Τι σημαίνει το saltare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης saltare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του saltare στο Ιταλικό.
Η λέξη saltare στο Ιταλικό σημαίνει αποτυγχάνω, πετάγομαι, παραλείπω, περνάω, περνώ, πηδώ, πηδάω, πηδάω πάνω από κτ, πηδάω, πηδώ, τρώω, παραλείπω, πηδάω, προσπερνάω, παραλείπω, αγνοώ, αντιπαρέρχομαι, πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώ, αποφεύγω, κάνω κοπάνα από κτ, πηδάω, πηδώ, πηδώ, πηδάω, κόβομαι, πέφτω, υπερπηδάω, αλτικός, χοροπηδάω, πηδάω πάνω από κτ/κπ, σοτάρω, κατεβαίνω από, ξεπεζεύω, πετάγομαι, ξεπερνάω, ξεπερνώ, υπερπηδάω, ξεπηδώ από κτ, υπερπηδάω, πηδάω, πηδώ, καίγομαι, πηδάω, χοροπηδάω, κάνω κοπάνα, καίγομαι, κόβομαι, σε σύγκρουση, μαζεύομαι, ζαρώνω, εκρήγνυμαι, χυμώ, πηδάω, πηδώ, παραβλέπω, χοροπηδάω, χοροπηδώ, πηδάω, πηδώ, παραλείπω, εκρήγνυμαι, κάνω σκοινάκι, ανατινάζω, άλμα, μπαίνω, παίρνω, πυροδοτώ, προκύπτω, παρουσιάζομαι, αν τυχόν, σκοινάκι, αναπήδηση με pogo stick, αναπήδηση με μπαστούνι, stir-fry, stir fry, στιρ φράι, βγάζω βιαστικά συμπεράσματα, τινάζω τη μπάνκα στον αέρα, χώνομαι μπροστά από, καίγεται μια ασφάλεια, χορεύω στα γόνατα, βιάζομαι να συμπεράνω ότι/πως, χοροπηδάω, χοροπηδώ, προσπερνώ την ουρά, σηκώνομαι, ξεπηδώ, ξεπροβάλλω, πηδάω στην άκρη, μπαίνω σε κτ, πηδάω από κτ, πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτ, πηδώ στην άλλη μεριά, εμφανίζομαι, ανακύπτω, μπαίνω μέσα, βγαίνω/κατεβαίνω από όχημα, χοροπηδάω, ξεχωρίζω, χώνομαι στην ουρά, νταχτιριντίζω, ταχταρίζω, τηγανίζω κτ με λίγο λάδι, δεν τρώω μεσημεριανό, πηδώ, απομακρύνω βίαια, εμφανίζομαι, χοροπηδώ, ξεπετάγομαι, ορμώ σε κπ/κτ, πετάγομαι, αφηγούμαι χωρίς ειρμό, προβάλλω, ξεπροβάλλω, προκύπτω, βρίσκομαι, εμφανίζομαι, πετάγομαι από κτ, ανατινάζω με δυναμίτη, κόβω, κάνω σκοινάκι, ανεβαίνω, χοροπηδώ, το να ξεχνώ τα λόγια μου, τηγανίζω, θύμα έκρηξης, πυροβολώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης saltare
αποτυγχάνω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Secondo me l'accordo sarebbe stato molto vantaggioso per la mia attività, ma è saltato all'ultimo minuto. Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή. |
πετάγομαι(figurato: reagire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È saltato dalla sedia quando si è reso conto che non poteva vedere il bambino. Πετάχτηκε από την καρέκλα του όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να δει το μωρό. |
παραλείπω(evitare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il mio consiglio è di saltare il secondo e di lasciare spazio al pesce. ΝΕW: Βιαζόμουν το πρωί, γι' αυτό παρέλειψα το πρόγευμα. |
περνάω, περνώ(figurato: passare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Saltava da un lavoro all'altro. Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη. |
πηδώ, πηδάωverbo transitivo o transitivo pronominale (passare oltre) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha saltato tre capitoli del libro. Άφησε τρία κεφάλαια του βιβλίου. |
πηδάω πάνω από κτ(passare oltre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha saltato la pozzanghera per non bagnarsi le scarpe. Πήδηξε πάνω από τη λακκούβα για να μη βρέξει τα παπούτσια του. |
πηδάω, πηδώverbo intransitivo (κίνηση) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Saltellava su e giù per scaldare il corpo. Πηδούσε πάνω κάτω για να ζεσταθεί. |
τρώω(gioco della dama) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Incredibile, ha mangiato tre mie pedine! Ora sto perdendo! |
παραλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sono andato alla riunione perché avevo troppo da fare. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έκανα κοπάνα από το σχολείο, γιατί βαριόμουν. |
πηδάωverbo transitivo o transitivo pronominale (un anno di scuola) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I miei genitori non avrebbero permesso al loro figlio di perdere il terzo anno. Οι γονείς μου δεν θα άφηναν το παιδί τους να πηδήξει την τρίτη τάξη. |
προσπερνάω, παραλείπω, αγνοώ, αντιπαρέρχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leggi il capitolo 2 e 4 ma tralascia il 3. |
πηδώ, αναπηδώ, χοροπηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποφεύγωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi ha detto che oggi avrebbe saltato l'esame. |
