Τι σημαίνει το vivo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vivo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vivo στο Ιταλικό.
Η λέξη vivo στο Ιταλικό σημαίνει ζω, ζω, επιβιώνω, ζω, ζω, κάνω, ακολουθώ, κάνω, ζω, μένω, ζω, ζω, αισθάνομαι, νιώθω, ζω, ακολουθώ στη ζωή μου, δουλειά, ζω, ρουφάω, ρουφώ, πορεύομαι, ζω όλο μου τον χρόνο, επιβιώνω, μένω, ζω, κατοικώ, ζωντανός, που ανασαίνει, που αναπνέει, ζωντανός, το σημαντικότερο, ζωντανός, φλεγόμενος, ζωηρός, έμβιος, έμψυχος, δραστήριος, ζωηρός, ζωντανός, συζώ, ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω, υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω, σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμο, νέα πνοή, όρεξη για ζωή, όρεξη για ζωή, πάθος για ζωή, αγάπη για τη ζωή, ζω σαν γουρούνι, κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους, ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος, ζω στα άκρα, ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ, συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυνα, ζω για πάντα, είμαι αθάνατος, ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω, συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικά, ζω στη φτώχεια/ένδεια, ζω τρεφόμενος μόνο με, ζω απλά/απλοΐκά, ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλεια, ζω άνετα, βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζην, ζω για το σήμερα, ζω για τη στιγμή, μένω μόνος μου, είμαι πλήρης ημερών, φεύγω πλήρης ημερών, συζώ, μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο, τα βγάζω πέρα χάρη στην επινοητικότητά μου, νοικιάζω, είμαι τσαμπατζής, είμαι τρακαδόρος, ζω στην επαρχία, συζώ, ζω, ζω σε/στο, ζω χωρίς, ζω χωριστά, ζω χώρια, μένω μαζί, ζω περισσότερο, ζω με κτ, κπ/κτ είναι ο λόγος της ύπαρξής μου, εκμεταλλεύομαι, στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον, σύγχρονος, ανακάμπτω, ζωηρεύω, ζωντανεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vivo
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con due lavori a tempo pieno non c'è tempo per vivere. |
ζω, επιβιώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Molte persone al mondo vivono con meno di un dollaro al giorno. Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο ζουν (or: επιβιώνουν) με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. |
ζωverbo intransitivo (godere la vita) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non puoi lavorare tutta la vita; devi anche vivere! Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις! |
ζω, κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molti monaci vivono una vita spartana. Πολλοί μοναχοί διάγουν σπαρτιάτικη ζωή. |
ακολουθώ, κάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (condurre l'esistenza) (τρόπος ζωής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vive una vita morale così come la predica. Ζει ηθικά, όπως υποστηρίζει και με τα λόγια του. |
ζω, μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Luca abita al secondo piano. Ο Λουκάς ζει (or: μένει) στον δεύτερο όροφο. |
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il re non è morto! È vivo! Ο βασιλιάς δεν είναι νεκρός! Ζει (or: Είναι ζωντανός)! |
ζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sì, è ancora vivo. Dovrebbe avere novant'anni. Ναι, ζει ακόμα. Πρέπει να είναι ενενήντα ετών. |
αισθάνομαι, νιώθω(σωματική αίσθηση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sento molto dolore al ginocchio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές. |
ζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha passato il periodo più brutto della sua vita in quel carcere. // Il paese sta vivendo un boom economico senza precedenti. Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή. |
ακολουθώ στη ζωή μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Che cosa fai per vivere? Faccio il dentista. Τί επάγγελμα κάνεις; Είμαι οδοντίατρος. |
ζωverbo intransitivo (τα βγάζω πέρα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vivono da anni con una dieta quasi solo a base di riso. Ζούσαν για πολλά χρόνια τρώγοντας ρύζι και κάτι λίγα ακόμη. |
ρουφάω, ρουφώ(recepire) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I turisti trascorsero la mattina immersi nel paesaggio e negli odori del mercato locale. |
πορεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il profeta ci ha insegnato a vivere in pace. |
ζω όλο μου τον χρόνοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha trascorso i suoi ultimi anni nella stessa cittadina. Έζησε όλα της τα τελευταία χρόνια στην ίδια μικρή πόλη. |
επιβιώνωverbo intransitivo (έμβια όντα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli scarafaggi vivono da milioni di anni. Οι κατσαρίδες επιβιώνουν εδώ και εκατομμύρια χρόνια. |
μένω, ζω, κατοικώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Στην Ινδία, πολλοί φτωχοί άνθρωποι κατοικούν σε παραγκουπόλεις. |
ζωντανόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo comprato granchi vivi per cena. Αγοράσαμε ζωντανά καβούρια για το δείπνο. |
που ανασαίνει, που αναπνέειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Το μωρό τραυματίστηκε, αλλά ακόμη ανέπνεε. |
ζωντανόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il latino non è una lingua viva. Τα Λατινικά δεν είναι ζωντανή γλώσσα. |
το σημαντικότερο(figurato: parte essenziale) Smetti di tergiversare e vieni al punto. |
ζωντανός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Due delle quattro sorelle Hall sono ancora vive. Δύο από τις αδερφές Χαλ ζουν ακόμα. |
φλεγόμενοςaggettivo (fuoco) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) I vicini guardavano con orrore il fuoco ardente che usciva dalla casa. |
ζωηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έμβιος, έμψυχοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δραστήριος, ζωηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Harold non è più giovane e arzillo, ma è ancora molto ambizioso. |
ζωντανός(specifico: bestiame) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συζώ(coppia) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) James e Polly convivono, ma non hanno in programma di sposarsi. |
ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω(σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli eremiti abitano questo bosco da secoli. Ερημίτες κατοικούν σε αυτό το δάσος εδώ και αιώνες. |
υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω(vivere un evento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nostri nonni hanno visto la guerra e sanno cosa significa perdere tutto. |
σε άλλον πλανήτη, σε άλλον κόσμοverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando leggo le lettere del mio amico dall'Africa mi rendo conto che viviamo in due mondi diversi. Όταν διάβασα τα γράμματα του φίλου μου από την Αφρική κατάλαβα ότι είναι σαν να ζούμε σε άλλον πλανήτη. |
νέα πνοή, όρεξη για ζωήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'aver perso tutti quei chili, mi ha dato una rinnovata voglia di vivere. |
όρεξη για ζωή, πάθος για ζωήsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo aver smesso con le droghe, crebbe la sua voglia di vivere. |
αγάπη για τη ζωήsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζω σαν γουρούνιverbo intransitivo (informale, figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Colin vive come un maiale nel suo appartamento. |
κοιτάω τη δουλειά μου και δεν ασχολούμαι με τους άλλους(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζούμε σαν αντρόγυνο, ζούμε σαν παντρεμένο ζευγάρι, ζούμε σαν παντρεμένος(εγώ και κάποιος άλλος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È come se fossero sposati: vivono assieme come marito e moglie. |
ζω στα άκρα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Louise ama il rischio e vivere sul filo del rasoio. |
ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando ero adolescente vivevo solo per la danza classica. Όταν ήμουν έφηβη, ζούσα για το μπαλέτο. Το αγόρι της ζει για το ποδόσφαιρο, δε μοιάζει να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. |
συμπεριφέρομαι απερίσκεπτα/επικίνδυναverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω για πάντα, είμαι αθάνατοςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elvis è morto molti anni fa, ma vivrà per sempre nel cuore dei suoi fan. |
ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτωverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le rock star sono note per vivere intensamente e morire giovani. |
συνυπάρχω αρμονικά, ζω ειρηνικάverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζω στη φτώχεια/ένδειαverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Metà popolazione mondiale vive in povertà e l'altra metà spreca il cibo. |
ζω τρεφόμενος μόνο μεverbo intransitivo (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non si vive di solo pane. |
ζω απλά/απλοΐκάverbo intransitivo (senza lussi) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se vivessi in modo semplice non dovresti lavorare così tanto. |
ζω τη μεγάλη ζωή, ζω στην πολυτέλειαverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da quando ha vinto alla lotteria, vive nel lusso. |
ζω άνεταverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non siamo ricchi, ma ce la passiamo bene. |
βγάζω το ψωμί μου, βγάζω τα προς το ζηνverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sergei si guadagna da vivere guidando un taxi. Stephen si guadagna da vivere scambiando titoli e azioni. Ο Σεργκέι βγάζει το ψωμί του οδηγώντας ταξί. Ο Στέφεν έβγαζε τα προς το ζην κάνοντας συναλλαγές με χρεόγραφα και μετοχές. |
ζω για το σήμερα, ζω για τη στιγμή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μένω μόνος μουverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo aver vissuto da solo per tanti anni, è tornato a stare con i suoi genitori. |
είμαι πλήρης ημερών, φεύγω πλήρης ημερώνverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συζώverbo intransitivo (για ζευγάρι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο(imparare da un'esperienza difficile) |
τα βγάζω πέρα χάρη στην επινοητικότητά μου(θετική έννοια) |
νοικιάζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hai la casa di proprietà o sei in affitto? Έχεις δικό σου σπίτι ή νοικιάζεις; |
είμαι τσαμπατζής, είμαι τρακαδόρος(ανεπ) |
ζω στην επαρχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συζώverbo intransitivo (ζευγάρι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si frequentavano già da due anni quando hanno deciso di andare a convivere. |
ζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È difficile sopravvivere con uno stipendio così basso. |
ζω σε/στοverbo intransitivo (a casa altrui) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Giorgio abita da sua madre perché non può permettersi un appartamento da solo. |
ζω χωρίςverbo transitivo o transitivo pronominale |
ζω χωριστά, ζω χώριαverbo intransitivo Sono ancora sposati, ma adesso vivono separati, in città diverse. |
μένω μαζίverbo intransitivo (καθομιλουμένη) Sono andati a convivere appena si sono potuti permettere un appartamento. |
ζω περισσότερο(σύγκριση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η γιαγιά μου είναι τόσο γεμάτη ενέργεια που σίγουρα θα μας θάψει! |
ζω με κτverbo intransitivo (fonti di reddito) La vedova vive della pensione di reversibilità del marito e di assegni sociali. Η χήρα ζει με τη σύνταξη και τις επιταγές Κοινωνικής Ασφάλισης του εκλιπόντος συζύγου της. |
κπ/κτ είναι ο λόγος της ύπαρξής μουverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκμεταλλεύομαι(συνήθως οικονομικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στέλνω κπ/κτ να μείνει με κπ άλλον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύγχρονος(della stessa epoca) (ίδια εποχή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli scrittori Cervantes e Shakespeare erano contemporanei. |
ανακάμπτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo il triplo bypass è tornato a vivere e ora fa una vita attiva. |
ζωηρεύω, ζωντανεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un buon adattamento cinematografico rende vivi i personaggi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vivo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του vivo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.