprio nevica, lo fa solo per qualche giorno all'anno. Σε αυτό το τμήμα της χώρας χιονίζει μόνο λίγες ημέρες το χρόνο, και αν. |
αν χρειαστεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Posso rimanere fino a tardi, se necessario. |
αν θέλεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Possiamo sempre rimandare la riunione a un altra volta, se vuoi, decidi tu. |
στην ανάγκη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In caso di necessità possiamo farci stare un'altra persona in macchina. |
από μόνος μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il museo Guggenheim è di per sé un motivo per visitare Bilbao. Το μουσείο Γκούγκενχαϊμ αυτό καθεαυτό αποτελεί από λόγο να επισκεφθεί κανείς το Μπιλμπάο. |
από μόνο του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il livido se ne andrà da solo. Η μελανιά θα φύγει από μόνη της. |
ακριβώς μπροστάaggettivo (ΗΠΑ,αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non puoi mancare il bersaglio, è dritto davanti a te! |
επιπλέονavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) So che non gli piacciono le sue canzoni e, del resto, neanche a me fanno impazzire. Ξέρω ότι δεν της αρέσει η μουσική του. Επιπλέον, ούτε κι εμένα μ' αρέσει. |
για να πω την αλήθεια, για να είμαι ειλικρινήςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per essere sinceri, quel tipo non mi piace: è troppo arrogante. |
μόνο αν είναι απαραίτητο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην καλύτερη περίπτωση(informale: nel migliore dei casi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sarà pronto prima di domani, se va bene. Στην καλύτερη περίπτωση θα είναι έτοιμο αύριο. |
αν ναι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stai andando a comprare? Se sì, posso venire con te? Πας για ψώνια; Αν ναι, μπορώ να έρθω μαζί σου; |
όπως θέλεις, όπως νομίζεις, όπως καταλαβαίνεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Posso prestarti dei soldi se vuoi. |
Θεού θέλοντοςinteriezione (καθαρεύουσα, λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με άλλα λόγια(per così dire) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αν το επιτρέψει ο χρόνος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αν σε παρηγορεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του se στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του se
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.