κάνω κοπάνα από κτ(scuola, lavoro) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Έκανα κοπάνα από το σχολείο με τους φίλους μου για να πάμε στο εμπορικό κέντρο. |
πηδάω, πηδώverbo intransitivo (animale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il coniglio è saltato via prima che Casey potesse fotografarlo. Το κουνέλι πηδούσε και μύριζε ένα γύρο στην περίφραξή του. |
πηδώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim ha saltato la staccionata e in un attimo fu nel cortile del suo vicino. |
πηδάωverbo transitivo o transitivo pronominale (quiz: non rispondere) (καθομ, μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il concorrente del quiz saltò due domande. Ο συμμετέχων στον παιχνίδι γνώσεων δεν απάντησε σε δύο ερωτήσεις. |
κόβομαιverbo intransitivo (luce, energia) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La luce saltò all'improvviso e ci ritrovammo al buio. Κόπηκε το ρεύμα ξαφνικά και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι. |
πέφτωverbo intransitivo (corrente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando ho girato l'interruttore della luce è saltata la corrente. |
υπερπηδάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I corridori hanno saltato gli ostacoli. |
αλτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χοροπηδάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hailey ha iniziato a urlare e saltellare dopo aver messo il piede su qualcosa di appuntito. Η Χέιλι έβγαλε μια φωνή και χοροπήδησε όταν πάτησε κάτι αιχμηρό. |
πηδάω πάνω από κτ/κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Scappando dalla polizia, il criminale ha scavalcato il recinto. |
σοτάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jessica ha rosolato pollo e broccoli per cena. |
κατεβαίνω από, ξεπεζεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La mia nipotina si è sbucciata un ginocchio mentre saltava giù da un muretto. |
πετάγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dalla scatola salterà fuori un clown. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ένας κλόουν θα πεταχτεί (or: τιναχτεί) μέσα από το κουτί. |
ξεπερνάω, ξεπερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ostacoli, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπερπηδάωverbo transitivo o transitivo pronominale (un ostacolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jaime ha saltato lo steccato ed è corso via. Ο Χαΐμ πήδηξε πάνω από τον φράκτη και έφυγε τρέχοντας. |
ξεπηδώ από κτverbo intransitivo La rana salta dalla foglia di ninfea. |
υπερπηδάωverbo transitivo o transitivo pronominale (un ostacolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzo saltò la siepe e fuggì dall'agricoltore infuriato. |
πηδάω, πηδώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con un balzo solo Adam scavalcò il cancello. Μονάχα με ένα άλμα, ο Άνταμ πήδησε την πύλη. |
καίγομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lo sbalzo di corrente ha fatto saltare il fusibile |
πηδάω, χοροπηδάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cucciolo corre e salta nel campo. |
κάνω κοπάναverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Convinse i fratelli a saltare la scuola con lei. |
καίγομαι(bruciando) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La candela si è consumata completamente. Το κερί κάηκε εντελώς. |
κόβομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σε σύγκρουση(figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I progetti di matrimonio della coppia andarono all'aria quando fu cancellata la data del luogo del ricevimento. |
μαζεύομαι, ζαρώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom sobbalzò quando Peter urlò all'improvviso. Ο Τομ μόρφασε όταν ο Πήτερ φώναξε ξαφνικά . |
εκρήγνυμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La bomba è esplosa con un gran botto. Η βόμβα εξερράγη μ' έναν δυνατό κρότο. |
χυμώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηδάω, πηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anche se Mary aveva lavorato come manager in quel dipartimento è stata scavalcata per la promozione. Παρόλο που η Μέρι είχε δουλέψει ως μάνατζερ στο τμήμα την παρέβλεψαν για την προαγωγή. |
