Τι σημαίνει το caldo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caldo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caldo στο Ιταλικό.

Η λέξη caldo στο Ιταλικό σημαίνει καυτός, ζεστός, ζεστός, αναμμένος, ξαναμμένος, ζεστός, θερμός, καυτός, ζέστη, θερμός, ζεστός, ζεστός, καυτός, θερμός, ζεστός, που είναι άνετα, που ζεσταίνει, που θερμαίνει, ζέστη, απαλός, απίστευτα, ντύνομαι καλά, ντύνομαι ζεστά, θερμό επίθεμα, πιο ζεστός, υγρός, πνιγηρός, θερμόαιμος, καυτός, δεν με αγγίζει, καύσωνας, ζεστό σημείο, ζεστό μπάνιο, ζεστή κομπρέσα, ζεστό κλίμα, ζέστη, καύσωνας, ανυπόφορη ζέστη, πιστόλι κόλλας, πιστόλι κόλλας, θερμό χρώμα, θερμή πρέσα, καυτή πρέσα, ζεστή πρέσα, καύσωνας, παραμένω ζεστός, διατηρώ την θερμοκρασία, απογοητεύω, που σκάει, που λιώνει από τη ζέστη, ηλιόλουστος, θερμοκήπιο, φυτώριο, βάζω κτ σε ζεστή πρέσα, περνάω κτ από ζεστή πρέσα, βράζει ο τόπος, ζεστά, σκάω, περασμένος από ζεστή πρέσα, ψήνομαι, σκάω, βράζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caldo

καυτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Προύντενς ζεσταινόταν οπότε έβγαλε το παλτό της.

ζεστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Al bambino piace il latte caldo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το μωρό θέλει το γάλα του ζεστό.

ζεστός

(clima)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Agosto è un mese davvero caldo a Miami.
Ο Αύγουστος είναι πραγματικά πολύ ζεστός μήνας στο Μαϊάμι.

αναμμένος, ξαναμμένος

(sessualmente eccitato) (καθομιλουμένη, άκομψο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo tocco sensuale l'ha resa calda.
Τα αισθησιακά χάδια του την έκαναν να νιώσει ξαναμμένη.

ζεστός, θερμός

aggettivo (di colori)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi piace l'arancione. È un colore molto caldo rispetto al blu.

καυτός

(υπερβολικά ζεστός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Servite il caffè caldo.

ζέστη

sostantivo maschile (ambiente caldo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Avrai freddo! Vieni al caldo.

θερμός, ζεστός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il padrone di casa diede un caldo benvenuto agli ospiti.

ζεστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa coperta è calda, non come quella lì sottile.
Αυτή είναι ζεστή κουβέρτα, όχι σαν εκείνη τη λεπτή.

καυτός

aggettivo (figurato) (καθομιλουμένη, μτφ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'argomento scottante è stato ampiamente trattato dal telegiornale.
Το καυτό θέμα καλύφθηκε εκτενώς από τις ειδήσεις στην τηλεόραση.

θερμός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli diede una carezza sensuale e lo fece sentire sexy.

ζεστός

aggettivo (ευχάριστα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που είναι άνετα

aggettivo (vestito)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ragazzino indossava un cappotto caldo e confortevole.
Το αγοράκι ήταν άνετα στο ζεστό παλτό του.

που ζεσταίνει, που θερμαίνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζέστη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La calura estiva qui attira un sacco di turisti.

απαλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il complesso jazz suonava una melodia suadente.
Το τζαζ κλαμπ έπαιζε έναν απαλό σκοπό.

απίστευτα

(caldo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ντύνομαι καλά, ντύνομαι ζεστά

(informale)

θερμό επίθεμα

(medicina) (ανακούφιση από πόνο)

πιο ζεστός

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Secondo le previsioni del tempo, domani farà più caldo.

υγρός, πνιγηρός

locuzione aggettivale (καιρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nessuno vorrebbe uscire di casa in questa giornata calda e umida.

θερμόαιμος

(zoologia) (κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καυτός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era una giornata rovente: il ghiaccio nei nostri bicchieri si sciolse nel giro di cinque minuti. Quell'anno abbiamo avuto un'estate rovente.

δεν με αγγίζει

verbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La stampa ha scritto ogni genere di fandonie sulla donna impegnata in politica, ma a lei non ha fatto né caldo né freddo. Non ci ha minimamente badato.

καύσωνας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un'ondata di caldo a gennaio è insolita in questa parte del paese.

ζεστό σημείο

sostantivo maschile

Il gatto si era trovato un luogo caldo davanti al termosifone.

ζεστό μπάνιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non c'è niente di più rilassante di un bagno caldo dopo una lunga giornata di lavoro.

ζεστή κομπρέσα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζεστό κλίμα, ζέστη

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con il tempo caldo e soleggiato metto sempre il bucato ad asciugare all'aperto.

καύσωνας

sostantivo maschile (meteorologia, tempo atmosferico)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il caldo estremo del deserto sotto il sole può causare la morte di qualsiasi essere vivente.

ανυπόφορη ζέστη

sostantivo maschile

πιστόλι κόλλας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Una pistola a caldo eroga colla liquida che si raffredda e solidifica molto velocemente.

πιστόλι κόλλας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La pistola per colla a caldo è molto utile per assemblare i pezzi di scenografia a teatro.

θερμό χρώμα

sostantivo maschile

θερμή πρέσα, καυτή πρέσα, ζεστή πρέσα

sostantivo femminile

καύσωνας

(στον λόγο, παρόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I giorni più caldi dell'estate erano pericolosi perché la gente era particolarmente suscettibile.

παραμένω ζεστός, διατηρώ την θερμοκρασία

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απογοητεύω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που σκάει, που λιώνει από τη ζέστη

verbo intransitivo (καθομ, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per favore, apri la porta: sto morendo dal caldo!

ηλιόλουστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

θερμοκήπιο, φυτώριο

sostantivo maschile (agricoltura)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάζω κτ σε ζεστή πρέσα, περνάω κτ από ζεστή πρέσα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βράζει ο τόπος

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
C'è un caldo infernale oggi, vorrei che ci fosse l'aria condizionata in ufficio.
Σήμερα βράζει ο τόπος. Θα ήθελα να έχει κλιματισμό το γραφείο.

ζεστά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Devi coprirti in modo da stare caldo in questo inverno rigido.

σκάω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Muoio di caldo! Si può aprire una finestra?
Σκάω! Δε μπορούμε να ανοίξουμε ένα παράθυρο;

περασμένος από ζεστή πρέσα

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ψήνομαι, σκάω, βράζω

verbo intransitivo (figurato, informale) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Togliti il cappotto o morirai di caldo!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caldo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του caldo

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.