Τι σημαίνει το chiedere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης chiedere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chiedere στο Ιταλικό.
Η λέξη chiedere στο Ιταλικό σημαίνει απαιτώ, ζητιανεύω, καλώ, ζητώ κτ γονυπετής, απαιτώ, ζητάω, ζητώ, ζητάω, επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτ, απαιτώ, διεκδικώ, δίνω εντολή, ρωτάω, ρωτώ, ζητάω, ζητώ, ζητώ, ζητάω, ζητώ, είμαι αποφασισμένος, διατάζω, χρεώνω, αποζημιώνομαι για κτ, ρωτάω, ρωτώ, απαιτώ, απαιτώ να κάνω κτ, ζητώ συγνώμη, γονατιστός, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, αληθινός άντρας, σωστός άντρας, επαιτεία, αίτημα μετριασμού, ζητάω πολλά;, συγγνώμη, δίνω τα φώτα μου, κάνω μία ερώτηση, ζητώ συγχώρεση, ικετεύω έλεος, ζητώ μια χάρη, ζητάω τον λογαριασμό, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, ζητώ συγγνώμη, ζητιανεύω, ρωτώ ξανά, ξαναρωτώ, ζητώ, κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμές, υπερχρεώνω, ρωτάω, ρωτώ, ζητώ συγχώρεση, δέχομαι συμβουλές, κάνω πρόταση γάμου, ζητώ εκδίκηση, απευθύνομαι, προσκαλώ, προσκαλώ πάλι, αυτοβούλως, επιβεβαιώνω, ζητώ μια χάρη, ζητώ συγχώρεση από κπ, ζητώ γονυπετής κτ από κπ, ζητώ συγνώμη από κπ, πραγματοποιώ σφυγμομέτρηση, κάνω σφυγμομέτρηση, ρωτάω, ρωτώ, ζητώ τη συγχώρεση κάποιου, υπερχρεώνω, ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ, χρειάζομαι απελπισμένα, παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδεια, πλευρίζω κπ για κτ, πλευρίζω κπ για κτ, ζητώ μια χάρη, ζητώ βοήθεια, υπερχρεώνω, ζητώ συγνώμη για κτ, ζητώ, ρωτάω, ρωτώ, καλώ κπ να κάνει κτ, απευθύνομαι, ζητώ συγνώμη από κπ για κτ, ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ, ζητάω πληροφορίες, υπερχρεώνω, καταλαμβάνω κτ ζητώντας λύτρα, ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα, δανείζομαι, ζητάω ταυτότητα, ρωτάω, ρωτώ, ζητιανεύω κτ από κπ, ζητιανεύω, ρωτάω για κπ, ρωτώ για κπ, ρωτάω, ρωτώ, ρωτώ για κπ, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, φλερτ, τράκα, λέω σε κπ να κάνει κτ, κάνω οτοστόπ, ρωτάω, καλώ, ζητάω δανεικά, προστάζω, καλώ, βάζω τιμή, ζητάω ταυτότητα από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης chiedere
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pretende dedizione dai suoi dipendenti. Απαιτεί αφοσίωση από τους εργαζομένους του. |
ζητιανεύω(supplicare) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era una città povera e c'erano persone che chiedevano l'elemosina a quasi tutti gli angoli della città. Ήταν μια φτωχή πόλη και άνθρωποι που ζητιάνευαν χρήματα σχεδόν σε κάθε γωνία. |
καλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le hanno chiesto di trovare una soluzione ai loro problemi. |
ζητώ κτ γονυπετήςverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) |
απαιτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La diva chiese dei vasi di rose rosse nel suo camerino. Η ντίβα είχε την απαίτηση να υπάρχουην βάζα με τριαντάφυλλα στο καμαρίνι της. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il poliziotto mi ha chiesto patente e libretto. Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας. |
ζητάωverbo transitivo o transitivo pronominale (aiuto) (βοήθεια: από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha chiesto il suo aiuto. Ζήτησε τη βοήθειά του. |
επιμένω σε κτ, εμμένω σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (σε απαίτηση για κτ) Gli scioperanti chiedono salari più alti. Οι απεργοί απαιτούν υψηλότερους μισθούς. |
απαιτώ, διεκδικώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio padre non ha mai richiesto il diritto di visita dopo il divorzio dei miei. Ο πατέρας δεν διεκδίκησε ποτέ τις επισκέψεις που δικαιούτο μετά το διαζύγιο των γονιών μου. |
δίνω εντολήverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κπ να κάνει κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La gente ha chiesto al governo di fare delle riforme. |
ρωτάω, ρωτώ(κάπου ή σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per la prenotazione dei posti a teatro siete pregati di rivolgervi alla reception. Για κρατήσεις θεάτρου, παρακαλώ ρωτήστε στην υποδοχή. |
ζητάω, ζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha richiesto più tempo per finire la relazione. ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής. |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore ha richiesto un'indagine. Il cancelliere del tribunale ha chiesto silenzio in aula. |
ζητάω, ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ή να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ha chiesto di finire il lavoro entro venerdì. Της ζήτησε να τελειώσει τη δουλειά έως την Παρασκευή. |
