Τι σημαίνει το nuovo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nuovo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nuovo στο Ιταλικό.
Η λέξη nuovo στο Ιταλικό σημαίνει νέος, καινούριος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, καινούριος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, καινούριος, νέος, νεοφυής επιχείρηση, καινοτόμος, νέος, αναζωογονητικός, ανανεωτικός, νεοϊδρυθείς, καινούριος, νέος, άδειος, άγραφος, κενός, αφόρετος, άβαλτος, και καλά μοντέρνος, αλλαγμένος, νέος, καινούριος, επανέναρξη, Καινή Διαθήκη, Νέα Νότια Ουαλία, επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω, αναχυτεύω, υποθέτω ξανά, πρωτοχρονιά, μετονομάζω, ξαναμετρώ, περδίκι, περδίκι, ολοκαίνουργιος, κατακαίνουργιος, ολοκαίνουριος, κατακαίνουριος, μεταχειρισμένος, δεύτερο χέρι, έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση, αρκετά καινούριος, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, σαν καινούργιο, πίσω στη δουλειά, ξανά, σαν καινούριος, νεώτερη ειδοποίηση, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, για νέο μας το λες;, επανεκκίνηση, makeover, επανασχεδιασμός, νεοφερμένος, ανακατανομή, μετακόμιση, επαναληπτική δίκη, αυτός που υιοθετεί, επανασυναρμολόγηση, ξένος, νεόπλουτος, ακόμα μία προσπάθεια, νέα αρχή, καινούρια αρχή, επιτυχία ανευ προηγουμένου, ανανεωμένη εμφάνιση, νέο νόημα, νέο στυλ, νέο τρίμηνο, νέοσ κόσμος, νέο έτος, νεόπλουτος, Καινή Διαθήκη, εντολή επανάληψης, καλή χρονιά, νέα ματιά, φρέσκια ματιά, νεογέννητο, ενημέρωση κατάστασης, καινούριος, νεόφερτος, βλαστός, Νέο Μεξικό, Νέο Μεξικό, μεταφέρθηκε, νέο ξεκίνημα, νέος κορονοϊός, νέος κορωνοϊός, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώ, όσο ζω μαθαίνω, ξέρω από κτ, ξεκινώ εργασία, δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι, γιορτάζω την Πρωτοχρονιά, καινοτομώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nuovo
νέος, καινούριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Siamo rimasti colpiti dal nuovo avvicinamento di Terry. Εντυπωσιαστήκαμε από τη νέα προσέγγιση του Τέρι. |
καινούριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha aperto un pacchetto nuovo di patatine. Άνοιξε ένα καινούριο πακέτο πατατάκια. |
νέος, καινούριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Randy guida un nuovo modello di macchina. Ο Ράντι οδηγεί ένα νέο μοντέλο αυτοκινήτου. |
νέος, καινούριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le nuove aule saranno meno affollate. Οι νέες σχολικές αίθουσες θα είναι λιγότερο γεμάτες. |
καινούριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le auto nuove hanno bisogno di cambi d'olio meno frequenti. |
νέος, καινούριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leslie è pieno di idee nuove. Η Λέσλι είναι γεμάτη καινούριες ιδέες. |
νέος, καινούριοςaggettivo (anche figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qui stiamo entrando in un territorio nuovo. |
νέοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'edificio ha ricevuto dei nuovi rifornimenti di carta igienica ieri. |
νεοφυής επιχείρησηaggettivo (attività, impresa) |
καινοτόμοςaggettivo (πρωτότυπος, διαφορετικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nuova soluzione di John al problema è piaciuta a tutti noi. Σε όλους μας άρεσε η καινοτόμα λύση που έδωσε ο Τζον στο πρόβλημα. |
νέοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il nuovo sindaco aveva un duro lavoro ad aspettarlo. Ο νέος δήμαρχος είχε δύσκολη δουλειά μπροστά του. |
αναζωογονητικός, ανανεωτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I nuovi manager hanno portato qualche idea fresca alla riunione. Οι νέοι διευθυντές παρουσίασαν μερικές ανανεωτικές ιδέες στη συνάντηση. |
νεοϊδρυθείςaggettivo (università inglese) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καινούριος, νέοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo libro offriva una nuova prospettiva sulla questione. |
άδειος, άγραφος, κενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qualcuno deve aver cancellato quello che era registrato su quel nastro, perché ora è vuoto. Κάποιος πρέπει να έχει σβήσει εκείνη την κασσέτα γιατί είναι κενή τώρα. |
αφόρετος, άβαλτος(ρούχα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
και καλά μοντέρνοςaggettivo (καθομιλουμένη, μειωτικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτή η συσκευή κινητού είναι καινούριο φρούτο. |
αλλαγμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
νέος, καινούριοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Fuori il vecchio e dentro il nuovo! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο νέος είναι ωραίος, αλλά ο παλιός είναι αλλιώς. |
επανέναρξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Καινή Διαθήκη(acronimo) |
Νέα Νότια Ουαλία(acronimo) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω(evento che si ripete) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η ευθυγράμμιση των πλανητών δεν θα επαναληφθεί (or: ξανασυμβεί) για τα επόμενα 20 χρόνια. |
αναχυτεύω(επίσημο: μέταλλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποθέτω ξανά(κάνω εικασία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πρωτοχρονιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Buon capodanno! Καλή πρωτοχρονιά! |
μετονομάζω(κάποιον/κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comune ha rinominato la via "Palm Boulevard". |
ξαναμετρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I voti sono stati ricontati ma il risultato è rimasto lo stesso. Έγινε επανακαταμέτρηση των ψηφοδελτιών, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. |
περδίκι(dopo una malattia) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Oramai è quasi una settimana che è di nuovo in forma. |
περδίκι(dopo una malattia) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Ciao! È bello vederti di nuovo in forma dopo così poco tempo dall'intervento. |
ολοκαίνουργιος, κατακαίνουργιος(informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli autosaloni hanno uno spray che dà alle macchine usate quell'odore di macchina nuova di zecca. // Ho appena comprato un paio di pattini a rotelle. Sono nuovi di zecca! Οι έμποροι αυτοκινήτων χρησιμοποιούν ένα σπρέι που δίνει στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα τη μυρωδιά του ολοκαίνουργιου αυτοκινήτου. Μόλις αγόρασα πατίνια. Είναι ολοκαίνουργια! |
