Τι σημαίνει το matrimonio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης matrimonio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του matrimonio στο Ιταλικό.
Η λέξη matrimonio στο Ιταλικό σημαίνει γάμος, γάμος, γάμος, γάμος, συνδυασμός, γάμος, γάμος, μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμου, κατά του γάμου, παντρεύομαι, νόθος, εξώγαμος, μέσω γάμου, αρραβώνας, μνηστεία, ενδογαμία, ανάρμοστο πάντρεμα, επιμειξία, επιγαμία, μισογαμία, καρπός παράνομου έρωτα, λευκός γάμος, γάμος λόγω εγκυμοσύνης, θρησκευτικός γάμος, πολιτικός γάμος, καταναγκαστικός γάμος, γάμος ομοφυλοφίλων, δεσμοί γάμου, διαφυλετικός γάμος, πρόταση γάμου, διαφυλετικός γάμος, προγαμιαίος έρωτας, επέτειος γάμου, γαμήλια δεξίωση, προσυμφωνημένος γάμος, γαμήλια δεξίωση, πιστοποιητικό γάμου, ανοιχτός γάμος, ιερότητα του γάμου, γαμήλιο άλμπουμ, άλμπουμ γάμου, προσκλητήριο γάμου, κουμπάρος, κουμπάρα, πρόβα γάμου, κορίτσι για σπίτι, γαμήλιοι όρκοι, ενώνω με τα δεσμά του γάμου, αρραβωνιάζω, αρραβωνιάζω κπ με κπ, επιμειξία, εξ αγχιστείας, παντρεύομαι μέλος άλλης φυλής, εθνικότητας ή δόγματος, αποκτώ κτ με το γάμο μου, επιγαμία, παντρεύω, δεξίωση, κάνω πρόταση γάμου, κάνω πρόταση γάμου σε κπ, πολιτικός γάμος, πολιτικός γάμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης matrimonio
γάμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'istituto del matrimonio è cambiato di poco attraverso i secoli. Ο θεσμός του γάμου δεν έχει αλλάξει πολύ μέσα στους αιώνες. |
γάμος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hanno celebrato il loro matrimonio il 27 marzo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η γαμήλια τελετή έγινε σε στενό κύκλο. |
γάμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il loro matrimonio durò 50 anni. Ο γάμος τους κράτησε 50 χρόνια. |
γάμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il signore e la signora Stevens sono lieti di annunciare il matrimonio della loro figlia Sarah Jane con Christopher Smith. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο κύριος και η κυρία Στίβενς θα ήθελαν να ανακοινώσουν το γάμο της κόρης τους, Σάρα Τζέιν, με τον Κρίστοφερ Σμιθ. |
συνδυασμόςsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I nostri prodotti sono il connubio perfetto tra stile e funzionalità. Τα προϊόντα μας είναι ο τέλειος συνδυασμός στυλ και λειτουργικότητας. |
γάμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γάμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Molte coppie si sentono più unite dopo il matrimonio che prima. |
μυστήριο του γάμου, τελετή του γάμου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατά του γάμουsostantivo maschile (άτομο) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παντρεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Steve ha sposato l'amore della sua infanzia. |
νόθος, εξώγαμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Bastardo" è il termine legale per un figlio nato fuori dal matrimonio. |
μέσω γάμουavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Matilde si dà un sacco di arie perché fa parte della nobiltà, ma non è nobile di nascita, è nobile per matrimonio perché ha sposato un conte. |
αρραβώνας(impegno di matrimonio) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il fidanzamento di Adam e Charlotte è piuttosto recente. Ο αρραβώνας του Άνταμ και της Σάρλοτ είναι αρκετά πρόσφατος. |
μνηστείαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il padre di Evelyn diede la sua benedizione alla sua promessa di matrimonio con Edward. |
ενδογαμίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il matrimonio tra consanguinei è un tabù nella nostra società. |
ανάρμοστο πάντρεμα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
επιμειξία, επιγαμίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μισογαμίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καρπός παράνομου έρωτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λευκός γάμοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) I membri delle famiglie reali hanno sempre contratto matrimoni di convenienza invece di sposarsi per amore. |
γάμος λόγω εγκυμοσύνηςsostantivo maschile (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sì, è stato sicuramente un matrimonio riparatore: la sposa ha partorito al ricevimento nuziale. |
θρησκευτικός γάμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hanno fatto una cerimonia civile a giugno, ma lei vuole assolutamente fare anche un matrimonio in chiesa. |
