Τι σημαίνει το donna στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης donna στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του donna στο Ιταλικό.
Η λέξη donna στο Ιταλικό σημαίνει γυναίκα, γυναίκα, γυναικάκι, ντάμα, βασίλισσα, γυναίκα, κυρία, γυναίκα, γκόμενα, γκομενίτσα, Δόνα, θηλυκός, γυναίκα, δόνα, η φιλενάδα ενός γκάνγκστερ, γκόμενα, υπηρέτρια, απεριποίητη, βρώμικη, βοηθός στο σπίτι, τοβοξόλος, βοηθός, γυναικείος, υπηρέτρια, γυναίκα-τρόπαιο, γυναίκα τρόπαιο, μόδιστρος, χωρισμένη, ζωντοχήρα, αστυνομικός, γυναίκα των ενόπλων δυνάμεων, ενηλικίωση, παιχνιδιάρα, διανοούμενη, καθαρίστρια, καθαρίστρια, θρησκευόμενη, εκκλησιαζόμενη, κληρικός, γυναίκα του υποκόσμου, ραπτική, αστυνομικός σε περιπολία, εκείνη που κάνει πρόποση σε επίσημο δείπνο, κάτοικος, γυναίκα μπόντι μπίλντερ, καθαρίστρια, μεγάλη γυναίκα, γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθεί, εκδιδόμενη, καθαρίστρια, καλλονή, μεγάλη κυρία, καθαριστής, οικονόμος, παντρεμένη, ώριμη γυναίκα, ηλικιωμένη κυρία/γυναίκα, γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση, ελεύθερη γυναίκα, εργένισσα, εκλεπτυσμένη γυναίκα, νεαρή γυναίκα, εκλεπτυσμένη κυρία, κομψή κυρία, υλίστρια, ντάμα κούπα, η άλλη, τσάντα, κοινή γυναίκα, γυναίκα καριέρας, γυναίκα για καριέρα, ερωμένη πλούσιου άντρα που συντηρείται από αυτόν, άστεγη, μεγάλη κυρία, Ολλανδέζα, όνομα που χρησιμοποιείται όταν το πραγματικό όνομα μιας γυναίκας είναι άγνωστο, εμπειρία, γυναίκα των σπηλαίων, η μέση γυναίκα, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, πιλότος της πολεμικής αεροπορίας, μελαμψή, λευκή, τυφλή, ιθαγενής της Αυστραλίας, ελεύθερος άνθρωπος, απελεύθερη, επίτιμη δημότης, πλανόδια καλλιτέχνις, άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης, σοουγούμαν, showwoman, Νεάντερταλ, Γυναικείες Σπουδές, αποκαθιστώ, κάνω slut-shaming, κουφάλα, σκρόφα, εργαζόμενο κορίτσι, πορτοφόλι, μέγαιρα, εξωγήινη, κυρία, μαύρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης donna
γυναίκαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È una bella donna. Είναι όμορφη γυναίκα. |
γυναίκαsostantivo femminile (informale: partner) (αργκό: όχι σύζυγος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mia donna mi tratta bene. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καιρό έχουμε να τα πούμε! Πως είναι η γυναίκα; Είστε ακόμα μαζί; |
γυναικάκιsostantivo femminile (informale: moglie) (καθομ, ενίοτε μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Devo tornare a casa dalla mia donna. |
ντάμαsostantivo femminile (carte) (τράπουλα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bill ha una coppia di donne. |
βασίλισσαsostantivo femminile (scacchi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La donna è il pezzo più versatile della scacchiera. |
γυναίκαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È stata la prima donna eletta presidente. Ήταν η πρώτη γυναίκα που κατάφερε να γίνει Πρόεδρος. |
κυρία(desueto: titolo) (τίτλος ευγενείας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυναίκαsostantivo femminile (colloquiale: partner) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua donna si ingelosisce se parla con altre donne. Η δικιά του ζηλεύει όταν μιλά σε άλλες. |
γκόμενα, γκομενίτσα(αργκό, πιθανώς προσβλ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nuova donna di Simon è incredibilmente meravigliosa. |
Δόναsostantivo femminile (storico: appellativo) (Ισπανικός τίτλος τιμής) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
θηλυκός(non maschio) (για ζώα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Durante la calura torrida Tom invidiava le sue colleghe donne perché potevano vestirsi in modo più leggero che non con un abito. // Come donna a volte preferisco andare da un medico donna per certe cose. Κατά τη διάρκεια του καύσωνα ο Τομ ζήλευε τις γυναίκες συναδέλφους του μπορούσαν να φοράνε πιο λεπτά ρούχα. // Ως γυναίκα, ορισμένες φορές προτιμώ τις γυναίκες γιατρούς για κάποια θέματα. |
γυναίκαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δόνα(titolo) (τίτλος: Πορτογαλία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η φιλενάδα ενός γκάνγκστερ(gergale: del gangster) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γκόμενα(informale: donna) (καθομιλουμένη, προσβλ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ορισμένοι άντρες δεν σταματούν ποτέ να κυνηγούν τον ποδόγυρο, ούτε καν αφού παντρευτούν. |
υπηρέτρια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Amelia ha trovato lavoro come colf in un palazzo. |
απεριποίητη, βρώμικη(colloquiale) (μόνο για γυναίκα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βοηθός στο σπίτι
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
τοβοξόλος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βοηθός(generico) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Abbiamo troppo lavoro da fare. Dovremo prendere un aiutante. |
γυναικείος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υπηρέτριαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Erina ha lavorato come domestica presso una famiglia ricca mentre era al college. Η Έριν εργαζόταν ως υπηρέτρια για μια πλούσια οικογένεια όταν ήταν στο κολέγιο. |
γυναίκα-τρόπαιο, γυναίκα τρόπαιοsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Gli uomini alla conferenza sembravano tutti avere delle donne trofeo. |
μόδιστροςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Coco sognava di iniziare una sua attività diventando una sarta di abiti da donna professionista. |
χωρισμένη, ζωντοχήραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nuova fidanzata di Hugh è una divorziata recente. |
αστυνομικόςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le poliziotte hanno le stesse responsabilità dei loro colleghi uomini. |
γυναίκα των ενόπλων δυνάμεων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una donna appartenente alle forze armate stava in piedi in silenzio vicino al suo zaino. |
ενηλικίωσηsostantivo maschile (ηλικία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παιχνιδιάραsostantivo femminile (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διανοούμενηsostantivo femminile (γυναίκα) |
καθαρίστριαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καθαρίστριαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θρησκευόμενη, εκκλησιαζόμενηsostantivo femminile (religione) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
κληρικός(religione) (γυναίκα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυναίκα του υποκόσμουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ραπτικήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αστυνομικός σε περιπολίαsostantivo femminile (γυναίκα) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκείνη που κάνει πρόποση σε επίσημο δείπνοsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάτοικοςsostantivo femminile (πόλης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυναίκα μπόντι μπίλντερsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρίστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quanto paghi la donna delle pulizie ogni mese? |
μεγάλη γυναίκαsostantivo femminile Lei si veste come una donna adulta ma è ancora una ragazzina. |
γυναίκα της οποίας η τιμή έχει αποκατασταθείsostantivo femminile (antiquato: donna sposata) (παλαιό, χιουμοριστικό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Oggi Jon mi ha fatto la proposta di matrimonio. Dopo dieci anni di vita insieme finalmente sarò una donna rispettabile! |
εκδιδόμενηsostantivo femminile (prostituta) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fin dall'adolescenza Mary è una donna di strada. |
καθαρίστριαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mia nonna mette sempre tutto in ordine prima che le arrivi la donna delle pulizie. |
καλλονήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ormai è in là con gli anni, ma da giovane dev'essere stata una gran bella donna. |
μεγάλη κυρίαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La moglie del presidente è una gran donna. |
καθαριστής, οικονόμοςsostantivo femminile (donna) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La nonna da giovane faceva la donna delle pulizie, che era uno dei pochi lavori che le era permesso fare. |
παντρεμένηsostantivo femminile (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ώριμη γυναίκαsostantivo femminile (μεταφορικά) |
ηλικιωμένη κυρία/γυναίκαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sul marciapiede un'anziana aspettava l'arrivo dell'autobus. |
γυναίκα μετά την εμμηνόπαυσηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Si raccontano molte barzellette sulle donne in menopausa. |
ελεύθερη γυναίκα, εργένισσαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si è lasciata con il fidanzato e ora è di nuovo una donna single. |
εκλεπτυσμένη γυναίκαsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mia zia Charlotte era una vera donna di mondo. |
νεαρή γυναίκαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non era più una ragazzina ma una giovane donna alla ricerca di se stessa. |
εκλεπτυσμένη κυρία, κομψή κυρία
Jessie mi mancherà, era davvero una donna di classe. |
υλίστρια
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ντάμα κούπαsostantivo femminile (carta da gioco) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
η άλληsostantivo femminile (amante) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τσάντα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοινή γυναίκαsostantivo femminile (prostituta) (ευφημισμός) |
γυναίκα καριέρας, γυναίκα για καριέραsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ερωμένη πλούσιου άντρα που συντηρείται από αυτόνsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
άστεγηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μεγάλη κυρίαsostantivo maschile (figurato, informale) (συνήθως με γενική) |
Ολλανδέζαsostantivo femminile (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
όνομα που χρησιμοποιείται όταν το πραγματικό όνομα μιας γυναίκας είναι άγνωστοsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εμπειρία(esperto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυναίκα των σπηλαίωνsostantivo femminile (donna preistorica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η μέση γυναίκαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιλότος της πολεμικής αεροπορίαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πιλότος της πολεμικής αεροπορίαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μελαμψήsostantivo femminile |
λευκήsostantivo femminile |
τυφλήsostantivo femminile |
ιθαγενής της Αυστραλίαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ελεύθερος άνθρωποςsostantivo femminile (non detenuta o in carcere) |
απελεύθερηsostantivo femminile (dalla schiavitù) (δούλη που ελευθερώθηκε) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίτιμη δημότηςsostantivo femminile (da una città) |
πλανόδια καλλιτέχνιςsostantivo femminile |
άνθρωπος του έξω, άνθρωπος της φύσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
σοουγούμαν, showwoman
(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Νεάντερταλsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Γυναικείες Σπουδέςsostantivo plurale maschile |
αποκαθιστώ(datato, antiquato: sposare) (παλαιό ή χιουμοριστικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il padre di Sara era felice perché Tom ne aveva fatto una donna rispettabile. |
κάνω slut-shaming(scatenare onta) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κουφάλα, σκρόφαsostantivo femminile (spregiativo) (αργκό, χυδαίο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργαζόμενο κορίτσιsostantivo femminile (non casalinga) Ormai tutte e cinque le mie figlie sono donne lavoratrici. Και οι πέντε κόρες μου εργάζονται τώρα. |
πορτοφόλιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un buon portafogli da donna ha scomparti separati per le banconote e le monete, oltre a molto spazio per le carte di credito. Ένα καλό πορτοφόλι έχει ξεχωριστά τμήματα για χαρτονομίσματα και κέρματα και αρκετό χώρο για πιστωτικές κάρτες. |
μέγαιρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξωγήινηsostantivo femminile |
κυρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con calma, signora! Non si capisce una parola di quello che dici! |
μαύρηsostantivo femminile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του donna στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του donna
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.