Τι σημαίνει το vissuto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vissuto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vissuto στο Ιταλικό.
Η λέξη vissuto στο Ιταλικό σημαίνει κατοικήσιμος, έμπειρος, ακολουθώ στη ζωή μου, δουλειά, ζω, ζω, ρουφάω, ρουφώ, ζω, επιβιώνω, ζω, πορεύομαι, ζω, κάνω, ακολουθώ, κάνω, μένω, ζω, κατοικώ, ζω όλο μου τον χρόνο, επιβιώνω, ζω, μένω, ζω, ζω, κατοικώ, διαμένω, ζω, αισθάνομαι, νιώθω, ζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vissuto
κατοικήσιμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έμπειροςaggettivo (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ralph è un esperto falegname ed è molto abile. |
ακολουθώ στη ζωή μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che cosa fai per vivere? Faccio il dentista. Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con due lavori a tempo pieno non c'è tempo per vivere. |
ζωverbo intransitivo (τα βγάζω πέρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vivono da anni con una dieta quasi solo a base di riso. Ζούσαν για πολλά χρόνια τρώγοντας ρύζι και κάτι λίγα ακόμη. |
ρουφάω, ρουφώ(recepire) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I turisti trascorsero la mattina immersi nel paesaggio e negli odori del mercato locale. |
ζω, επιβιώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Molte persone al mondo vivono con meno di un dollaro al giorno. Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. |
ζωverbo intransitivo (godere la vita) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non puoi lavorare tutta la vita; devi anche vivere! Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις! |
πορεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il profeta ci ha insegnato a vivere in pace. |
ζω, κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molti monaci vivono una vita spartana. Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή. |
ακολουθώ, κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (condurre l'esistenza) (τρόπος ζωής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vive una vita morale così come la predica. Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του. |
μένω, ζω, κατοικώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Στην Ινδία, πολλοί φτωχοί άνθρωποι κατοικούν σε παραγκουπόλεις. |
ζω όλο μου τον χρόνοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha trascorso i suoi ultimi anni nella stessa cittadina. Έζησε όλα της τα τελευταία χρόνια στην ίδια μικρή πόλη. |
επιβιώνωverbo intransitivo (έμβια όντα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli scarafaggi vivono da milioni di anni. Οι κατσαρίδες επιβιώνουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια. |
ζω, μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Luca abita al secondo piano. Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa specie vive per lo più nell'Amazzonia. Αυτό το είδος ζει κυρίως στον Αμαζόνιο. |
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il re non è morto! È vivo! Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)! |
κατοικώ, διαμένω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο γέρος κατοικεί (or: διαμένει) σε μια καλύβα στο δάσος. |
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sì, è ancora vivo. Dovrebbe avere novant'anni. Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών. |
αισθάνομαι, νιώθω(σωματική αίσθηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sento molto dolore al ginocchio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές. |
ζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha passato il periodo più brutto della sua vita in quel carcere. // Il paese sta vivendo un boom economico senza precedenti. Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locuzione aggettivale All'età di 90 anni l'uomo poteva ripensare a una vita lunga e ben vissuta. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vissuto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του vissuto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.