Τι σημαίνει το lasciare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lasciare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lasciare στο Ιταλικό.

Η λέξη lasciare στο Ιταλικό σημαίνει φεύγω από κτ, αφήνω, αφήνω, παραιτούμαι από κτ, αφήνω, αφήνω, δίνω, αφήνω, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, μεταβιβάζω, αφήνω, αφήνω, βγαίνω, χωρίζω με, πάω πάσο, ζω περισσότερο από, παραχωρώ κτ σε κπ, αφήνω κτ στη θέση του, εγκαταλείπω, αφήνω, παρατάω, βγαίνω, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, κάνω στην άκρη, αφήνω, χαλαρώνω, παρατάω, παρατώ, βγαίνω, παραδίδω, παραχωρώ, εγκαταλείπω, κωλώνω, αφήνω, απαρνούμαι, εγκαταλείπω, αφήνω, αφήνω κτ για κπ, αφήνω κτ σε κπ, παραιτούμαι, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κτ σε κπ, αφήνω κπ με κτ, πειραχτήρι, μπερδεύω, ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο, κληροδοτώ, φέρνω, ενοχλώ, αφήνω πατημασιές σε κτ, ας γίνει ό,τι θέλει, μεγάλη απογοήτευση, πικρή απογοήτευση, τσίμα τσίμα, αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο, παραμελώ, αμελώ, κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, έχω πολλές ελλείψεις, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, δίνω χώρο σε κπ/κτ, κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους, αφήνω το σημάδι μου σε κτ, αφήνω την υπογραφή μου σε κτ, τελειώνω μία σχέση, εγκαταλείπω τα εγκόσμια, φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό, φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά, κρατάω γερά, δεν αφήνω, παραδίδω τη σκυτάλη, αφήνω, τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό, βγάζω έξω τη γάτα, αφήνω κτ ήσυχο, αφήνω κτ όπως είναι, φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τα σημάδια μου στο πρόσωπο κάποιου, αφήνω φιλοδώρημα, κερδίζω τις εντυπώσεις, κλέβω την παράσταση, εκπλήσσω, παραιτούμαι, αφήνω, εκπλήσσω, καταπλήσσω, κληροδοτώ, ξεπερνώ στο τρέξιμο, αφήνω, αφήνω άφωνο, αφήνω άναυδο, εκπλήσσω, καταπλήσσω, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι, ξεπερνώ, αφήνω ήσυχο, αφήνω ελεύθερο, χάνω τις ελπίδες μου, εγκαταλείπω κάθε ελπίδα, εμπιστεύομαι, αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη, βάζω στην άκρη, κλείνω κπ/κτ έξω, εμποδίζω, παρακωλύω, αποκλείω, περίπου, αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου, αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη, εξοκέλλω, φεύγω από το πατρικό μου, κρατάω γερά, δεν αφήνω, αγνοώ, αψηφώ, δεν δίνω σημασία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lasciare

φεύγω από κτ

Lascerò la città oggi alle tre.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά την προσβολή που υπέστη, ο ομιλητής αποχώρησε από την εκπομπή.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Venerdì sera ha lasciato sua moglie a casa ed è uscito con i suoi amici.
Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pasto mi è piaciuto, ma ho lasciato alcune patate perché ero piuttosto sazio.
Μου άρεσε το φαγητό, αλλά άφησα μερικές πατάτες γιατί είχα φουσκώσει.

παραιτούμαι από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (il lavoro)

Alice ha deciso di lasciare il suo lavoro perché non sopporta il suo capo.
Η Άλις αποφάσισε να παραιτηθεί (or: να φύγει) από τη δουλειά της, καθώς δεν μπορεί να αντέξει το αφεντικό.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho lasciato le chiavi sul tavolo della cucina nel caso tu voglia uscire.
Άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, σε περίπτωση που θελήσεις να βγεις.

αφήνω, δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha lasciato il suo numero di telefono sulla segreteria.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έδωσε (or: Άφησε) τα στοιχεία του, για να τον πάρουν μόλις έχουν πληροφορίες.

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oh, no. Ho dimenticato il regalo a casa.
Αχ όχι, ξέχασα το δώρο στο σπίτι.

επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

(permettere)

I tuoi genitori ti lasceranno andare a ballare?
Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό;

μεταβιβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di morire, figlio mio, ti lascerò tutto il mio patrimonio.
Γιε μου, πριν πεθάνω, θα σου μεταβιβάσω ολόκληρη την περιουσία μου.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il padre ha lasciato la stretta della figlia quando lei ha visto la nonna.
Ο πατέρας άφησε το χέρι της κόρης του όταν είδε τη γιαγιά.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Watson lasciò la sua posizione di sindaco.

βγαίνω

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Αν ακούσετε τον συναγερμό πυρκαγιάς παρακαλώ εξέλθετε του κτιρίου με τάξη.

χωρίζω με

(relazioni)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Secondo me dovresti lasciare il tuo ragazzo.

πάω πάσο

verbo transitivo o transitivo pronominale (poker: non rilanciare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richard ha preferito lasciare piuttosto che giocarsi tutti i soldi.
Ο Ρίτσαρντ αποφάσισε να πάει πάσο παρά να ρισκάρει όλα του τα χρήματα.

ζω περισσότερο από

verbo transitivo o transitivo pronominale (parenti del morto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La vittima dell'incidente lascia la moglie e due figli.
Το θύμα του ατυχήματος άφησε πίσω του γυναίκαι και δύο παιδιά.

παραχωρώ κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport: vittoria)

La squadra di baseball della nostra scuola ha giocato bene, ma ha lasciato il campionato ai nostri avversari.

αφήνω κτ στη θέση του

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκαταλείπω, αφήνω

(rivolto a persone)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μη με εγκαταλείπεις! Απλά χρειάζομαι λίγη παραπάνω ενθάρρυνση.

παρατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγαίνω

(una strada)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo lasciato la strada principale e percorso le stradine in mezzo ai campi.
Βγήκαμε από τον κεντρικό δρόμο και οδηγήσαμε προς την εξοχή.

εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo fidanzato l'ha lasciata quando ha saputo che era incinta di un altro. Ha abbandonato sua moglie quando le cose si sono complicate.
Ο φίλος της την εγκατέλειψε (or: παράτησε) όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από άλλον άντρα. Παράτησε τη γυναίκα του όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα.

κάνω στην άκρη

verbo transitivo o transitivo pronominale (di strada) (στον παράδρομο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non azionando il freno a mano ha lasciato che la macchina se ne andasse giù per la discesa.

χαλαρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard ha allentato la scotta per ridurre la velocità della barca.

παρατάω, παρατώ

(informale) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry si è reso conto che litigava tutto il tempo con la fidanzata, quindi l'ha mollata.
Ο Χάρυ διαπίστωσε πως μάλωνε συνέχεια με το κορίτσι του, οπότε την παράτησε.

βγαίνω

(από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Rachel ha detto al capo cosa pensava di lui ed è uscita dalla stanza.

παραδίδω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli ospiti possono depositare i loro cappotti all'ingresso.
Οι επισκέπτες μπορούν να παραδώσουν τα παλτό τους στην είσοδο.

παραχωρώ

(vantaggio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La squadra di rugby ha perso rapidamente il suo vantaggio.

εγκαταλείπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha abbandonato la scuola prima di diplomarsi. Diversi partecipanti hanno abbandonato il torneo per infortunio.
Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών.

κωλώνω

(αργκό, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφήνω

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia moglie mi ha permesso di uscire con gli amici ieri sera.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν επέτρεψε στα παιδιά της να δουν την ταινία επειδή περιέχει πολλές σκηνές βίας.

απαρνούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il soldato decise di abbandonare le proprie responsabilità nei confronti della patria e disertò.
Ο στρατιώτης αποφάσισε να απαρνηθεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στην πατρίδα του και λιποτάκτησε.

εγκαταλείπω, αφήνω

(persona, animale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack ha lasciato la sua ragazza e non le ha più rivolto parola.
Ο Τζακ εγκατέλειψε την κοπέλα του και δεν της ξαναμίλησε ποτέ.

αφήνω κτ για κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lasciò solamente un pezzo di pizza per gli altri.
Άφησε μόνο ένα κομμάτι πίτσα για τους άλλους.

