Τι σημαίνει το vita στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vita στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vita στο Ιταλικό.
Η λέξη vita στο Ιταλικό σημαίνει ζωή, μέση, ζωή, ζωή, ζωή, πνοή, ζωή, ζωή, διάρκεια ζωής, ζωή, ζωή, διάρκεια ζωής, περιφέρεια μέσης, ύπαρξη, ζωή, ζωή, μεγάλο χρονικό διάστημα, ζωντάνια, ζωή, διάρκεια ζωής, το νήμα της ζωής, μέση, διάρκεια, ακολουθώ στη ζωή μου, βιωσιμότητα, ζωή, ψυχή, ισόβια, εν ζωή, δυναμικός, μαχητικός, παιχνιδιάρης, παιχνιδιάρικος, κατά των αμβλώσεων, κπ/κτ που με σώζει, ζωντανεύω, αναζωογονώ, ιδιωτική ζωή, προσωπική ζωή, που ανασαίνει, που αναπνέει, σωτήρας, γεννάω, γεννώ, χαμηλοκάβαλος, όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνια, δίνω το αίμα μου, ζωντανός, μες την ενέργεια, γεμάτος ζωντάνια, ετοιμοθάνατος, απειλητικός, επικίνδυνος, κολλημένος στη ρουτίνα, καθοριστικός, χαμηλοκάβαλος, μοναδικός, από τη μέση και κάτω, με μεγάλη ενέργεια, με υψηλά επίπεδα ενέργειας, με... μέση, ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου, όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, εφ' όρου ζωής, για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίως, όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωής, μια φορά στα χίλια χρόνια, εδώ και πολύ καιρό, το υπόλοιπο της ζωής σου, εν ζωή, ζήτω, Έτσι είναι η ζωή., τι ζωή και αυτή!, έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα, άντε ρε κακομοίρη, τρόπος ζωής, νυχτερινή ζωή, μετά θάνατον ζωή, περιφέρεια μέσης, κλάμπινγκ, περιοχή με κέντρα διασκέδασης, ζωνάρι, οικιακή ζωή, έργο ζωής, ζωή στο χωριό, κόστος ζωής, ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίας, αιώνια ζωή, επόμενη ζωή, δύσκολη ζωή, ζήτημα ζωής και θανάτου, προσδοκώμενη διάρκεια ζωής, καλή ζωή, υψηλό βιοτικό επίπεδο, μακροβιότητα, καινούρια ζωή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vita
ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha condotto una vita interessante. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο περιπετειώδης βίος του συγγραφέα αναστάτωσε τη συντηρητική κοινωνία της εποχής. |
μέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι περισσότεροι άνθρωποι ανακαλύπτουν ότι η μέση τους φαρδαίνει όσο μεγαλώνουν. |
ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli scienziati sono rimasti sorpresi di scoprire la vita in fondo al mare. Οι επιστήμονες εξεπλάγησαν που βρήκαν ζωή στον βυθό του ωκεανού. |
ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pensi che ci sia vita intelligente su altri pianeti? Πιστεύεις ότι υπάρχει νοήμων ζωή σε άλλους πλανήτες; |
ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha una vita sociale attiva. Η γιαγιά μου μου διηγήθηκε τα πάντα για τη ζωή της ως νοσοκόμα κατά τη διάρκεια του πολέμου. |
πνοήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quella attrice dà veramente vita al suo personaggio. Αυτή η ηθοποιός δίνει πραγματική πνοή στο ρόλο. |
ζωή(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Adoro il mio bambino. È la mia vita. Λατρεύω τον γιο μου. Είναι όλη μου η ζωή. |
ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I bambini sono davvero pieni di vita. Τα παιδιά είναι πάντα γεμάτα ζωή. |
διάρκεια ζωής
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) La durata di questa batteria dovrebbe essere di venti ore. Αυτή η μπαταρία κρατάει 20 ώρες. |
ζωήsostantivo femminile (figurato: persona) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Venti anime hanno perso la vita nel bombardamento. Στον βομβαρδισμό χάθηκαν είκοσι ζωές. |
ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διάρκεια ζωής(durata di un oggetto) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Η εταιρεία παρέχει δωρεάν τεχνική υποστήριξη για τη όλη διάρκεια ζωής του προϊόντος σας. |
περιφέρεια μέσηςsostantivo femminile (giro vita, abbigliamento) (ρούχα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo abito ha una vita stretta e rimane molto attillato. |
ύπαρξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dovremmo tutti impegnarci per una vita migliore. |
ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha amato molte donne nella sua vita. |
ζωή(durata) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha ancora molta vita davanti a sé questo cappotto. Αυτό το χειμωνιάτικο μπουφάν έχει πολλά ψωμιά ακόμα. |
μεγάλο χρονικό διάστημαsostantivo femminile (figurato: lungo periodo di tempo) E com'è? È una vita che non ti vedo. |
ζωντάνια(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζωή, διάρκεια ζωής(ανθρώπου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La durata media della vita umana è in aumento nella maggior parte dei paesi. Η μέση διάρκεια ζωής του ανθρώπου αυξάνεται στις περισσότερες χώρες. |
