Τι σημαίνει το pena στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pena στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pena στο Ιταλικό.

Η λέξη pena στο Ιταλικό σημαίνει μπελάς, αναστάτωση, θλίψη, ποινή, συμφορά, κόπος, τιμωρία, τιμωρία, απόγνωση, απελπισία, ταλαιπωρία, πόνος, μπελάς, συμπόνια, υποφέρω, υποφέρω, ευχάριστος, τιμωρώ, αγωνιώδης, αξιομνημόνευτος, που αξίζει, που αξίζει το ρίσκο, αλλιώς πέθανες, υπό την απειλή κυρώσεων, αξίζει τον κόπο, πρόστιμο, θανατική ποινή, χαμένος, αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο, θανατική ποινή, διάρκεια φυλάκισης, ποινή με αναστολή, ποινή εγκλεισμού, ποινή φυλάκισης, μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόπο, μπαίνω σε κόπο, ανησυχώ για κτ/κπ, αξίζω την αναμονή, δεν αξίζει τον κόπο, που αξίζει να επαναλάβουμε, που αξίζει να επαναληφθεί, που συμπάσχει, αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ, φυλάκιση, αξίζω, λυπάμαι, συμπονώ, μπαίνω σε κόπο για να κάνω κτ, αναστέλλω την ποινή κάποιου, κόπος, είμαι κακός σε κτ, αξίζει το ρίσκο, αξίζω την αναμονή, μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο, σκάω για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pena

μπελάς

(informale: tormento, fastidio) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quel ragazzo è una tale pena. Non voglio uscire di nuovo con lui.
Αυτός ο τύπος είναι μπελάς. Δε θέλω να ξαναβγώ μαζί του.

αναστάτωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θλίψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μετά τη φωτιά ολόκληρη την πόλη την είχε συνεπάρει η θλίψη και η οδύνη.

ποινή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La pena per i tuoi crimini è dieci anni di prigione.
Η ποινή για τα εγκλήματά σου είναι φυλάκιση δέκα χρόνων.

συμφορά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jerry ha perso il lavoro e ha avuto dei problemi di salute, direi che per quest'anno ha avuto più sofferenze di quelle che si meritava.
Ο Τζέρι έχασε τη δουλειά του και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Πιστεύω ότι φέτος έχει περάσει πολλά βάσανα.

κόπος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Non vale la pena di farsi i vestiti da soli.
Το να φτιάχνεις τα δικά σου ρούχα δεν αξίζει τον κόπο.

τιμωρία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La punizione di Emily per essere stata fuori tutta la notte è stata il divieto di uscire per due settimane.
Η τιμωρία της Έμιλι επειδή έμεινε έξω όλο το βράδυ ήταν να μη βγει από το σπίτι για δυο εβδομάδες.

τιμωρία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per punizione, fece aumentare il debito della sua carta di credito.

απόγνωση, απελπισία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vedova recente piangeva nella desolazione.

ταλαιπωρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo anni di duro lavoro hanno finalmente completato il progetto.

πόνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dopo la morte di sua moglie George pensava che la sofferenza fosse insopportabile.
Μετά τον θάνατο της γυναίκας του ο Γιώργος θεωρούσε ότι ο πόνος ήταν ανυπόφορος.

μπελάς

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Che impresa preparare i bimbi per la festa!

συμπόνια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Provo pietà quando vedo un bambino affamato.

υποφέρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha sofferto per anni mentre era sposata con lui.
Υπέφερε για χρόνια όσο ήταν παντρεμένη μαζί του.

υποφέρω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'uomo innocente penava in prigione.

ευχάριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τιμωρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha punito il suo studente per aver fatto tardi a lezione.
Η δασκάλα τιμώρησε τον μαθητή της επειδή πήγε αργοπορημένος στο μάθημα.

αγωνιώδης

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιομνημόνευτος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αξίζει

verbo intransitivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stavo per uscire, ma alla fine ho deciso che non ne valeva la pena.
Θα πήγαινα στα μαγαζιά, αλλά αποφάσισα τελικά ότι δεν αξίζει.

