Τι σημαίνει το dietro στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dietro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dietro στο Ιταλικό.

Η λέξη dietro στο Ιταλικό σημαίνει πίσω από, πίσω, πίσω μέρος, πίσω από, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πίσω μέρος, πίσω από, πίσω, πίσω, στο πίσω μέρος, -, στην πίσω σελίδα, πίσω μέρος, στο πίσω μέρος, στα νώτα, στο πίσω μέρος, πίσω μέρος, κάτω από, πίσω από, κάτω από, πίσω, μοντάρω, πίσω από, πίσω αυλή, ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου, στηρίζω, στερεώνω, πίσω αυλή, παρασκηνιακός, που μπορεί να βγει με εγγύηση, ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος, παρασκήνιο, στην φυλακή, στα παρασκήνια, στη γωνία, διαδοχικά, στα παρασκήνια, στα παρασκήνια, αναγκαστικά, καταναγκαστικά, με υπόδειξη του, πίσω από την πλάτη κάποιου, στο παρασκήνιο, υπό τον μανδύα του, μανιώδες κάπνισμα, λόγος, πίσω όψη, δεν παρακολουθώ, κρυφακούω, στήνω αυτί, συμβαδίζω, κινώ τα νήματα, είμαι γυναικάς, στέκομαι πίσω από, προλαβαίνω, ακολουθώ, κρύβομαι πίσω από κτ, καταδιώκω, είμαι στη φυλακή, συμβαδίζω, κυνηγώ, κρύβομαι, κουβαλάω, φυλακισμένος, κρατούμενος, παρασκήνιο, που δεν θέλει πολύ για να συμβεί, στο παρασκήνιο, σε ετοιμότητα, σε εφεδρία, στα παρασκήνια, μανιώδες κάπνισμα, πάω με τον έναν και τον άλλον, πάω με τη μία και την άλλη, ακολουθώ, φωτίζω, ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες, στέκομαι πάνω από κπ, στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου, κρύβομαι, αφήνω κπ/κτ πίσω μου, που καπνίζει μανιωδώς, παρασκηνιακός, του παρασκηνίου, χάνω επαφή, στρέφω κτ εναντίον κπ, εξαπολύω κτ εναντίον κπ, παρακολουθώ, ακολουθώ, προλαβαίνω, συναγωνίζομαι, φέρνω, πίσω από, κολλάω σε κπ/κτ, εδώ κοντά, τον ένα μετά τον άλλο, κρύβομαι πίσω από κπ/κτ, τρέχω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dietro

πίσω από

preposizione o locuzione preposizionale

L'impiegato di banca è in piedi dietro lo sportello.
Ο τραπεζικός υπάλληλος στέκεται πίσω από τον πάγκο.

πίσω

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Riconosco i ragazzi in prima fila nella foto, ma invece quei due dietro chi sono?
Αναγνωρίζω τα αγόρια στην πρώτη σειρά της φωτογραφίας, αλλά ποιοι είναι οι δύο που στέκονται πίσω;

πίσω μέρος

(με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Posso sedermi in macchina dietro e tu davanti.
Μπορώ να καθίσω στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κι εσύ μπορείς να καθίσεις μπροστά.

πίσω από

preposizione o locuzione preposizionale

Il governo sospetta che dietro gli attacchi ci siano i terroristi.

πίσω μέρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per favore leggi il testo sul retro del foglio.
Παρακαλώ διαβάστε το κείμενο στο πίσω μέρος της σελίδας.

πίσω μέρος

(parte posteriore)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha scritto il suo numero di telefono sul dorso della sua mano.

πίσω μέρος

sostantivo maschile (parte retrostante)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Abbiamo noleggiato un furgoncino e messo le scatole nel retro.

πίσω μέρος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il logo della società apparirà sul retro delle camicie.

πίσω από

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono sicura che in frigo ci sia del formaggio - Hai controllato dietro al latte?
Είμαι σίγουρος ότι έχουμε τυρί στο ψυγείο - κοίταξες πίσω από το γάλα;

πίσω

avverbio (καθίσματα αυτοκινήτου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Bill era seduto sul sedile del passeggero, mentre io e Sally eravamo seduti dietro.

πίσω, στο πίσω μέρος

avverbio (in stanza o sala)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Andammo al cinema e ci sedemmo dietro.

-

preposizione o locuzione preposizionale (l'angolo, ecc.) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'è un supermercato proprio dietro l'angolo.
Υπάρχει ένα σούπερ μάρκετ αμέσως μετά τη γωνία.

στην πίσω σελίδα

avverbio (pagina)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Vedere dietro per maggiori dettagli.

πίσω μέρος

sostantivo maschile (pantaloni) (εκεί που είναι οι τσέπες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
S'è fatta un buco nel dietro dei pantaloni.

στο πίσω μέρος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο φωτογράφος ζήτησε από τους ψηλούς να πάνε στο πίσω μέρος της ομάδας. Πάτε στο πίσω μέρος!

στα νώτα, στο πίσω μέρος

(posizione)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mentre io e Bounty galoppavamo in testa, Sarah ci seguiva trottando in coda.

