Τι σημαίνει το vista στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vista στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vista στο Ιταλικό.

Η λέξη vista στο Ιταλικό σημαίνει βλέπω, βλέπω, διακρίνω, βλέπω, βλέπω, μαθαίνω, βλέπω, βλέπω, βλέπω, θεωρώ, βλέπω, βλέπω, ζω, βλέπω, προσέχω, βλέπω, αντικρίζω, υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω, κάνω ante, -, κάνω call, κάνω κόλ, τα βλέπω, θεωρώ, βλέπω, πιάνει το μάτι μου, έχω συνάντηση με κπ, παίζω, βάζω, όραση, όραση, όραση, θέα, παρατήρηση, αντίληψη, θέα, μάτι, θέα, θέα, οπτικό πεδίο, βίζα, που τον είδαν, που θεάθηκε, που παρατηρήθηκε, που παρακολουθείται, δεδομένος, βλέπω, βλέπω κπ ως κτ, αμφισβητώ, βλέπω κπ/κτ φευγαλέα, μαυρίλα, ανυπομονώ για κτ, όμορφος, εμφανίσιμος, αισθητικά ευχάριστος, εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός, αθόρυβα, απαρατήρητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vista

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai mai visto un libro così grande?
Έχεις δει ποτέ σου τόσο μεγάλο βιβλίο;

βλέπω, διακρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vedi quella collina in lontananza?
Μπορείς να διακρίνεις εκείνον τον λόφο στο βάθος;

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai visto il suo ultimo film?
Έχεις δει την τελευταία της ταινία;

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (percepire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io vedo la situazione in modo diverso.
Αντιλαμβάνομαι διαφορετικά την κατάσταση.

μαθαίνω, βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (capire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devo vedere se mio padre ne sa qualcosa.

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quelli che hanno visto hanno detto che era uno spettacolo orribile.

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vediamo, cosa dobbiamo fare ora?
Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά;

θεωρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vedo come il futuro primo ministro.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με φρόντιζε τόσα χρόνια και πλέον τη βλέπω σα μητέρα.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Stai vedendo parecchi di quei ragazzi in questo periodo, vero?
Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι;

βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scommesse)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vedo i tuoi cento, e rialzo di altri cento.

ζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa barca ha visto giorni migliori.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν και σχετικά νέος έχω δει πολλά στη ζωή μου.

βλέπω, προσέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vedo che i minatori hanno scioperato di nuovo, secondo quanto dice il giornale.

βλέπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non ci vedo. Puoi accendere la luce?
Δεν βλέπω. Μπορείς να ανάψεις το φως;

αντικρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La prima volta che abbiamo visto le Montagne Rocciose siamo rimasti stupefatti.
Νιώσαμε δέος όταν για πρώτη φορά αντικρίσαμε τα Βραχώδη Όρη.

υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω

(vivere un evento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I nostri nonni hanno visto la guerra e sanno cosa significa perdere tutto.

κάνω ante

verbo transitivo o transitivo pronominale (puntata in giochi di carte) (πόκερ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho dovuto vedere i 100 $ per stare in partita.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ci vediamo stasera!
Τα λέμε το βράδυ!

κάνω call

(giochi di carte)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho deciso di vedere, e gli altri hanno dovuto mostrare le carte.

κάνω κόλ

verbo intransitivo (poker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vuoi vedere o rialzare?

τα βλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (poker) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vedo i tuoi dieci e rialzo di dieci.

θεωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molta gente vede i tatuaggi negativamente.
Πολλοί άνθρωποι έχουν κακή γνώμη για τα τατουάζ.

βλέπω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di comprare questa casa, ne avevamo visionate altre cinque.

πιάνει το μάτι μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando ho intravisto il mio aspetto allo specchio, sono tornata immediatamente all'armadio per cambiarmi.
Όταν παρατήρησα την εμφάνισή μου στον καθρέφτη, έτρεξα αμέσως πίσω στη ντουλάπα μου για να αλλάξω.

έχω συνάντηση με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La nostra squadra di consulenti ti incontrerà per parlare dei tuoi obiettivi professionali.
Η ομάδα των συμβούλων μας θα έχει συνάντηση μαζί σας, προκειμένου να συζητήσετε τους επαγγελματικούς στόχους σας.

παίζω, βάζω

(musica) (αναμετάδοση, αναπαραγωγή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sto facendo suonare il nuovo cd nello stereo.
Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό.

όραση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Senza occhiali non ho una vista molto buona.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κινδύνεψε να χάσει το φως του.

όραση

sostantivo femminile (capacità visiva)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gavin andò da un oculista perché aveva qualche problema alla vista.
Ο Γκάβιν επισκέφτηκε έναν οπτικό επειδή είχε προβλήματα με την όρασή του.

όραση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nei suoi ultimi anni, la vista di Gretchen iniziò a declinare.

θέα

sostantivo femminile (panorama)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una vista mozzafiato da sopra la ruota panoramica.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το θέαμα που αντίκρισαν οι αστυνομικοί ήταν αποκρουστικό.

παρατήρηση, αντίληψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia vista non è più quella di una volta.
Οι δυνατότητες αντίληψης μου δεν είναι πια αυτές που ήταν.

θέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάτι

(vista) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha un occhio eccezionale, riesce a leggere i caratteri piccolissimi.
Έχει πολύ καλό μάτι και μπορεί να διαβάζει και τον μικρότερο τυπογραφικό χαρακτήρα.

θέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si sono fermati in un punto sopraelevato per vedere il panorama sulla città.
Σταμάτησαν σε σημείο με υψόμετρο, για να δουν τη θέα της πόλης.

θέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una vista magnifica fuori della finestra.
Έχει καταπληκτική θέα από το παράθυρο.

οπτικό πεδίο

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La città è scomparsa dalla vista.

βίζα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il funzionario controllò che il visto fosse in ordine per far entrare lo straniero nel paese.

που τον είδαν

aggettivo (για θεαματικότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που θεάθηκε, που παρατηρήθηκε

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Qui è stato visto l'uccello colorato.

που παρακολουθείται

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ultimo episodio della serie è stato il più visto di sempre.

δεδομένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Vista la sua reputazione, non so se dovremmo assumerlo.
Δεδομένης της φήμης του, δεν είμαι σίγουρος ότι θα πρέπει να τον προσλάβουμε.

βλέπω

(farsi visitare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo andare da un dottore.
Πρέπει να δω έναν γιατρό.

βλέπω κπ ως κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Gli studenti considerano il loro professore un esempio.
Τα παιδιά βλέπουν τον δάσκαλό τους ως πρότυπο.

αμφισβητώ

(figurato: [qlcn] che sta mentendo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω κπ/κτ φευγαλέα

Tom intravedeva il sole attraverso le nuvole.

μαυρίλα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανυπομονώ για κτ

E solo lunedì e sono già impaziente che arrivi il fine settimana.

όμορφος, εμφανίσιμος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αισθητικά ευχάριστος

Mi piace quel giardino: trovo bello esteticamente il contrasto tra le curve e le linee dritte. Ciò che riteniamo esteticamente piacevole dipende da ciò che ci hanno insegnato essere alla moda.

εύστροφος, οξυδερκής, διορατικός, προνοητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αθόρυβα, απαρατήρητα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vista στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του vista

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.