Τι σημαίνει το capo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης capo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του capo στο Ιταλικό.

Η λέξη capo στο Ιταλικό σημαίνει διευθυντής, διευθύντρια, κεφαλή, κεφαλή, ακρωτήριο, αφεντικό, μεγάλο κεφάλι, ακρωτήριο, επικεφαλής, αφεντικό, αρχηγός, κεφάλι, εργοδηγός, αφεντικό, αφεντικό, αρχηγέ, αρχηγός, αρχι-, αρχηγός, ανώτερος, ηγέτης, ηγέτιδα, αρχηγός, επικεφαλής, κυβερνήτης, κεντρικός, κύριος, βασικός, αρχηγός, ηγέτης, αφεντικό, αφεντικίνα, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος, προϊόν, γκλάβα, κούτρα, καθοδηγητής, καθοδηγήτρια, ρούχο, αρχηγός, επικεφαλής, επί κεφαλής, πολέμαρχος, αρχιστράτηγος, επίπληξη, επίπληξη, καταλαβαίνω, κατανοώ, μαλώνω, αφεντικό, επίπληξη, γνέφω με κτ, κατηγορία, λύνω, ασκεπής, μουσκεμένος, που κουνιέται πάνω κάτω, ξανά, πάλι, ξανά, πάλι, χωρίς λόγο, ξανά από την αρχή, μέχρι την άκρη του κόσμου, στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο, απ' την κορφή ως τα νύχια, διάστημα, νεύμα, αρχηγός, αρχηγός ομάδας προσκόπων, ισχυρός άνδρας, ισχυρός άντρας, πολιτικός ηγέτης, αρχικατάσκοπος, μεγάλο αφεντικό, αρχηγός κράτους, ένδυμα, χαρισματικός ηγέτης, αστυνομικός διευθυντής, αρχιβιβλιοθηκάριος, αρχηγός της αστυνομίας, Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου, αρχιπροσκοπίνα, αρχηγός της αντιπολίτευσης, αρχηγός αστυνομίας, αρχηγός αστυνομίας, θρησκευτικός ηγέτης, αρχιστράτηγος, Κέηπ Τάουν, πρωθυπουργός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, επικεφαλής πένθιμης πομπής, διευθυντής ληξιαρχείου δήμου, επικεφαλής έργου, ανώτερος αστυνομικός ερευνητής, κύριος ερευνητής, κύρια ερευνήτρια, εργοταξιάρχης, αρχηγός, αναδίπλωση λέξεων, ρούχο, άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη, επιστάτης, φάσσα, υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας, υπεύθυνη κομματικής πειθαρχίας, αστυνομικός διευθυντής, αστυνομική διευθύντρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης capo

διευθυντής, διευθύντρια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Quell'uomo è il capo della compagnia.

κεφαλή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κεφαλή

sostantivo maschile (unità di bestiame)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'allevatore ha venduto il suo bestiame per cinquanta dollari a capo.

ακρωτήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Teresa ha visto il sole sorgere al promontorio stamattina.
Η Τερέζα είδε την ανατολή του ηλίου στο ακρωτήριο σήμερα το πρωί.

αφεντικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se vuoi fare una pausa, chiedi al capo.
Αν θέλεις να κάνεις διάλειμμα, ρώτα το αφεντικό.

μεγάλο κεφάλι

sostantivo maschile (μεταφορικά)

Joe è il capo al lavoro ma sua moglie è quella che comanda a casa.

ακρωτήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επικεφαλής

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il presidente di una azienda è il suo capo.
Ο επικεφαλής μιας εταιρίας είναι ο πρόεδρος.

αφεντικό

(figurato: persona che comanda) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La moglie è il suo capo.
Η σύζυγός του είναι το αφεντικό του.

αρχηγός

sostantivo maschile (anche figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Lo zio Bob è il capo della nostra famiglia.

κεφάλι

(testa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργοδηγός

sostantivo maschile (responsabile di una squadra)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αφεντικό

sostantivo maschile (informale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αφεντικό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αρχηγέ

interiezione (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lo faccio immediatamente, capo.