που αξίζει το ρίσκο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli scienziati che vanno al centro del tornado dicono che la quantità di dati che raccolgono vale il rischio che corrono.
Ο επιστήμονες που κυνηγούν τυφώνες πιστεύουν ότι ο όγκος πληροφοριών που συγκεντρώνουν κάνει τη δουλειά τους να αξίζει το ρίσκο.

αλλιώς πέθανες

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non dire a nessuna della nostra fuga, anche sotto pena di morte!

υπό την απειλή κυρώσεων

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dichiariamo sotto pena di spergiuro che queste affermazioni sono corrette.

αξίζει τον κόπο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόστιμο

(formale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θανατική ποινή

sostantivo femminile (ποινή εκτέλεσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fu condannato alla pena di morte.

χαμένος

sostantivo femminile (figurato: senza obiettivo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sta vagando come un'anima in pena.

αδίκημα που τιμωρείται με θάνατο

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nei paesi che la prevedono, l'omicidio premeditato è un reato punibile con la pena di morte.

θανατική ποινή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διάρκεια φυλάκισης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sta scontando un periodo di carcerazione di sei mesi per avere aggredito il suo padrone di casa.

ποινή με αναστολή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli è stata accordata una sospensione della pena in seguito all'ammissione di guida pericolosa.

ποινή εγκλεισμού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποινή φυλάκισης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαίνω σε κόπο, κάνω τον κόπο

(figurato) (συνήθως με άρνηση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non darti troppa pena di riportarmi il libro, non mi serve oggi. Lei si
Έκανε ό,τι μπορούσε για να με βοηθήσει.

μπαίνω σε κόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανησυχώ για κτ/κπ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

Non darti pena con i dettagli, leggi solo l'essenziale.

αξίζω την αναμονή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'è voluto tanto tempo per finire ma ne è valsa la pena di aspettare.

δεν αξίζει τον κόπο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που αξίζει να επαναλάβουμε, που αξίζει να επαναληφθεί

verbo transitivo o transitivo pronominale (θέμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που συμπάσχει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho provato compassione quando ho sentito della situazione di Beth, perché una volta mi sono trovato anch'io in condizioni simili.
Ένιωσα συμπόνια όταν έμαθα για τα δεινά της Μπεθ, καθώς και εγώ κάποτε αντιμετώπισα παρόμοιες καταστάσεις.

αξίζει τον κόπο να κάνεις κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φυλάκιση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giudice lo condannò a una lunga pena detentiva.

αξίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vale la pena di farlo?
Αξίζει να το κάνουμε καν;

λυπάμαι, συμπονώ

(compatire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Provo pena per coloro che sono ancora giovani quando i loro genitori muoiono.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οικτίρω όσους κάνουν ό,τι τους ζητούν χωρίς να σκέφτονται.

μπαίνω σε κόπο για να κάνω κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non si disturba mai ad aiutarmi!

αναστέλλω την ποινή κάποιου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Era stato condannato a morte, ma all'ultimo momento la pena gli fu sospesa e commutata in una pena più lieve.

κόπος

(sforzo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Vale davvero la pena di chiedere un permesso?
Αξίζει πράγματι τον κόπο να υποβάλλει κανείς αίτηση για άδεια;

είμαι κακός σε κτ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Perché la Gran Bretagna è così scarsa a tennis?
Γιατί είναι τόσο κακή στο τένις η Βρετανία;

αξίζει το ρίσκο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Ξέρω ότι φαίνεται ακριβό, αλλά ξέρω ότι θα ανέβει η αξία του, οπότε νομίζω ότι αξίζει το ρίσκο.

αξίζω την αναμονή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στον κόπο, κάνω τον κόπο

(να κάνω κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non si è nemmeno curata di dirmi che cos'era successo.

σκάω για κτ

verbo intransitivo (informale: preoccuparsi) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

Non essere in pensiero per le sciocchezze.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pena στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.