είμαι αποφασισμένος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
διατάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La regina ordinò ai suoi sudditi di inchinarsi. Η βασίλισσα έδωσε διαταγή στους υπηκόους της να υποκλιθούν. |
χρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο δικηγόρος παίρνει εκατό δολάρια την ώρα. |
αποζημιώνομαι για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (per vedersi riconosciuto un diritto) Hanno intentato una causa per ottenere un risarcimento per la morte del ragazzo. |
ρωτάω, ρωτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sei libero di fare domande e di discutere, ma il risultato non cambierà. |
απαιτώ(να) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esigeva che lui portasse via la spazzatura. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι πατατοπαραγωγοί αξίωναν συνάντηση με τον υπουργό. |
απαιτώ να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esigo di vedere il direttore! Απαιτώ να δω τον διευθυντή! |
ζητώ συγνώμη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se ferisci i sentimenti di qualcuno dovresti scusarti. Αν πληγώσεις τα αισθήματα κάποιου, πρέπει να ζητήσεις συγνώμη. |
γονατιστόςverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I deficit nel bilancio significano che dobbiamo chiedere l'elemosina in forma di prestiti miliardari a paesi come la Cina. Το έλλειμμα στον προϋπολογισμό σημαίνει ότι θα πρέπει να πέσουμε στα γόνατα και να ζητήσουμε δανεικά ύψους δισεκατομμυρίων από χώρες όπως η Κίνα. |
έλα ντε! μακάρι να ήξερα!(colloquiale) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D: "Chi ha mangiato i miei biscotti?" R: "Io che ne so? Sono appena arrivata". |
αληθινός άντρας, σωστός άντραςsostantivo maschile (μεταφορικά) Un vero uomo non ha paura di dimostrare i propri sentimenti in pubblico. |
επαιτείαverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È una cosa triste, quando l'economia è collassata più persone hanno dovuto iniziare a chiedere l'elemosina per tirare avanti. Είναι πολύ λυπηρό πως, όταν η οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση, περισσότεροι άνθρωποι αναγκάστηκαν να στραφούν στην επαιτεία για να τα βγάλουν πέρα. |
αίτημα μετριασμού
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ζητάω πολλά;(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγγνώμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δίνω τα φώτα μουverbo transitivo o transitivo pronominale (chiedere [qlcs] a [qlcn] più esperto) (μεταφορικά: σε κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θα μου δώσεις μια στιγμή τα φώτα σου; |
κάνω μία ερώτηση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha detto agli studenti: " Se non capite il testo, fate una domanda". |
ζητώ συγχώρεσηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sam dovrebbe ammettere di essersi comportato male e chiedere scusa. |
ικετεύω έλεοςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ti libero finché non chiedi pietà. |
ζητώ μια χάρηverbo transitivo o transitivo pronominale (rivolto a persone) Posso chiederti un favore? Mi annaffi il giardino mentre sono fuori città? Μπορώ να ζητήσω μια χάρη; Θα μπορούσες να ποτίζεις τον κήπο μου όσο θα λείπω; |
ζητάω τον λογαριασμόverbo transitivo o transitivo pronominale (ristorante) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se nessuno prende il dessert, allora chiamiamo la cameriera e chiediamo il conto. |
στρέφομαι σε κπ για βοήθειαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητώ συγγνώμηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζητιανεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era talmente disperata che è andata a chiedere l'elemosina per strada. |
ρωτώ ξανά, ξαναρωτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Credi davvero che se me lo chiedi di nuovo risponderò di sì? |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμέςverbo intransitivo (informale: informarsi prima di comprare) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È meglio guardare in giro da vari concessionari prima di comprare un'auto nuova. |
υπερχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I venditori del mercato fanno deliberatamente pagare troppo i turisti. |
ρωτάω, ρωτώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un tizio mi ha fermato per strada e mi ha domandato l'ora. Ένας άντρας με σταμάτησε στον δρόμο και με ρώτησε τι ώρα είναι. |
ζητώ συγχώρεση
Prima mi tradisci e poi implori perdono? |