ολοκαίνουριος, κατακαίνουριοςaggettivo (informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho un computer nuovo di pacca con Windows 8. Έχω έναν ολοκαίνουριο υπολογιστή με Windows 8. |
μεταχειρισμένος, δεύτερο χέριaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il dottore dice che sarò di nuovo in azione tra qualche giorno, appena la cicatrice si rimargina. |
αρκετά καινούριοςlocuzione aggettivale |
καινούριος σε κτ, νέος σε κτ
|
σαν καινούργιο
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Una volta rammendata, la camicia era come nuova. Basta una riverniciata e la stanza sembrerà come nuova. |
πίσω στη δουλειά(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È stato bello essere di nuovo in sella dopo tre mesi di congedo per malattia. |
ξανάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σαν καινούριοςaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John mi ha riparato la bici e ora è come nuova! |
νεώτερη ειδοποίησηlocuzione avverbiale Il ristorante rimarrà chiuso fino a nuova comunicazione. Το εστιατόριο θα παραμείνει κλειστό μέχρι νεωτέρας. |
Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανάverbo transitivo o transitivo pronominale (slogan) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για νέο μας το λες;(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sì, sei di nuovo in ritardo: niente di nuovo! |
επανεκκίνησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La mia carriera ha bisogno di un nuovo inizio. Η καριέρα μου χρειάζεται επανεκκίνηση. |
makeover(capelli, aspetto fisico) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
επανασχεδιασμόςsostantivo maschile (διαδικασία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
νεοφερμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ανακατανομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μετακόμισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il nuovo insediamento dei rifugiati siriani ha creato una crisi in Europa. |
επαναληπτική δίκηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il giudice decise di dare inizio a un nuovo processo dopo che furono presentate nuove prove. |
αυτός που υιοθετεί(specifico: lavoro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επανασυναρμολόγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ξένοςsostantivo maschile (δεν είναι ντόπιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νεόπλουτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακόμα μία προσπάθειαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se non ce la fai la prima volta, fa un altro tentativo. |
νέα αρχήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il trasferimento all'estero fu l'occasione per un nuovo inizio. |
καινούρια αρχήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιτυχία ανευ προηγουμένουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανανεωμένη εμφάνισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sia i critici che i fans hanno deriso il nuovo look della pop star. |
νέο νόημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Vi sono parole che talvolta assumono un nuovo significato. |
νέο στυλsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
νέο τρίμηνοsostantivo maschile (scuola: periodo di tre mesi) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bambini sono tutti pronti per il nuovo trimestre. |
νέοσ κόσμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In seguito alla vendita della società il suo luogo di lavoro gli sembrava un mondo nuovo. |
νέο έτοςsostantivo maschile L'anno nuovo comincia il 1° gennaio. Το νέο έτος ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου. |
νεόπλουτοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I nuovi ricchi amano fare mostra della loro ricchezza. |
Καινή Διαθήκηsostantivo maschile |
εντολή επανάληψης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sono stato così soddisfatto dei loro prodotti che ho già inserito un nuovo ordine. |
καλή χρονιάinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tutti fecero un brindisi coi bicchieri augurandosi buon anno. Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά. |
νέα ματιά, φρέσκια ματιά
La mostra offre un nuovo sguardo sul design danese. |
νεογέννητοsostantivo maschile (neonato) Il nuovo arrivato pesava tre chili e mezzo. |
ενημέρωση κατάστασης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καινούριοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
νεόφερτοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βλαστόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Νέο Μεξικόsostantivo maschile (USA) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
Νέο Μεξικόsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μεταφέρθηκεsostantivo maschile (di un importo su un registro contabile) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
νέο ξεκίνημα(figurato) |
νέος κορονοϊός, νέος κορωνοϊόςsostantivo maschile (SARS-CoV-2) |
Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανάverbo transitivo o transitivo pronominale (slogan) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξαναδοκιμάζω, ξαναπροσπαθώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gary non era soddisfatto del suo primo tentativo così decise di provare di nuovo. |
όσο ζω μαθαίνω(imparare dall'esperienza) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il mio motto è "vivi e impara": apprendiamo sempre qualcosa dai nostri errori. |
ξέρω από κτverbo È abituato a lavorare tanto. |
ξεκινώ εργασίαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλιverbo intransitivo Se non ci riesci la prima volta, allora devi provarci ancora. |
γιορτάζω την Πρωτοχρονιάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καινοτομώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nuovo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του nuovo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.