αφήνω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lasciami il tuo numero casomai avessi bisogno di contattarti.
Άφησέ μου το τηλέφωνό σου, σε περίπτωση που χρειαστεί να επικοινωνήσουμε.

παραιτούμαι

(formale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ως εδώ, αρκετά! Παραιτούμαι! (or: Φεύγω!)

αφήνω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Posso lasciarti le chiavi per il caso che succeda qualcosa?
Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι;

αφήνω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (in eredità)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Suo padre le ha lasciato nel testamento il suo orologio antico.
Στη διαθήκη του ο πατέρας της της άφησε το ρολόι αντίκα.

αφήνω κπ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se prendi quella banconota da venti, mi lascerai con meno di cinque euro.
Αν πάρεις αυτό το εικοσάρικο, θα με αφήσεις με λιγότερο από πέντε λίρες.

πειραχτήρι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Μην είσαι πειραχτήρι! Πες το μου στα ίσια!

μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω, αφήνω ελεύθερο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cani stavano facendo una tale confusione che li ho liberati nel recinto dei cavalli.

κληροδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το σπίτι και όλα τα υπάρχοντα κληροδοτήθηκαν σ' εκείνη.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Visto che passi da casa mia in ogni caso, puoi portarmi quei documenti?

ενοχλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quello che mi incuriosisce del film è perché lui non torna più.

αφήνω πατημασιές σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Guarda! Hai sporcato tutta la casa che avevo appena pulito!

ας γίνει ό,τι θέλει

verbo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεγάλη απογοήτευση, πικρή απογοήτευση

Perdere la finale dei playoff è stata un'amara delusione per i tifosi della città.

τσίμα τσίμα

(ανεπίσημο: οριακά, ίσα ίσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lascialo stare.
Μην τον ενοχλείς.

παραμελώ, αμελώ

(tralasciare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da quando è morta sua moglie ha lasciato andare le cose e la casa è in grande disordine.

κάνω εντύπωση, τραβάω την προσοχή

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω ανοιχτή την πόρτα

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il primo ministro ha dichiarato che vorrebbe lasciare una porta aperta per negoziazioni future.

έχω πολλές ελλείψεις

(κάτι λείπει)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La tua educazione a tavola lascia molto a desiderare. La casa era graziosa dall'esterno, ma all'interno lasciava molto a desiderare.

αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ

(figurato) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I genitori lasciano il segno sui figli.

δίνω χώρο σε κπ/κτ

(figurato: volontario) (μεταφορικά: να κάνει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il primo ministro sta lasciando la porta aperta per una futura ripresa dei negoziati non tagliando completamente i legami con gli ex alleati.

κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους

(idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφήνω το σημάδι μου σε κτ, αφήνω την υπογραφή μου σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Peter Jackson ha lasciato il proprio segno nel settore cinematografico.

τελειώνω μία σχέση

(relazione)

Sarah e John stavano per sposarsi il mese prossimo, ma lei ha scoperto che lui aveva un'amante e ha troncato.

εγκαταλείπω τα εγκόσμια

verbo transitivo o transitivo pronominale (eufemismo: morire) (ευφημισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voglio lasciare questo mondo nei tempi e nei modi che più mi aggradano.
Θα ήθελα να εγκαταλείψω τα εγκόσμια στο χρόνο και με τον τρόπο που θα επέλεγα εγώ.

φεύγω από τη χώρα/στο εξωτερικό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho lasciato il paese cinque anni fa quando mi sono trasferito in Spagna.

φεύγω από τη φωλιά, αφήνω τη φωλιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La maggior parte degli uccelli lascia il nido quando ha imparato a volare.

κρατάω γερά, δεν αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραδίδω τη σκυτάλη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono stata segretaria di questo club per troppo tempo: è arrivato il momento di passare il testimone a qualcun altro.
Έχω υπάρξει γραμματέας του συλλόγου για πάρα πολύ καιρό: είναι καιρός να παραδώσω τη σκυτάλη σε κάποιον άλλο.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riuscivo più a tenere la fune e l'ho lasciata andare.
Δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το σκοινί, έπρεπε να το αφήσω.

