Τι σημαίνει το mi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mi στο Ιταλικό.
Η λέξη mi στο Ιταλικό σημαίνει με, μι, μου, μι, ο εαυτός μου, μίλι, μου, γυμνός, όσον αφορά εμένα, μάλλον, ίσως, μπορεί, μακάρι να, Λαμβάνεις;, κατά τη γνώμη μου, μου φαίνεται, συγγνώμη, χελόου;, δε με νοιάζει, επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου, ραγίζει η καρδιά μου, μη με υπολογίζεις, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, συγγνώμη, μην ξεχάσεις, συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη, μου αρέσει, μου αρέσεις, θα μου λείψεις, συγγνώμη, μου λείπεις, δεν έχω αντίρρηση, Θεέ μου βόηθα!, Πως είπατε;, Παρακαλώ πολύ!, τέλεια, Μου λείπεις, κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ, δεν έχω πρόβλημα, βρε που να με πάρει!, πωπώ, με μεγάλη μου χαρά, όπως με γέννησε η μάνα μου, τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω, δε δίνω δεκάρα, ζαλίζομαι, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, νομίζω, ψηφίζω αρνητικά κπ/κτ, με Like, που έχει Like, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, θα ήθελα, Τι χαμπάρια;, συγγνώμη, με συγχωρείτε, γκέγκε;, μπήκες;, επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου, συγγνώμη, κρίμα, λυπάμαι, νομίζω, λυπάμαι, φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρε, Πώς είπατε;, συμπάσχω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, Άντε από δω!, Ε, όχι!, Δεν το πιστεύω!, προσωπικά, αναρωτιέμαι, με πρόλαβες, αν ήξερα ότι/πως..., αν θυμάμαι καλά, παραδίνομαι, Για δες με!, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, κάνω Like. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mi
με(pronome atono) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Puoi aiutarmi? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν τελειώσεις με τον αδερφό μου, έλα να βοηθήσεις και εμένα. |
μιsostantivo maschile (musica) (μουσική νότα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Se questa la passi in Mi penso di poterla cantare. Αν το αλλάξεις σε μι, νομίζω πως μπορώ να το τραγουδήσω. |
μου(pronome atono) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Prestami dei soldi, per favore. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όποιος δανείσει χρήματα σε μένα, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα τα πάρει πίσω. |
μιsostantivo maschile (nota musicale) (μουσική νότα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ο εαυτός μου(pronome atono) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Mi sono detto: “Prova a finire il lavoro!” Είπα στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω να τελειώσω τη δουλειά. |
μίλιabbreviazione maschile (miglio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μου(pronome tonico) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θύμωσες και δεν μας μιλάς! |
γυμνός(gergale, idiomatico: nudo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όσον αφορά εμένα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio marito sta andando al lavoro; quanto a me starò a casa e mi prenderò cura del bebè. Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό. |
μάλλον, ίσως, μπορεί(informale: penso che) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi sa che hai ragione. Μάλλον (or: Ίσως) έχεις δίκιο. Αφού δεν μπορούμε να διαψεύσουμε ότι έμεινε μέσα όλη μέρα, μάλλον θα πρέπει να βασιστούμε στα λόγια του. |
μακάρι να
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi piacerebbe che parlassimo di cosa ti infastidisce. Θα ήθελα να μπορούσαμε να μιλήσουμε γι' αυτό που σ' ενοχλεί. |
Λαμβάνεις;interiezione (radio) |
κατά τη γνώμη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μου φαίνεταιverbo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγγνώμη(informale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Scusa! Non volevo urtarti. Συγγνώμη! Δεν ήθελα να πέσω πάνω σας! |
χελόου;interiezione (informale, ironico: cosa ovvia) (αργκό) |
δε με νοιάζει(informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Non puoi uscire vestito così." "Non mi interessa." ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. «Πληγώθηκε με αυτά που του είπες». «Σκασίλα μου.» |
επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μουinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Mi permetta!", disse un portiere, e prese la mia valigia pesante. «Επιτρέψτε μου» είπε ένας γκρουμ, και πήρε τη βαριά βαλίτσα μου. |
ραγίζει η καρδιά μου(μεταφορικά: με κάτι, για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La mia amica Carlotta sta vivendo una situazione difficilissima e mi piange il cuore per lei perché nessuno la può aiutare. |
μη με υπολογίζεις(informale) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non contare su di me! Non potrò mai permettermi di mangiare lì. Μη με υπολογίζεις! Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να πληρώσω το φαγητό εκεί. |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγγνώμηinteriezione (formale) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi scusi, questo treno va a Chattanooga? Mi scusi, mi potrebbe dire dove si trova la biblioteca? Συγγνώμη, κύριε, αυτό το τρένο πηγαίνει στην Τσατανούγκα; Συγγνώμη, θα μπορούσατε να πείτε πού είναι η βιβλιοθήκη; |
μην ξεχάσειςinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi raccomando di spegnere la luce quando lasci l'ufficio. |
συγγνώμη(informale) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Συγγνώμη, που είναι το ταχυδρομείο παρακαλώ; |
συγγνώμη(formale) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi scusi signore, ma le assicuro che si sta sbagliando. Συγγνώμη, κύριε, αλλά κάνετε λάθος. Συγγνώμη! Νόμιζα πως είχα ήδη στείλει τις πληροφορίες. |
συγγνώμηinteriezione (formale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi scusi, ho commesso un errore. |
μου αρέσει
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Che vestito carino! Mi piace. |
μου αρέσεις
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi piaci; sembri proprio una bella persona. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μου αρέσεις αρκετά αλλά δεν σ' αγαπάω. Μου αρέσεις. Φαίνεσαι πολύ καλός άνθρωπος. |
θα μου λείψειςinteriezione (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ciao figliolo, mi mancherai. |
συγγνώμηinteriezione (formale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi scusi, ho rotto la sua lampada preferita! Συγγνώμη που έσπασα το αγαπημένο σας φωτιστικό! |
μου λείπεις
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi manchi. A presto, un bacio. |
δεν έχω αντίρρηση(colloquiale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Ti va bene se vado?" "Mi va bene." |
Θεέ μου βόηθα!interiezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Πως είπατε;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Παρακαλώ πολύ!(indignazione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prego? Non ho di certo sessant'anni! |
τέλεια
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Μου λείπειςinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi manchi, tesoro. Torna a casa presto. Μου λείπεις αγάπη μου. Γύρνα γρήγορα σπίτι. |
κάνε μου τη χάρη να κάνεις κτ(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν έχω πρόβλημαinteriezione |
βρε που να με πάρει!