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Chi è il capo di questo gruppo?
Ποιος είναι ο αρχηγός αυτής της ομάδας;

αρχι-

(specifico: musicista, cuoco, ecc.)

Il musicista capo si chiama direttore d'orchestra.

αρχηγός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Al momento il capo del nostro dipartimento è in riunione.
Ο προϊστάμενος του τμήματός μας είναι σε μια συνάντηση τώρα.

ανώτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il capo architetto aveva una buona squadra che lavorava con lui.
Ο ανώτερος αρχιτέκτονας είχε μια καλή ομάδα υπό τις οδηγίες του.

ηγέτης, ηγέτιδα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il Signor Smith è il leader di questo lancio commerciale.
Ο κ. Σμιθ είναι ο επικεφαλής της νέας επιχειρηματικής πρωτοβουλίας.

αρχηγός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Gli esploratori incontrarono un capotribù del posto per saperne di più sulla zona.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αρχηγός της φυλής αυτής ήταν μία νέα γυναίκα με επιβλητική παρουσία.

επικεφαλής

sostantivo maschile

κυβερνήτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κεντρικός, κύριος, βασικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il capo relatore ha lasciato gli uditori a bocca aperta per la sua intelligenza.
Ο κεντρικός ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με το πνεύμα του. Το κεντρικό θέμα της εφημερίδας ήταν το σκάνδαλο με τη δωροδοκία.

αρχηγός, ηγέτης

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
John è il leader del gruppo e di solito fanno quello che lui suggerisce.
Ο Τζον είναι ο αρχηγός (or: ηγέτης) της ομάδας, και συνήθως κάνουν αυτό που τους λέει.

αφεντικό

(κυριολεκτικά, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I dipendenti non si permettevano di chiacchierare mentre il supervisore li guardava.

αφεντικίνα

(informale: capo donna) (ανεπίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προϊόν

(singoli oggetti)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nel negozio di regali vendono degli articoli davvero carini.
Πουλάνε κάτι ωραία αντικείμενα στο κατάστημα δώρων.

γκλάβα, κούτρα

(καθομ, ειρωνικό: κεφάλι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθοδηγητής, καθοδηγήτρια

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Quell'uomo laggiù sarà la vostra guida durante l'operazione.

ρούχο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il negozio ricama simboli e motivi su tutti i tipi di indumento.
Το μαγαζί διακοσμεί κάθε είδος ρούχων με λογότυπα και σχέδια.

αρχηγός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il capotribù organizzò una festa per i viaggiatori.

επικεφαλής, επί κεφαλής

sostantivo maschile (με γενική)

(επίρρημα σε θέση ουσιαστικού: Επίρρημα που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. θα έρθω με τον έτσι μου κλπ.)
Lui è il capo dell'associazione bibliotecari.
Είναι η κεφαλή του Συνδέσμου Βιβλιοθηκών.

πολέμαρχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχιστράτηγος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επίπληξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίπληξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταλαβαίνω, κατανοώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sto cercando di capire il congiuntivo, ma non so ancora quando va usato.

μαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth rimproverò Amy per essere uscita sotto la pioggia senza un cappotto.
Η Μπεθ μάλωσε την Έιμι επειδή βγήκε στη βροχή χωρίς να φορέσει παλτό.

αφεντικό

interiezione (informale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επίπληξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La maestra ha fatto una bella ramanzina ai bambini che non avevano obbedito alle regole.

γνέφω με κτ

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

κατηγορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È stato rinviato a giudizio per tre accuse di agressione.

λύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualunque cosa io tenti, non riesco a risolvere il problema.

ασκεπής

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi presentarono a una signora con un enorme cappello e a un signore a capo scoperto.

μουσκεμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που κουνιέται πάνω κάτω

aggettivo (testa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sam osservò la testa ciondolante dell'asino che avanzava.

ξανά, πάλι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mio marito non stava ascoltando, perciò dovetti raccontare la storia di nuovo.

ξανά, πάλι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A Gina non piaceva il colore che ha utilizzato per dipingere le pareti della stanza da letto e così ha comprato un'altra tonalità per passarci sopra di nuovo.