πίσω μέρος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Tom e Linda hanno una catasta di legna sul retro della casa.
Ο Τομ και η Λίντα έχουν έναν σωρό από καυσόξυλα στο πίσω μέρος του σπιτιού τους.

κάτω από, πίσω από

preposizione o locuzione preposizionale (μεταφορικά)

Dietro il sorriso stampato era infuriata.

κάτω από

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Gli esperti hanno trovato un disegno semplice sotto il dipinto.
Οι ειδικοί ανακάλυψαν ένα απλό σκίτσο κάτω από τη ζωγραφιά.

πίσω

Quanti passeggeri entrano nei sedili posteriori?
Πόσοι επιβάτες χωράνε στο πίσω κάθισμα;

μοντάρω

(φωτογραφία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha incorniciato la foto con un cartoncino grigio.

πίσω από

preposizione o locuzione preposizionale

Smith è dietro a Waxman e cerca di recuperare.

πίσω αυλή

(di casa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Passano tutta l'estate seduti in giardino a leggere.
Όλο το καλοκαίρι κάθονται στην πίσω αυλή και διαβάζουν.

ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου

(imitare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante di fitness volle che lo seguissimo negli esercizi.

στηρίζω, στερεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puntellò il libro in modo da avere le mani libere per lavorare ai ferri.
Στερέωσε (or: Στήριξε) το βιβλίο της για να έχει τα χέρια της ελεύθερα για το πλέξιμο.

πίσω αυλή

(di casa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παρασκηνιακός

(θέατρο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να βγει με εγγύηση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξεμυαλισμένος, ξελογιασμένος, ερωτοχτυπημένος

aggettivo (informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era così preso da lei che avrebbe fatto di tutto per attirare la sua attenzione.

παρασκήνιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dietro le quinte gli artisti si stavano preparando con eccitazione per lo spettacolo.

στην φυλακή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spero che resterà dietro le sbarre per il resto della sua vita!

στα παρασκήνια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mike aspettava dietro le quinte di entrare in scena.

στη γωνία

(nella strada adiacente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ufficio postale si trova subito dietro l'angolo.

διαδοχικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Οι φοιτητές στέκονται διαδοχικά για να παραλάβουν τα διπλώματά τους.

στα παρασκήνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'ospite d'onore della trasmissione ha atteso dietro le quinte il momento di entrare in scena.

στα παρασκήνια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli attori ripassavano le parti dietro le quinte.

αναγκαστικά, καταναγκαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με υπόδειξη του

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono andato in biblioteca dietro suggerimento del mio vicino e ho visto dei libri interessanti.

πίσω από την πλάτη κάποιου

(figurato: di nascosto) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lei ha spesso raccontato bugie nei suoi riguardi alle sue spalle.

στο παρασκήνιο

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il loro matrimonio sembra felice, ma chissà cosa succede dietro le quinte. I clienti non si accorgono di tutto il lavoro che si fa dietro le quinte.
Φαίνεται ότι έχουν έναν ευτυχισμένο γάμο, αλλά ποιος ξέρει τι συμβαίνει στο παρασκήνιο. Οι πελάτες δεν αντιλαμβάνονται πόση δουλειά γίνεται στο παρασκήνιο.

υπό τον μανδύα του

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La candidata accusò il suo avversario di perseguire i propri interessi con la scusa del patriottismo.
Ο υποψήφιος κατηγόρησε τον αντίπαλό του ότι προώθησε τα δικά του συμφέροντα υπό τον μανδύα του πατριωτισμού.

μανιώδες κάπνισμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In tutti i film noir che si rispettino, l'investigatore fuma una sigaretta dopo l'altra.

λόγος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πίσω όψη

δεν παρακολουθώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρυφακούω, στήνω αυτί

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sentirai quello che dicono se ascolterai dietro la porta.

συμβαδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gianni non riusciva a star dietro agli altri corridori.

κινώ τα νήματα

(figurato: controllare) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι γυναικάς

στέκομαι πίσω από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi sono messo dietro a un tipo altissimo mentre sfilavano i carri mascherati, perciò non sono riuscito a vedere nulla!

προλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Camminava così in fretta che riuscivo appena a stargli dietro.
Περπατούσε τόσο γρήγορα που μετά βίας μπορούσα να τον προλάβω.

ακολουθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio fratellino voleva sempre seguirmi.
Ο μικρότερος αδερφός μου ήθελε πάντα να με ακολουθεί.

κρύβομαι πίσω από κτ

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hai idea dei veri motivi che ci sono dietro al suo rifiuto?

καταδιώκω

(για σύλληψη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agente di polizia insegue il ladro per la strada.
Ο αστυνομικός καταδιώκει τον κλέφτη κατά μήκος του δρόμου.

είμαι στη φυλακή

verbo intransitivo (informale, figurato: stare in prigione)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jones era stato dietro le sbarre a seguito di una condanna per furto.

συμβαδίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'anziana signora faceva fatica a tenere il passo della sua giovane nipote.
Η γριά γυναίκα αγωνιζόταν για να καταφέρει να συμβαδίσει με τη νεαρή εγγονή της.

κυνηγώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al mio cane piace correre dietro a una palla.
Ο σκύλος μου τρελαίνεται να κυνηγάει μπάλες.

κρύβομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (πίσω από κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I suoi amici, che si stavano tutti nascondendo dietro alla porta, saltarono dentro urlando "Sorpresa!".

κουβαλάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lasceremo il bagaglio in hotel per non dover trascinarcelo dietro tutto il giorno.

φυλακισμένος, κρατούμενος

(in galera)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παρασκήνιο

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le celebrità danno l'impressione di vivere vite entusiasmanti ma non si sa mai cosa accada dietro le quinte.

που δεν θέλει πολύ για να συμβεί

(figurato: futuro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per ogni reattore nucleare "sicuro" c'è un disastro dietro l'angolo.

στο παρασκήνιο

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il suo assistente personale rimane dietro le quinte ma ha un grande potere. Preferiva rimanere dietro le quinte piuttosto che essere al centro dell'attenzione.
Ο προσωπικός του βοηθός μένει στο παρασκήνιο, αλλά ασκεί πολύ δύναμη. Προτίμησε να μείνει στο παρασκήνιο και να μην είναι στο επίκεντρο της προσοχής.

σε ετοιμότητα, σε εφεδρία

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il mio migliore amico sta aspettando dietro le quinte che la faccia finita con la mia ragazza per poterle chiedere di uscire.

στα παρασκήνια

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μανιώδες κάπνισμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Come primo passo per migliorare la sua salute, signor Johnson, dovrebbe smettere di fumare una sigaretta dietro l'altra.
Το πρώτο βήμα για να βελτιώσετε την υγεία της καρδιάς σας, κ. Τζόνσον, είναι να κόψετε το μανιώδες κάπνισμα.

πάω με τον έναν και τον άλλον, πάω με τη μία και την άλλη

(ευφημισμός, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chris farebbe meglio a smettere di fare il donnaiolo se vuole fare una proposta di matrimonio a June.

ακολουθώ

verbo intransitivo (andare più lentamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Durante la passeggiata il cane più vecchio non riusciva a stare dietro al cane più giovane.

φωτίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (από πίσω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John è abbastanza bruttino, ma è sempre a caccia di belle ragazze.
Ο Τζον είναι μάλλον άσχημος, αλλά πάντα ψάχνει μάταια για όμορφα κορίτσια.

στέκομαι πάνω από κπ, στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il nuovo capo di Jeff gli stava sempre addosso e lo rendeva insicuro e nervoso.
Το αφεντικό του Τζεφ στεκόταν από πάνω του όλη την ώρα και τον έκανε να αισθάνεται άβολα και να αγχώνεται.

κρύβομαι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (μτφ: πίσω από κτ/κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si parava sempre dietro alla sua intelligenza per non mostrare la sua vulnerabilità emotiva.

αφήνω κπ/κτ πίσω μου

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quel corridore nigeriano si è lasciato tutti gli altri alle spalle.
Ο σπρίντερ από τη Νιγηρία άφησε πίσω του όλους τους άλλους δρομείς.

που καπνίζει μανιωδώς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρασκηνιακός

(figurato, peggiorativo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

του παρασκηνίου

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Solo le persone del pubblico dotate di un pass saranno ammessi alla zona dietro alle quinte.

χάνω επαφή

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στρέφω κτ εναντίον κπ, εξαπολύω κτ εναντίον κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρακολουθώ, ακολουθώ

verbo intransitivo (figurato) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tecnologia si muove troppo velocemente perché io possa starle dietro.
Στις μέρες μας η τεχνολογία εξελίσσεται πολύ γρήγορα για να την ακολουθήσω.

προλαβαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jill sta cercando di stare dietro alle erbacce nel giardino.
Η Τζιλ προσπαθεί να προλαβαίνει τα αγριόχορτα στον κήπο της.

συναγωνίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stella non riesce a stare a passo con la classe in matematica.
Η Στέλλα δεν καταφέρνει να φτάσει τους συμμαθητές της στα μαθηματικά.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Di solito un capo allenatore si porta con sé il team di assistenti.

πίσω από

preposizione o locuzione preposizionale

Puoi chiudere la porta dietro di te per favore?

κολλάω σε κπ/κτ

(figurato: seguire) (μεταφορικά)

Durante la prima settimana del corso universitario Dave si è unito al nostro gruppo ma a nessuno di noi era simpatico.

εδώ κοντά

locuzione avverbiale (figurato: nelle vicinanze)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Πρόσφατα άνοιξε ένας καινούριος φούρνος εδώ κοντά.

τον ένα μετά τον άλλο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha mangiato un cracker dopo l'altro finché non si è sentito male.
Έτρωγε το ένα κρακεράκι μετά το άλλο μέχρι που πόνεσε το στομάχι του.

κρύβομαι πίσω από κπ/κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alla vista degli inseguitori, il ladro si nascose dietro a un muro per non essere visto.

τρέχω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sheila ha tre figli piccoli per cui si dà parecchio da fare durante la giornata.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dietro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.