το νήμα της ζωήςsostantivo femminile (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei lo guardò negli occhi semichiusi mentre la sua vita lo abbandonava lentamente. |
μέσηsostantivo femminile (fianchi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La vita continuava ad aumentargli, così ha dovuto comprare nuovi vestiti più grandi. Η μέση του γινόταν ολοένα και πιο φαρδιά και έτσι έπρεπε να αγοράσει καινούρια, μεγαλύτερα ρούχα. |
διάρκεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La vita di un'efemera è molto breve. |
ακολουθώ στη ζωή μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βιωσιμότητα(ambiente, immobile, ecc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La casa era piccola e angusta. Tuttavia era impressionante come la sua vivibilità fosse accresciuta da qualche semplice dettaglio, come i fiori e l'immagine bizzarra sui muri. |
ζωήsostantivo femminile (όλη η διάρκεια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tina non aveva mai visto una tempesta simile in vita sua. Η Τίνα δεν είχε ξαναδει ποτέ κάτι σαν αυτήν την καταιγίδα σε όλη της τη ζωή. |
ψυχή(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'agricoltura è la linfa vitale di quel paese. |
ισόβια
Il giudice lo ha condannato all'ergastolo. Ο δικαστής τον καταδίκασε σε ισόβια. |
εν ζωή
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Lui è il più grande scrittore norvegese vivente. Είναι ο σπουδαιότερος εν ζωή συγγραφέας της Νορβηγίας. |
δυναμικός, μαχητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I loro bambini sono esuberanti ma ben disciplinati. Τα παιδιά τους είναι δυναμικά αλλά πειθαρχημένα. |
παιχνιδιάρης, παιχνιδιάρικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cucciolo vivace balzò sul gomitolo di filo. |
κατά των αμβλώσεων(contro l'aborto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κπ/κτ που με σώζει(μεταφορικά, καθομ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ για το δάνειο! Είσαι ο σωτήρας μου! |
ζωντανεύω, αναζωογονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ιδιωτική ζωή, προσωπική ζωή
L'attore ha chiesto alla stampa di rispettare la privacy della sua famiglia. |
που ανασαίνει, που αναπνέειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το μωρό τραυματίστηκε, αλλά ακόμη ανέπνεε. |
σωτήρας(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Grazie mille di avermi prestato la macchina oggi! Sei il mio salvatore! Σ' ευχαριστώ τόσο πολύ που με άφησες να χρησιμοποιήσω το αμάξι σου σήμερα. Είσαι ο σωτήρας μου! |
γεννάω, γεννώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una rana genera migliaia di girini ogni anno. Ένας βάτραχος κάνει χιλιάδες γυρίνους κάθε χρόνο. |
χαμηλοκάβαλος(παντελόνι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όλος ζωντάνια, γεμάτος ζωντάνια(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δίνω το αίμα μου(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωντανός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Due delle quattro sorelle Hall sono ancora vive. Δύο από τις αδερφές Χαλ ζουν ακόμα. |
μες την ενέργεια, γεμάτος ζωντάνιαaggettivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Allora, così pieno di energia oggi! Perché così entusiasta? |
ετοιμοθάνατος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il corpo moribondo giaceva sul letto dell'ospedale collegato alle macchine. |
απειλητικός, επικίνδυνος(για τη ζωή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le lesioni che aveva riportato nell'incidente d'auto lo mettevano in pericolo di vita. |
κολλημένος στη ρουτίνα(μεταφορικά, καθομ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθοριστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fare volontariato nell'America Centrale è stata un'esperienza che mi ha cambiato la vita. |
χαμηλοκάβαλος(pantaloni) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μοναδικόςlocuzione aggettivale (figurato: speciale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio viaggio in Antartica è stato straordinario, l'esperienza di una vita. |
από τη μέση και κάτω
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'incidente lo lasciò paralizzato dalla vita in giù. |
με μεγάλη ενέργεια, με υψηλά επίπεδα ενέργειας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nell'affollata redazione si respira un'atmosfera frizzante. |
με... μέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ποτέ μου, ποτέ στη ζωή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non avevo mai visto un cane così brutto in vita mia! Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τόσο άσχημο σκυλί! |
όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολαverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Dopo aver pagato tutti i debiti, avevamo una vita facile. |
εφ' όρου ζωήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo prodotto è garantito a vita. |
για το υπόλοιπο της ζωής του, για όλη του τη ζωή, εφ' όρου ζωής, ισοβίωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il matrimonio è un impegno per tutta la vita. |
όλη μου την ζωή, κατά την διάρκεια όλης μου της ζωήςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono nato a Manchester e ci vivo da sempre. |
μια φορά στα χίλια χρόνιαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un'opportunità come questa capita solo una volta nella vita. |
εδώ και πολύ καιρόlocuzione avverbiale (figurato: da molto tempo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το υπόλοιπο της ζωής σουlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εν ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζήτω(esclamazione di supporto) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) La folla gridò all'unisono: "Lunga vita al re!". |
Έτσι είναι η ζωή.interiezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τι ζωή και αυτή!interiezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) George lavora più di 80 ore alla settimana. Che vita grama! |
έτσι είναι η ζωή, έτσι έχουν τα πράγματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non mi hanno preso per quel lavoro, ma sono cose che capitano. Δεν πήρα τη δουλειά αλλά έτσι είναι η ζωή. Ξέρω ότι δεν είναι δίκαιο αλλά έτσι είναι η ζωή. |
άντε ρε κακομοίρη(colloquiale, potenzialmente offensivo) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
τρόπος ζωήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) A Karen piaceva vivere in una grande città perché le offriva il tipo di stile di vita che le piaceva. Στην Κάρεν άρεσε να ζει σε μια μεγάλη πόλη γιατί της προσέφερε το είδος του τρόπου ζωής που της άρεσε. |
νυχτερινή ζωήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La spiaggia era magnifica, ma il paese non aveva vita notturna. Η παραλία ήταν σπουδαία αλλά η πόλη δεν είχε νυκτερινή ζωή. |
μετά θάνατον ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Stuart ha forti convinzioni religiose e crede nella vita nell'aldilà. |
περιφέρεια μέσηςsostantivo maschile (σώμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il giro vita di questi jeans misura quasi 84 cm. |
κλάμπινγκsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Io e la mia ragazza tutti i fine settimana andiamo per locali. |
περιοχή με κέντρα διασκέδασηςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζωνάριsostantivo femminile (για κουστούμι σμόκιν) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
οικιακή ζωή
|
έργο ζωήςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ζωή στο χωριό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κόστος ζωήςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il costo della vita in questa città è tremendamente alto. |
ελιξίριο της ζωής, φίλτρο της αθανασίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La ricerca per l'elisir di lunga vita risale a migliaia di anni fa. |
αιώνια ζωήsostantivo femminile (θρησκεία: μετά θάνατον ζωή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I cristiani credono che grazie alla fede e alle opere buone possono ottenere la vita eterna con Dio. |
επόμενη ζωήsostantivo femminile (μετενσάρκωση) Spero di reincarnarmi in un gatto nella vita futura. |
δύσκολη ζωήsostantivo femminile Chi lavora nelle miniere di carbone ha una vita difficile. |
ζήτημα ζωής και θανάτουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Uscire in fretta da una casa in fiamme è una questione di vita o di morte. |
προσδοκώμενη διάρκεια ζωήςsostantivo femminile (riferito a persone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nel Medioevo l'aspettativa di vita alla nascita era di 33 anni. |
καλή ζωήsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fa la bella vita nel suo yacht in giro per il Mediterraneo. |
υψηλό βιοτικό επίπεδοsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa città si distingue per l'alta qualità di vita dei suoi abitanti. |
μακροβιότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una dieta salutare è importante per una lunga vita. Mio nonno ebbe una lunga vita, morì a 92 anni. Ο παππούς μου έζησε μακρά ζωή, πέθανε στα 92 του. |
καινούρια ζωήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vita στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του vita
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.