Τι σημαίνει το privato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης privato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του privato στο Ιταλικό.
Η λέξη privato στο Ιταλικό σημαίνει γδύνω, γυμνώνω, ιδιωτικός, ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιωτικός, παρασκήνιο, ιδιαίτερος, ιδιωτικός, προσωπικός, ιδιωτικός, απομονωμένος, ιδιωτικός, ιδιωτικός, εμπιστευτικός, απόρρητος, χωριστός, ξεχωριστός, οικείος, κλειστός, αποστερώ σε κπ το δικαίωμα ψήφου, καταργώ, στερώ, στερώ σε κπ το δικαίωμα, αποχαρακτηρίζω, κλέβω κτ από κπ, στερώ κτ από κπ/κτ, στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης privato
γδύνω, γυμνώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (στερώ κάτι, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I rifugiati sono stati spogliati di tutti i beni. |
ιδιωτικόςaggettivo (appartenente a un individuo) (μη δημόσιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono andati in America su un jet privato. Πέταξαν για την Αμερική με ιδιωτικό τζετ. |
ιδιωτικός, προσωπικόςaggettivo (intimo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non chiedergli nulla della sua vita privata. Μην του κάνεις ερωτήσεις για την ιδιωτική του ζωή. |
ιδιωτικόςaggettivo (albergo: bagno) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nell'hotel i bagni sono in stanza. Το ξενοδοχείο έχει δωμάτια με ιδιωτικά (or: δικά τους) μπάνια. |
παρασκήνιοsostantivo maschile (zona privata di un locale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ιδιαίτερος, ιδιωτικός, προσωπικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ιδιωτικόςaggettivo (Regno Unito, scuola) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I suoli figli frequentano un'esclusiva scuola privata. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν έχω αρκετά χρήματα για να στείλω τα παιδιά μου σε ιδιωτικό. |
απομονωμένοςaggettivo (appartato, riservato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Appena sotto la scogliera c'era un'area di spiaggia privata. |
ιδιωτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un ospedale privato è posseduto da un'azienda di diritto privato anziché dallo stato. |
ιδιωτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εμπιστευτικός, απόρρητος(δεν πρέπει να μαθευτεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si sono allontanati dagli altri per una breve conversazione privata. |
χωριστός, ξεχωριστός(separato, privato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni appartamento ha il suo balcone indipendente. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη βγάζετε συμπεράσματα από μεμονωμένα περιστατικά. |
οικείοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ristorante era piccolo e offriva un'ambientazione intima. Το εστιατόριο ήταν μικρό και είχε ένα ζεστό περιβάλλον. |
κλειστόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un evento privato; le serve un invito per entrare. |
αποστερώ σε κπ το δικαίωμα ψήφουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il nuovo leader totalitario della nazione ha passato una legge per privare le donne del diritto di voto. |
καταργώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στερώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I genitori che privano i figli dell'affetto spesso finiscono per causargli dei danni duraturi. Οι γονείς που στερούν τη στοργή από τα παιδιά τους καταλήγουν να τους προκαλούν μόνιμη ζημιά. |
στερώ σε κπ το δικαίωμαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nuova legge priverebbe i minorenni del diritto di acquistare bevande gassate. |
αποχαρακτηρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (UK) (δάσος, δασική έκταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλέβω κτ από κπverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) Mi avete privato di tutto, ma non della dignità! Ξεκίνησε να δουλεύει στα 12 της οπότε στερήθηκε τη νιότη της. |
στερώ κτ από κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale I genitori privarono i figli dell'affetto. |
στερώ κτ από κπ, παίρνω κτ από κπ
L'uomo d'affari fu riconosciuto colpevole di frode e il tribunale gli sequestrò i beni. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του privato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του privato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.