Τι σημαίνει το mondo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mondo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mondo στο Ιταλικό.

Η λέξη mondo στο Ιταλικό σημαίνει κόσμος, κόσμος, κόσμος, κόσμος, σκηνή, ο κόσμος, παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο, υπόκοσμος, η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή, ταξιδεύω, υψηλή ραπτική, κοσμοπολίτης, κοσμοπολίτισσα, Δύση, χριστιανοσύνη, Χόλλυγουντ, Χόλιγουντ, πανάρχαιος, παγκοσμίως γνωστός, διεθνώς αναγνωρισμένος, στον κόσμο σου, κοσμοϊστορικός, βαριεστημένος, παραιτημένος, ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη, μέχρι την άκρη του κόσμου, στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο, Τίποτα δε χαρίζεται., μικρός κόσμος, Ο κόσμος σου ανοίγεται., τεράστιος, η κορυφή του κόσμου, πληθώρα, ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία, Νεραϊδοχώρα, πανεπιστημιακή κοινότητα, ακαδημία, οργανωμένο έγκλημα, ύπνος, κόσμος της φαντασίας, ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο, ειδωλολατρεία, υλικός κόσμος, τίποτα στον κόσμο, σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ, ονειρικός κόσμος, ελεύθερος κόσμος, πρώτος και καλύτερος, βασιλιάς, αρχηγός, φυσικός κόσμος, νέοσ κόσμος, φυσικός κόσμος, ο κόσμος των πνευμάτων, Παλαιός Κόσμος, ο Τρίτος Κόσμος, εκλεπτυσμένη γυναίκα, κοσμοθεωρία, πραγματική ζωή, αρχαίος κόσμος, εταιρικός κόσμος, επιχειρηματικός κόσμος, επί γης ειρήνη, ο ευρύτερος κόσμος, αναπτυσσόμενη χώρα, περιθώριο του υποκόσμου, θαύμα του κόσμου, κόσμος της εργασίας, πείνα στον κόσμο, πείνα στον πλανήτη, παγκόσμιος ηγέτης, παγκόσμια ειρήνη, παγκόσμιο ρεκόρ, εμπειρία, πρώτος κόσμος, ονειροπόληση, παγκόσμιος πρωταθλητής, παγκόσμια πρωταθλήτρια, δημιουργία ενός κόσμου, άκρη, η Δευτέρα Παρουσία, παγκόσμιοι πρωταθλητές, έχω όλο τον καιρό μπροστά μου, έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, γλεντώ, διασκεδάζω, πεθαίνω, γίνομαι, που δεν ανήκει σε αυτό τον κόσμο, τον γύρο του κόσμου, βρέξει χιονίσει, χώρα των θαυμάτων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mondo

κόσμος

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il mondo dell'arte è strano.
Ο κόσμος της τέχνης είναι παράξενος.

κόσμος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il mondo animale ha regole diverse.
Το βασίλειο των ζώων διέπεται από διαφορετικούς κανόνες.

κόσμος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nel mondo antico non c'erano i computer.
Δεν υπήρχαν υπολογιστές στον αρχαίο κόσμο.

κόσμος

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nel suo mondo gli uomini dovrebbero essere tutti infatuati di lei.

σκηνή

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo iniziato a far parte della scena musicale del posto circa un anno fa.

ο κόσμος

sostantivo maschile

Il mondo non sopravviverà ad una guerra nucleare.
Η ανθρωπότητα δεν θα επιβιώσει από έναν πυρηνικό πόλεμο.

παγκοσμίως, σε όλο τον κόσμο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

υπόκοσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

η ζωή μετά θάνατον, η μετά θάνατον ζωή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ταξιδεύω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υψηλή ραπτική

κοσμοπολίτης, κοσμοπολίτισσα

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il caffè è famoso tra cosmopoliti e scrittori.
Η καφετέρια είναι δημοφιλής στους κοσμοπολίτες και τους συγγραφείς.

Δύση

(μεταφορικά)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Il consumo di energia è molto più alto in occidente.

χριστιανοσύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Χόλλυγουντ, Χόλιγουντ

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

πανάρχαιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

παγκοσμίως γνωστός

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Amsterdam è famosa in tutto il mondo per i suoi canali e per i coffe shop. La Torre Eiffel è un monumento famoso in tutto il mondo.

διεθνώς αναγνωρισμένος

aggettivo

στον κόσμο σου

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοσμοϊστορικός

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαριεστημένος, παραιτημένος

locuzione aggettivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ανά τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Internet permette lo scambio di informazioni tra persone in tutto il mondo.
Το διαδίκτυο επιτρέπει στους ανθρώπους ανά τον κόσμο να μοιραστούν πληροφορίες.

σε όλο τον κόσμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε όλο τον κόσμο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non c'è nessun altro posto nel mondo dove vorrei essere tranne che qui con te.

σε όλο τον κόσμο, σε όλη την γη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarebbe davvero bello se una buona volta ci fosse la pace in tutto il mondo.

μέχρι την άκρη του κόσμου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il mio amore è sconfinato: ti seguirò fino in capo al mondo!

στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο

locuzione avverbiale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Τίποτα δε χαρίζεται.

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μικρός κόσμος

sostantivo maschile

Conosci John? Anch'io. È il fidanzato di mia cugina. Com'è piccolo il mondo!

