Τι σημαίνει το fianco στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fianco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fianco στο Ιταλικό.
Η λέξη fianco στο Ιταλικό σημαίνει γοφός, λαγόνα, πλαϊνό ελαστικού, πτέρυγα, πλευρά, πλαγιά, πλευρά, στρίβω, βουνοπλαγιά, πλευρά, πλάι, πλευρικός, συνοδεύομαι, μπελάς, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρως, δίπλα-δίπλα, δίπλα σε κπ/κτ, κατά μήκος, δίπλα, ακριβώς δίπλα σε, πλευρικός άνεμος, μπελάς, δίπλα σε, κατά μήκος, μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον, κατά μήκος, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, ενώνω τις δυνάμεις μου, ενώνω τις δυνάμεις μου με κπ, κινούμαι πάνω σε ρόδες, υπερφαλαγγίζω, υπερκεράζω, τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειρά, στην πλαγιά, της βουνοπλαγιάς, δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ, δίπλα σε, κουρνιάζω δίπλα σε κπ/κτ, φωλιάζω δίπλα σε κπ/κτ, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου, πλαγιοκοπώ, πλευροκοπώ, δίπλα σε κπ/κτ, συγκρούομαι, όπλο, περίστροφο, πιστόλι, κοντά σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fianco
γοφός(anatomia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Marta si è rotta l'anca cadendo dalle scale. Η Μάρθα έσπασε τον γοφό της όταν έπεσε από τη σκάλα. |
λαγόναsostantivo maschile (άνθρωπος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cacciatore ha colpito il cervo su un fianco. Ο κυνηγός πυροβόλησε το ελάφι στα πλευρά. |
πλαϊνό ελαστικούsostantivo maschile (di pneumatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πτέρυγαsostantivo maschile (μονάδας μάχης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La cavalleria attaccò il nemico sul fianco. Το ιππικό χτύπησε την πτέρυγα μάχης του εχθρού. |
πλευράsostantivo maschile (corpo umano) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Mi fa male il fianco, chissà perché. Πονάνε τα πλευρά μου. Γιατί άραγε; |
πλαγιά(di una collina) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il contadino arò il pendio per prepararlo alle sementi da piantare. |
πλευράsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'edera è cresciuta sul fianco dell'edificio. Ο κισσός μεγάλωνε στη μια πλευρά του κτιρίου. |
στρίβωinteriezione (militare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fianco destro! Στρίψε προς τον στρατιώτη δεξιά! |
βουνοπλαγιάsostantivo maschile (di montagna) (πλαγιά βουνού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questo versante è scosceso e coperto di rocce. |
πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Αυτή η μεριά του ποταμού είναι πιο πράσινη. |
πλάιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un buco sul fianco della scatola. Το κουτί έχει μια τρύπα στο πλάι. |
πλευρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Molti tipi di esercizio preferiscono i movimenti laterali. |
συνοδεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo era fiancheggiato dai suoi due consiglieri più fidati. |
μπελάς
(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ
Durante il banchetto mi siederò al tuo fianco. |
πλευρικά, παράπλευρα, παραπλεύρως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gira a fianco e dovresti trovare il panificio. |
δίπλα-δίπλαlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le due anatre zampettarono l'una accanto all'altra fino al laghetto. |
δίπλα σε κπ/κτ
|
κατά μήκος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo costruito un muro di contenimento sul fianco della terrazza. |
δίπλα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακριβώς δίπλα σε
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
πλευρικός άνεμοςsostantivo maschile (aeronautica) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μπελάς(volgare) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Wendy è proprio una rompicoglioni. Vuole sempre copiare i miei compiti invece di farseli da sola. |
δίπλα σεpreposizione o locuzione preposizionale Tengo una torcia elettrica di fianco al mio letto. Κρατάω ένα φακό δίπλα (or: πλάι) στο κρεβάτι μου. |
κατά μήκος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Είχε κρεμάσει μικροσκοπικά φωτάκια κατά μήκος της αυλής για το πάρτυ. |
μαζί με, επιπρόσθετα, επιπλέον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Οι φοιτητές πρέπει να μαζέψουν χρήματα για τη διαμονή κι επιπλέον για το κόστος των διδάκτρων. |
κατά μήκος
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato: essere solidale) (μτφ: συμπαράσταση) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ενώνω τις δυνάμεις μουverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stiamo al fianco l'uno dell'altro e finiamo questo lavoro! |
ενώνω τις δυνάμεις μου με κπverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il sindacato dei lavoratori degli hotel era al fianco del sindacato dei lavoratori dei ristoranti durante lo sciopero. |
κινούμαι πάνω σε ρόδεςverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υπερφαλαγγίζω, υπερκεράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (militare) (στρατός: κίνηση μάχης) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τοποθετώ το ένα δίπλα στο άλλο, βάζω στην σειράverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho messo le due sedie l'una di fianco all'altra per confrontarle e vedere qualera la più alta. |
στην πλαγιά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli escursionisti si rifugiarono in un riparo sul fianco della collina. |
της βουνοπλαγιάςlocuzione avverbiale (di montagna) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Abbiamo iniziato ad affittare il nostro cottage sul versante. |
δίπλα σε κπ, πλάι σε κπ(figurato: a supporto) (μεταφορικά) Grazie a Dio tuo marito sarà sempre al tuo fianco poiché ti vuole bene. |
δίπλα σεpreposizione o locuzione preposizionale A fianco della strada c'era un uomo che vendeva noccioline. Δίπλα στον δρόμο ένας άνδρας πουλούσε φιστίκια. |
κουρνιάζω δίπλα σε κπ/κτ, φωλιάζω δίπλα σε κπ/κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'uccellino si accoccolò vicino alla madre. |
είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιουverbo intransitivo (sostenere, non abbandonare) (μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Quando il politico fu accusato di cattivo utilizzo dei fondi pubblici la moglie rimase al suo fianco. Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. |
πλαγιοκοπώ, πλευροκοπώ(militare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίπλα σε κπ/κτpreposizione o locuzione preposizionale "Vieni a sederti accanto a me" disse Minnie al nuovo ragazzo. |
συγκρούομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli, ecc.) (με κάποιον, κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
όπλο, περίστροφο, πιστόλιsostantivo femminile (pistola, ecc.) (πυροβόλο όπλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ο φύλακας ήταν υποχρεωμένος να φέρει όπλο εν ώρα υπηρεσίας. |
κοντά σεpreposizione o locuzione preposizionale Il ristorante è proprio a fianco dell'autostrada. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fianco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του fianco
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.