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πωπώinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Povero me! Alcune barzellette di Roger erano davvero penose! |
με μεγάλη μου χαρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όπως με γέννησε η μάνα μουlocuzione aggettivale (idiomatico) (καθομιλουμένη: κάνω κάτι) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) «Τι φοράς όταν κοιμάσαι;» «Κοιμάμαι όπως με γέννησε η μάνα μου». |
τολμώ να υποθέσω, τολμώ να πω(seguito da subordinata) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Direi che avrai fame dopo questa lunga camminata! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Να υποθέσω ότι πεινάς μετά τον περίπατό σου; |
δε δίνω δεκάραverbo intransitivo (colloquiale) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Della politica non mi frega niente. Ειλικρινά δε δίνω δεκάρα για την πολιτική. |
ζαλίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Devo sedermi, all'improvviso mi gira la testa. |
αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψειςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi dispiace di non poterti aiutare di più. Αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τη βοηθήσω περισσότερο. |
νομίζωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψηφίζω αρνητικά κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (online) |
με Like, που έχει Like(social network) (μέσα κοινωνικής δικτύωσης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il commento di Zoe è quello che ha ricevuto più like nel forum. |
όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per quanto mi riguarda non mangerò mai più una bistecca impanata di alligatore. Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά. |
θα ήθελαverbo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi piacerebbe che ti dedicassi di più al sito della comunità. Θα ήθελα να συμμετέχεις περισσότερο στην ιστοσελίδα της κοινότητας. |
Τι χαμπάρια;(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non ti vedo da secoli. Come va la vita? |
συγγνώμη, με συγχωρείτεinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Dopo aver ruttato sonoramente, James arrossì e disse "scusi!". |
γκέγκε;, μπήκες;interiezione (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επίτρεψε μου, επιτρέψτε μουinteriezione Signorina, mi permetta di aprirle la porta. Δεσποινίς, επιτρέψτε μου να ανοίξω την πόρτα. |
συγγνώμηinteriezione (formale) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mi scusi, non volevo venirle addosso. Συγγνώμη, δεν ήθελα να πέσω πάνω σας. |
κρίμαinteriezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi dispiace sentire dell'incidente di tua madre. |
λυπάμαιinteriezione (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi dispiace per la tua perdita. Λυπάμαι για την απώλειά σας. |
νομίζωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ironico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λυπάμαιinteriezione (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi dispiace, ma il tuo ragionamento non è del tutto corretto. Με συγχωρείς, αλλά δεν έχεις δίκιο σε αυτό που σκέφτεσαι εδώ. |
φύγε από εδώ, παράτα μας, άντε ρε, σώπα ρεinteriezione (colloquiale) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Hai visto la Regina al Burnley market? Ma dai! Είδες τη Βασίλισσα στην αγορά του Μπέρνλεϊ; Παράτα μας! (or: Άντε ρε!) |
Πώς είπατε;(formale) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
συμπάσχωverbo (με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi dispiace per i miei vicini che ultimamente hanno avuto parecchi problemi. |
αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi pare di capire che la situazione sia grave. Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση είναι σοβαρή. |
Άντε από δω!(informale: non ci credo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brett ha davvero detto una cosa del genere? Ma figurati! |
Ε, όχι!, Δεν το πιστεύω!interiezione (espressione di incredulità) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ma dai! Sandra non può veramente voler sposare quell'uomo orribile! Τι λες τώρα! Η Σάντρα δεν μπορεί να θέλει πράγματι να παντρευτεί αυτό τον απαίσιο άντρα! |
προσωπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αναρωτιέμαι(seguito da subordinata) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
με πρόλαβες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αν ήξερα ότι/πως...(seguita da subordinata) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αν θυμάμαι καλά(espressione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παραδίνομαιinteriezione (informale) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Mi arrendo!" Gridò il bambino e suo fratello lo lasciò andare. |
Για δες με!interiezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταλαβαίνω, συμπεραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi pare di capire che la odi. È vero? |
κάνω Likeverbo transitivo o transitivo pronominale (social network) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho fatto gli auguri di buon compleanno a Danny e lui ha messo un "mi piace" al mio post. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του mi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.