χοροπηδάω, χοροπηδώ(per l'impazienza o eccitazione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Avresti dovuto vederla, era così felice che faceva i salti. |
πηδάω, πηδώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cavallo ha superato con un salto la barriera ed è corso via. Το άλογο πήδηξε το φράγμα και δραπέτευσε. |
παραλείπω(pagamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Purtroppo ha omesso di effettuare gli ultimi cinque pagamenti e ora è in pesante arretrato. Δυστυχώς δεν τακτοποίησες τις πέντε τελευταίες πληρωμές και είσαι καταχρεωμένος. |
εκρήγνυμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω σκοινάκιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I bambini saltarono la corda e giocarono a campana sul campetto. Τα παιδιά έκαναν σκοινάκι κι έπαιζαν κουτσό στην παιδική χαρά. |
ανατινάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno fatto esplodere il deposito di munizioni dei nemici. Ανατίναξαν την αποθήκη πυρομαχικών του εχθρού. |
άλμαsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questa stazione sciistica ha molti ostacoli pericolosi da saltare. |
μπαίνω, παίρνω(su un veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono saltato sul treno che andava a sud. |
πυροδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προκύπτω, παρουσιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Purtroppo è sorto un problema e non potrò partecipare all'incontro di questo pomeriggio. |
αν τυχόνverbo transitivo o transitivo pronominale (imprevisto) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκοινάκιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La corda per saltare era uno dei miei giocattoli preferiti quando ero bambina. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα μικρά κορίτσια έπαιζαν με ένα σκοινάκι. |
αναπήδηση με pogo stick, αναπήδηση με μπαστούνιverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
stir-fry, stir fry, στιρ φράιverbo transitivo o transitivo pronominale (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Quel ristorante fa degli ottimi piatti saltati in padella. |
βγάζω βιαστικά συμπεράσματαverbo intransitivo (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Smettila di saltare alle conclusioni sulla loro relazione, quando a malapena li conosci. |
τινάζω τη μπάνκα στον αέραverbo transitivo o transitivo pronominale A Las Vegas ha avuto una serie talmente fortunata che ha fatto saltare il banco in due casinò! |
χώνομαι μπροστά από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi dà fastidio quando la gente salta la coda. |
καίγεται μια ασφάλειαverbo transitivo o transitivo pronominale (elettricità, informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χορεύω στα γόναταverbo transitivo o transitivo pronominale (μωρό ή παιδί) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βιάζομαι να συμπεράνω ότι/πως
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χοροπηδάω, χοροπηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προσπερνώ την ουρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σηκώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Saltò su e mi prese per mano. |
ξεπηδώ, ξεπροβάλλω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηδάω στην άκρηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Saltò via proprio quando l'autobus stava per investirlo. |
μπαίνω σε κτverbo intransitivo (καθομιλουμένη) |
πηδάω από κτverbo intransitivo Gianni era troppo impaurito per saltare giù dal trampolino più alto. Φοβόταν υπερβολικά για να πηδήξει απ' τον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων. |
πηδάω σε κτ, πηδάω πάνω σε κτverbo intransitivo Bambini, per favore non saltate sul letto. |
πηδώ στην άλλη μεριά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εμφανίζομαι, ανακύπτωverbo intransitivo (informale, figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da quando abbiamo installato il nuovo software, sono iniziati a saltare fuori problemi. Όταν εγκαταστήσαμε το νέο λογισμικό άρχισαν να εμφανίζονται (or: να ανακύπτουν) προβλήματα. |
μπαίνω μέσαverbo intransitivo (informale: salire su un veicolo) Stiamo andando in spiaggia. Se vuoi venire, salta su! |