τα χάνω, μένω με το στόμα ανοιχτό

(μτφ: εκπλήσσομαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω έξω τη γάτα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non dimenticarti di fare uscire il gatto prima di andare a letto stasera!

αφήνω κτ ήσυχο

verbo transitivo o transitivo pronominale

αφήνω κτ όπως είναι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I tuoi capelli stanno bene così. Lasciali stare!

φεύγω από τη φωλιά

(uccello)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω τα σημάδια μου στο πρόσωπο κάποιου

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il tempo aveva lasciato dei segni profondi sul volto di Leon.

αφήνω φιλοδώρημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

κερδίζω τις εντυπώσεις, κλέβω την παράσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκπλήσσω

(sorprendere, impressionare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παραιτούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vorrei annunciare che lascio l'incarico di direttore dell'azienda.
Θα ήθελα να ανακοινώσω ότι αποσύρομαι από διευθυντής της εταιρείας.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ακολουθεί επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo shock lo rese muto.
Το σοκ τον άφησε άφωνο.

εκπλήσσω, καταπλήσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mago mi sorprese con le sue illusioni.

κληροδοτώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'uomo morì in povertà senza lasciare alcun bene in eredità.

ξεπερνώ στο τρέξιμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφήνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω άφωνο, αφήνω άναυδο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εκπλήσσω, καταπλήσσω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφήνω ήσυχο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voglio semplicemente essere lasciata in pace per andare avanti col mio romanzo.

αφήνω ελεύθερο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Ha lasciato liberi i cani nel mio prato e hanno fatto un bel macello!
Έλυσε τα σκυλιά του στο γκαζόν μου και το έκαναν χάλια!

χάνω τις ελπίδες μου, εγκαταλείπω κάθε ελπίδα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εμπιστεύομαι

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel ha affidato i biglietti a Brian, consapevole che in mano sua sarebbero andati persi.
Η Ρέιτσελ εμπιστεύτηκε τα εισιτήρια στον Μπράιαν, καθώς ήξερε πως η ίδια θα τα έχανε.

αφήνω έξω, εξαιρώ, δεν λαμβάνω υπόψη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Escludendo i due girasoli, non c'erano fiori nel giardino.

βάζω στην άκρη

verbo transitivo o transitivo pronominale (abbandonare temporaneamente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per un po' devo mettere da parte il progetto di cambiare casa perché il lavoro non va benissimo e non posso permettermi grossi debiti.

κλείνω κπ/κτ έξω

verbo transitivo o transitivo pronominale

Nancy chiude sempre fuori il gatto di notte.
Η Νάνση πάντα κλείνει την γάτα έξω τη νύχτα.

εμποδίζω, παρακωλύω

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ostacolo imprevisto la lasciò di stucco e non riuscì a finire in tempo.

αποκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uffa, mamma, non è giusto, hanno invitato tutti e hanno lasciato fuori solo me!
Στο πάρτι προσκαλέστηκαν όλα τα παιδιά, αλλά εμένα με άφησαν στην απέξω.

περίπου

interiezione (figurato: non trattabile)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La mia nuova macchina costa novecento dollari: prendere o lasciare.

αφήνω το σημάδι μου, αφήνω την υπογραφή μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά: σε κτ/κπ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dick Button lasciò il segno nel pattinaggio artistico quando si esibì nel suo primo doppio axel.

αφήνω στην άκρη, κάνω στην άκρη, βάζω στην άκρη

(figurato: ignorare) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mettiamo da parte le nostre differenze per trovare una soluzione comune al problema .
Ας αφήσουμε στην άκρη τις διαφορές μας για να μπορέσουμε να βρούμε μια λύση για το κοινό μας πρόβλημα.

εξοκέλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (imbarcazione)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα ψαροκάικα εξόκειλαν, όταν υποχώρησαν τα νερά.

φεύγω από το πατρικό μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I ragazzi hanno finalmente lasciato il nido e ora siamo solo noi due.

κρατάω γερά, δεν αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αγνοώ, αψηφώ, δεν δίνω σημασία

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per adesso lasciamo da parte questo problema e concentriamoci su cose più importanti.
Ασ αγνοήσουμε προς το παρόν αυτό το πρόβλημα και ας ασχοληθούμε με πιο σημαντικά ζητήματα.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lasciare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.