χωρίς λόγο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ξανά από την αρχή

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il capo ha rifiutato la mia proposta, perciò siamo punto e a capo.

μέχρι την άκρη του κόσμου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il mio amore è sconfinato: ti seguirò fino in capo al mondo!

στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο

locuzione avverbiale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απ' την κορφή ως τα νύχια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pioveva così forte che in un attimo mi ritrovai bagnato dalla testa ai piedi.

διάστημα

(di tempo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στη διάρκεια της ζωής μας, θα πληγώσουμε και θα πληγωθούμε πολλές φορές.

νεύμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tom ha salutato il pubblico con un cenno della testa.
Ο Τομ χαιρέτησε το κοινό με ένα νεύμα.

αρχηγός

sostantivo maschile (colloquiale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός ομάδας προσκόπων

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ισχυρός άνδρας, ισχυρός άντρας

sostantivo maschile

ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πριν γίνει ο ισχυρός άντρας της εταιρείας, εργαζόταν εκεί ως απλός υπάλληλος.

πολιτικός ηγέτης

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

αρχικατάσκοπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μεγάλο αφεντικό

sostantivo maschile (ironico, informale) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Oggi il grande capo farà un'ispezione.

αρχηγός κράτους

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
In un regno il capo dello stato è un re piuttosto che un presidente.

ένδυμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sul luogo del delitto sono stati rinvenuti due capi d'abbigliamento.

χαρισματικός ηγέτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un muftì fu il capo carismatico della rivolta araba.

αστυνομικός διευθυντής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
I giornalisti chiesero al commissario capo dei commenti sul caso.

αρχιβιβλιοθηκάριος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρχηγός της αστυνομίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
I giornalisti hanno chiesto al capo della polizia dei commenti sul caso.

Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου

sostantivo maschile (militare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχιπροσκοπίνα

sostantivo femminile (femmina)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quasi tutto ciò che era stato insegnato ai giovani scout proveniva dalla loro capo scout.
Τα περισσότερα από τα πράγματα που έμαθαν οι νεαρές προσκοπίνες, τους τα δίδαξε η αρχιπροσκοπίνα τους.

αρχηγός της αντιπολίτευσης

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il leader dell'opposizione ha avuto un colloquio privato con il Primo Ministro circa la proposta di emendamento della legge.

αρχηγός αστυνομίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αρχηγός αστυνομίας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θρησκευτικός ηγέτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I capi religiosi della comunità si riunirono per una conferenza interconfessionale. Il Papa è il capo religioso della Chiesa cattolica.
Ο Πάπας είναι ο θρησκευτικός ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

αρχιστράτηγος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Κέηπ Τάουν

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Città del Capo è la seconda città più popolosa del Sudafrica.

πρωθυπουργός

(Italia)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il Presidente del Consiglio italiano si è dimesso dopo avere perso la fiducia in Senato.
Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας παραιτήθηκε αφού έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στη γερουσία. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα ο πρωθυπουργός είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν είναι όμως ο αρχηγός του κράτους.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile

επικεφαλής πένθιμης πομπής

sostantivo maschile (arcaico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διευθυντής ληξιαρχείου δήμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επικεφαλής έργου

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

ανώτερος αστυνομικός ερευνητής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κύριος ερευνητής, κύρια ερευνήτρια

sostantivo maschile (επιστημονικής μελέτης)

εργοταξιάρχης

sostantivo maschile (υπεύθυνος εργοταξίου)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρχηγός

sostantivo maschile (ironico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αναδίπλωση λέξεων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ρούχο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη

sostantivo maschile

Per questo progetto il vostro diretto superiore sarà Chris.
Ο Κρις θα είναι ο άμεσος προϊστάμενός σου σ' αυτό το έργο.

επιστάτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φάσσα

sostantivo femminile (πτηνό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπεύθυνος κομματικής πειθαρχίας, υπεύθυνη κομματικής πειθαρχίας

(UK: figura parlamentare)

αστυνομικός διευθυντής, αστυνομική διευθύντρια

sostantivo maschile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του capo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.