Ο κόσμος σου ανοίγεται.

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τεράστιος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è un mondo di differenze tra le loro idee politiche.

η κορυφή του κόσμου

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'aereo volava così alto che ci sembrava di toccare il tetto del mondo.

πληθώρα

(με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dovresti restare per un gran numero di ragioni.

ημέρα της κρίσεως, Δευτέρα Παρουσία

(τέλος του κόσμου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alcuni gruppi religiosi ritengono che il giorno del giudizio arriverà presto.

Νεραϊδοχώρα

sostantivo maschile

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Si dice che gli elfi e gli gnomi vengano dal mondo delle fate.

πανεπιστημιακή κοινότητα, ακαδημία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una volta terminato il dottorato voglio continuare a lavorare nel mondo accademico.

οργανωμένο έγκλημα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
C'è stato un aumento recentemente delle attività del mondo della malavita cittadino.

ύπνος

sostantivo maschile (figurato, informale: sonno)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κόσμος της φαντασίας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ταξίδια ανά τον κόσμο, ταξίδια σε όλο τον κόσμο

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ειδωλολατρεία

sostantivo maschile (είδος θρησκείας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υλικός κόσμος

sostantivo maschile

Gli africani non distinguono tra il mondo materiale e quello spirituale.

τίποτα στον κόσμο

pronome (assolutamente niente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Niente al mondo mi può tenere lontana dall'uomo che amo. Non c'è niente di niente che mi possa convincere a parlare di fronte a un'assemblea.

σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Lei lavora nel mondo dello spettacolo da prima che nascessimo.

ονειρικός κόσμος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nel mio mondo dei sogni resterei giovane e in salute come ero trent'anni fa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στον ονειρικό κόσμο μου είμαι όσο νέος και υγιής ήμουν 30 χρόνια πριν.

ελεύθερος κόσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La guerra fredda ha diviso il mondo in due parti: il mondo democratico e quello comunista.

πρώτος και καλύτερος, βασιλιάς, αρχηγός

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando finalmente ha superato l'esame di guida e si è messo in tasca la patente nuova nuova, si è sentito padrone del mondo.

φυσικός κόσμος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

νέοσ κόσμος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In seguito alla vendita della società il suo luogo di lavoro gli sembrava un mondo nuovo.

φυσικός κόσμος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ο κόσμος των πνευμάτων

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era un'apparizione proveniente dal mondo degli spiriti.

Παλαιός Κόσμος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le Americhe sono state popolate da ondate di persone provenienti dal Vecchio Mondo.

ο Τρίτος Κόσμος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Chi vive nelle nazioni ricche non fa abbastanza per aiutare gli abitanti del terzo mondo.

εκλεπτυσμένη γυναίκα

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mia zia Charlotte era una vera donna di mondo.

κοσμοθεωρία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua visione del mondo è molto più ottimistica della mia.

πραγματική ζωή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La gente è meno amichevole nel mondo reale che in internet.

αρχαίος κόσμος

sostantivo maschile

Molte persone del mondo antico non avevano cognizione dell'alfabeto.

εταιρικός κόσμος, επιχειρηματικός κόσμος

επί γης ειρήνη

(λόγιος)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ο ευρύτερος κόσμος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αναπτυσσόμενη χώρα

sostantivo maschile

περιθώριο του υποκόσμου

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θαύμα του κόσμου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κόσμος της εργασίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πείνα στον κόσμο, πείνα στον πλανήτη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παγκόσμιος ηγέτης

sostantivo maschile (πρώτος στον κόσμο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

παγκόσμια ειρήνη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παγκόσμιο ρεκόρ

sostantivo maschile

εμπειρία

(esperto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτος κόσμος

sostantivo maschile

ονειροπόληση

sostantivo maschile (mitologia australiana) (Αβορίγινες)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παγκόσμιος πρωταθλητής, παγκόσμια πρωταθλήτρια

sostantivo maschile

δημιουργία ενός κόσμου

(letteratura)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

άκρη

locuzione avverbiale (molto lontano)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

η Δευτέρα Παρουσία

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παγκόσμιοι πρωταθλητές

sostantivo plurale maschile

έχω όλο τον καιρό μπροστά μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non avere fretta di sposarti: sei giovane e hai tutto il tempo del mondo.
Μη βιαστείς να παντρευτείς. Νέος είσαι, έχεις όλο τον καιρό μπροστά σου.

έρχομαι στον κόσμο, γεννιέμαι

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È venuto al mondo piangendo e scalciando proprio come tutti noi.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

verbo transitivo o transitivo pronominale (eufemismo: morire) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voglio lasciare questo mondo nei tempi e nei modi che più mi aggradano.
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

γλεντώ, διασκεδάζω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (informale) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Complimenti per la festa, ci siamo divertiti un mondo.

πεθαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: morire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γίνομαι

verbo intransitivo (figurato: esistenza)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που δεν ανήκει σε αυτό τον κόσμο

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τον γύρο του κόσμου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La nave di Ferdinando Magellano navigò intorno al mondo nel XVI secolo.
Το πλοίο του Φερδινάνδου Μαγγελάνου έκανε τον γύρο του κόσμου τη δεκαετία του 1500.

βρέξει χιονίσει

(figurato, idiomatico) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ti abbandonerò mai cascasse il mondo.

χώρα των θαυμάτων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mondo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.