πολιτικός γάμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lo sposo e la sposa hanno deciso per un matrimonio civile poiché non erano persone religiose. |
καταναγκαστικός γάμοςsostantivo maschile In un matrimonio combinato si è costretti a sposare qualcuno contro la propria volontà. |
γάμος ομοφυλοφίλωνsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il senato di stato stava votando l'approvazione dei matrimoni omosessuali. |
δεσμοί γάμουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con il potere conferitomi dallo Stato del X, vi unisco nel sacro vincolo del matrimonio. Adesso può baciare la sposa. |
διαφυλετικός γάμοςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il matrimonio interrazziale era vietato in Sud Africa durante l'apartheid. |
πρόταση γάμουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Luisa ha accettato al volo la proposta di matrimonio di Adriano. |
διαφυλετικός γάμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) È della cronaca dei nostri giorni l'incremento di matrimoni misti di convenienza. |
προγαμιαίος έρωταςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non approvo il sesso prematrimoniale: aspetterò finché non sarò sposato. Δεν πιστεύω στο προγαμιαίο σεξ. Θα περιμένω μέχρι να παντρευτώ. |
επέτειος γάμουsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il 9 novembre è il nostro anniversario di matrimonio. |
γαμήλια δεξίωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Barry e Tracy hanno fatto la loro festa di matrimonio al pub di quartiere. |
προσυμφωνημένος γάμοςsostantivo maschile Non vuole sposarla, è un matrimonio combinato. |
γαμήλια δεξίωσηsostantivo plurale maschile |
πιστοποιητικό γάμουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ho dovuto mostrare il mio certificato di matrimonio per poter cambiare il mio cognome. |
ανοιχτός γάμοςsostantivo maschile (μτφ: παράλληλες σχέσεις) Mia moglie ha anche lei le sue distrazioni: il nostro è un matrimonio aperto. |
ιερότητα του γάμουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γαμήλιο άλμπουμ, άλμπουμ γάμουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
προσκλητήριο γάμουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κουμπάρος, κουμπάραsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
πρόβα γάμουsostantivo plurale femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κορίτσι για σπίτιsostantivo femminile (μτφ: κατάλληλη για γάμο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γαμήλιοι όρκοιsostantivo femminile |
ενώνω με τα δεσμά του γάμουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρραβωνιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρραβωνιάζω κπ με κπverbo transitivo o transitivo pronominale |
επιμειξίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il matrimonio misto tra persone di razza diversa è diventato molto comune. |
εξ αγχιστείας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) per esempio: genero |
παντρεύομαι μέλος άλλης φυλής, εθνικότητας ή δόγματοςverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I genitori di Mona si opposero al suo matrimonio con un bianco, ma lei contrasse un matrimonio misto senza rimorsi. |
αποκτώ κτ με το γάμο μουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) William ha acquisito ricchezza e privilegi tramite matrimonio. Με τον γάμο του ο Γουίλιαμ απέκτησε πλούτη και πολλά προνόμια. |
επιγαμίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il matrimonio tra gruppi diversi come ebrei e musulmani è ancora piuttosto raro. |
παντρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il funzionario comunale unì la coppia in matrimonio. |
δεξίωσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Paul ed Emma hanno avuto un matrimonio in chiesa seguito da un ricevimento nuziale in un hotel nelle vicinanze. Ο Πολ και η Έμμα έκαναν θρησκευτικό γάμο τον οποίο ακολούθησε δεξίωση σε ένα κοντινό ξενοδοχείο. |
κάνω πρόταση γάμουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Robert ha comprato un anello a Sophie. Credo che voglia farle una proposta di matrimonio. Ο Ρόμπερτ αγόρασε ένα δαχτυλίδι για τη Σόφι. Νομίζω ότι θα της σκοπεύει να της κάνει πρόταση γάμου. |
κάνω πρόταση γάμου σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi ha fatto una proposta di matrimonio a mezzanotte in spiaggia. Μου έκανε πρόταση γάμου τα μεσάνυχτα στην παραλία. |
πολιτικός γάμοςsostantivo maschile |
πολιτικός γάμος
|
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του matrimonio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του matrimonio
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.