βγαίνω/κατεβαίνω από όχημαverbo intransitivo (informale: scendere da un veicolo) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa è la tua fermata, ragazzo. Salta giù e corri a casa! |
χοροπηδάωverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I bambini sono fuori che saltellano qua e là per il giardino. |
ξεχωρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Salta subito all'occhio. Πραγματικά κάνει μπαμ πάνω σου. |
χώνομαι στην ουρά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Detesto le persone che saltano la coda; sono proprio maleducate. |
νταχτιριντίζω, ταχταρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (bambino) (μωρό: χορεύω στα γόνατα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τηγανίζω κτ με λίγο λάδιverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν τρώω μεσημεριανόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνω βίαια
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Faranno saltare le rocce con la dinamite |
εμφανίζομαιverbo intransitivo (improvvisamente, da un luogo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'assassino sbucò dal suo nascondiglio. |
χοροπηδώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεπετάγομαιverbo intransitivo (κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Saltò fuori dal suo nascondiglio. Ξεπετάχτηκε από την κρυψώνα του. |
ορμώ σε κπ/κτverbo intransitivo Il rapinatore balzò verso Heather e le rubò la borsetta. |
πετάγομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο κόσμος πετάχτηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αύξηση της τιμής του ψωμιού. |
αφηγούμαι χωρίς ειρμόverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La trama salta di palo in frasca senza nessun senso logico. |
προβάλλω, ξεπροβάλλωverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ragazzo era talmente sorpreso che i suoi occhi saltarono fuori dalla testa. Η κοιλιά του ξεπρόβαλε από την μπλούζα του, τα κουμπιά είχαν ανοίξει. |
προκύπτωverbo intransitivo (figurato, informale: succedere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stai attento perché quando hai a che fare con quella pazzoide di Caterina, non si sa mai che cosa può saltare fuori. Ποτέ δεν ξέρεις τι θα προκύψει όταν μιλάς στον τρελο-Φρεντ. |
βρίσκομαι, εμφανίζομαιverbo intransitivo (informale) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non preoccuparti se non trovi più i tuoi occhiali: prima o poi salteranno fuori. Perdo spesso le mie chiavi che di solito sbucano fuori da qualche parte in cucina. Μην ανησυχείς για τα γυαλιά σου, θα βρεθούν. Χάνω συχνά τα κλειδιά μου αλλά συνήθως εμφανίζονται κάπου στην κουζίνα. |
πετάγομαι από κτverbo intransitivo (figurato) (καθομιλουμένη) È saltato fuori da dietro il muro cogliendo di sorpresa tutti quelli che vi erano appoggiati. Εμφανίστηκε ξαφνικά πίσω από τον τοίχο ξαφνιάζοντας όσους έγερναν πάνω του. |
ανατινάζω με δυναμίτηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I prospettori fecero esplodere la montagna per estrarre l'oro. |
κόβωverbo intransitivo (colpendo ripetutamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bob ha tirato via l'edera che copriva la parete. |
κάνω σκοινάκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I pugili si allenano saltando la corda per migliorare il loro ritmo e la resistenza. Οι μποξέρ κάνουν σκοινάκι για να βελτιώσουν την αντοχή και τον ρυθμό τους. |
ανεβαίνω, χοροπηδώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο. |
το να ξεχνώ τα λόγια μου(recitazione: dimenticare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηγανίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non mettere troppo olio quando fai saltare il pollo e i peperoni in padella. |
θύμα έκρηξηςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È uno dei tanti politici fatti saltare in aria dai terroristi l'anno scorso. |
πυροβολώverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'uomo armato ha fatto saltare le cervella alla vittima a una distanza ravvicinata. Ο ένοπλος πυροβόλησε το θύμα από μικρή απόσταση. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του saltare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του saltare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.