δέχομαι συμβουλές
Lei mi disse di consigliarmi con il mio sacerdote ma io ignorai il suo consiglio. |
κάνω πρόταση γάμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητώ εκδίκησηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απευθύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John ha chiesto aiuto agli amici. Ο Τζον απευθύνθηκε στους φίλους του για βοήθεια. |
προσκαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (appuntamento amoroso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ha chiesto di uscire. Της ζήτησε να βγουν. |
προσκαλώ πάλιverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La commissione convocò nuovamente il candidato per un secondo colloquio. |
αυτοβούλωςaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επιβεβαιώνωverbo (anche seguito da subordinata) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Credo che la cena sia alle sei, ma telefono a Mary per avere conferma. Νομίζω το δείπνο είναι στις έξι, αλλά θα πάρω τη Μέρη για να το επιβεβαιώσω. |
ζητώ μια χάρηverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάποιον) |
ζητώ συγχώρεση από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζητώ γονυπετής κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζητώ συγνώμη από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ζήτησα συγνώμη από τη Μπρέντα για το περιστατικό και με συγχώρεσε. |
πραγματοποιώ σφυγμομέτρηση, κάνω σφυγμομέτρηση
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fatto un sondaggio nel gruppo per vedere dove volevano andare a pranzo. Η εφημερίδα έκανε σφυγμομέτρηση σε 50.000 άτομα για να μάθει τη γνώμη τους για σύγχρονα ζητήματα. Ο Μπεν πήρε γνώμες από την παρέα για να δει που ήθελαν να πάνε για μεσημεριανό. |
ρωτάω, ρωτώ(αν/εάν/πότε/πώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fred ha chiesto a Larry se aveva tempo di aiutarlo a traslocare questo fine settimana. Ο Φρεντ ρώτησε αν ο Λάρυ είχε χρόνο να τον βοηθήσει να μετακομίσει το σαββατοκύριακο. Η Λούσι ρώτησε πότε φεύγει το επόμενο τραίνο για Κινγκ Τζορτζ Κρος. |
ζητώ τη συγχώρεση κάποιουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπερχρεώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il venditore mi ha fatto pagare troppo per l'auto, ma la colpa è mia che non ho negoziato. |
ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La senzatetto mi chiese del denaro. Η άστεγη γυναίκα μου ζήτησε λεφτά. |
χρειάζομαι απελπισμέναverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La casa era in cattive condizioni e richiedeva manutenzione. |
παίρνω κτ χωρίς να ρωτήσω πρώτα, παίρνω κτ χωρίς να ζητήσω άδειαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha preso della cancelleria dall'ufficio senza chiedere. Πήρε γραφική ύλη από το γραφείο χωρίς να ζητήσει άδεια. |
πλευρίζω κπ για κτ, πλευρίζω κπ για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stai attento a Ralph; sta sempre a chiedere soldi alla gente. Να προσέχεις τον Ραλφ, πάντοτε πλευρίζει τους άλλους για χρήματα. |
ζητώ μια χάρηverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάποιον) Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη; |
ζητώ βοήθειαverbo (aiuto, favore) |
υπερχρεώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ζητώ συγνώμη για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mark si è scusato per il ritardo con cui ha risposto all'email. Ο Μαρκ απολογήθηκε που καθυστέρησε να απαντήσει στο email μου. |
ζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάνοντας θόρυβο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini chiedevano insistentemente il gelato. |
ρωτάω, ρωτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Scrivo la presente per chiedere se nella vostra azienda ci sono delle posizioni aperte. |
καλώ κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (favore, richiesta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il sindacato ha chiesto ai lavoratori di aderire a uno sciopero. |
απευθύνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (aiuto) (σε κπ για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il governatore dello stato ha chiesto aiuto al Presidente per fermare le rivolte. Οι κυβερνήτες της πολιτείας ζήτησαν βοήθεια από τον Πρόεδρο για να σταματήσουν τις εξεγέρσεις. |
ζητώ συγνώμη από κπ για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Devi scusarti con Stephen per il modo in cui l'hai trattato ieri. Θα πρέπει να ζητήσεις συγνώμη από τον Στίβεν για τον τρόπο με τον οποίο του φέρθηκες χτες. |
ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mia sorella mi ha chiesto di passarle il sale. Η αδερφή μου μου ζήτησε να της δώσω το αλάτι. |
ζητάω πληροφορίες(για κτ, σχετικά με κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sto chiamando per avere delle informazioni sulla bicicletta di seconda mano pubblicizzata nel suo annuncio. |
υπερχρεώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il lussuoso ristorante chiede un prezzo eccessivo per delle misere porzioni. |
καταλαμβάνω κτ ζητώντας λύτραverbo transitivo o transitivo pronominale (πλοίο, αεροπλάνο κλπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I pirati hanno chiesto un riscatto di milioni di dollari per la nave. Οι πειρατές κατέλαβαν το πλοίο ζητώντας λύτρα εκατομμυρίων δολαρίων. |
ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η Τζέιν μου ζήτησε συγνώμη που με αποκάλεσε ψεύτη. |
δανείζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il governo necessita di ulteriori fondi, quindi dovrà chiedere un prestito. Η κυβέρνηση χρειάζεται επιπρόσθετα κονδύλια, γι' αυτό θα πρέπει να δανειστεί. |
ζητάω ταυτότητα(από κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il proprietario del negozio di alcolici mi chiede sempre un documento di identità anche se sa già che ho 22 anni. |
ρωτάω, ρωτώverbo transitivo o transitivo pronominale (αν/μήπως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho dimenticato di chiedergli se mi poteva dare un passaggio alla festa. Ξέχασα να τον ρωτήσω αν θα μπορούσε να με πάει στο πάρτι. |
ζητιανεύω κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale Il ragazzino povero chiedeva cibo e soldi dai passanti per la strada. Το φτωχό αγόρι ζητιάνευε φαγητό και λεφτά από ξένους στον δρόμο. |
ζητιανεύω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando ha perso il lavoro, ha iniziato a sedersi all'angolo della strada e a chiedere l'elemosina. Αφού έχασε τη δουλειά του, άρχισε να κάθεται σε μια γωνιά του δρόμου και να επαιτεί. |
ρωτάω για κπ, ρωτώ για κπverbo transitivo o transitivo pronominale Kate chiese notizie della sorella di Ben quando lo vide al negozio. |
ρωτάω, ρωτώverbo transitivo o transitivo pronominale (καποιον αν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rita mi ha chiesto se volevo cenare. Με ρώτησε αν ήθελα βραδινό. |
ρωτώ για κπverbo transitivo o transitivo pronominale Ieri ho incontrato i tuoi vecchi amici Vicki e Peter e mi hanno chiesto di te. Συνάντησα τυχαία τους παλιούς σου φίλους, τη Βίκυ και τον Πίτερ, χτες και με ρώτησαν για σένα. |
ρωτάω, ρωτώverbo intransitivo (για κτ, σχετικά με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ρώτησε τον πατέρα του για με τυχόν θέσεις εργασίας στο εργοστάσιο. |
ρωτάω, ρωτώ(για κτ/σχετικά με κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο δημοσιογράφος έκανε ερωτήσεις σχετικά με την τελευταία ταινία του σκηνοθέτη. |
φλερτverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Le chiese la mano, ma lei non era ancora d'accordo a sposarlo. |
τράκαverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi ha chiesto un prestito di cinquemila dollari! Quanti soldi pensa io abbia? |
λέω σε κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ordini, richieste, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lui le ha detto di pulire la sua stanza. |
κάνω οτοστόπverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo dovuto chiedere un passaggio per Glasgow perché avevamo finito i soldi per il biglietto dell'autobus. |
ρωτάωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλώverbo intransitivo (σε βοήθεια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uno degli scalatori era caduto e si era rotto una gamba, quindi la guida chiese aiuto via radio. |
ζητάω δανεικά
Mi ha chiesto in prestito venti sterline ieri. |
προστάζω(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando tua madre ti ordina di pulire la stanza, fallo. |
καλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il magistrato ha invitato l'imputato ad avvicinarsi al banco. |
βάζω τιμήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lascia che chieda il prezzo di questo libro, poi possiamo andare a casa. Κάτσε να βάλω τιμή σε αυτό το βιβλίο και μετά μπορούμε να πάμε σπίτι. |
ζητάω ταυτότητα από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anche se Mona ha trent'anni, di solito le chiedono un documento d'identità quando compra alcolici. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chiedere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του chiedere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.