Τι σημαίνει το indietro στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης indietro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indietro στο Ιταλικό.

Η λέξη indietro στο Ιταλικό σημαίνει πίσω από, -, πίσω από, πίσω, πάει πίσω, από την άλλη πλευρά, πίσω, πίσω, προς τα πίσω, προς τα πίσω, προς τα πίσω, -, πλήκτρο ή λειτουργία προς τα πίσω αναζήτησης οπτικοακουστικού υλικού, προς τα πίσω, στο πίσω μέρος, πίσω, στο πίσω μέρος, που μένει πίσω, αλλαγή, μεταστροφή, backspace, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, μορφασμός, μεταβολή, στροφή 180 μοιρών, κουνάω, κουνώ, επιστρέφω, προς τα πίσω, όπισθεν, πίσω, που αποσύρθηκε, ο πιο πίσω, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, πίσω μπρος, μπρος πίσω, μπρος πίσω, από τον Άννα στο Καϊάφα, ανάποδο φάλτσο, μεταβολή, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βήμα προς τα πίσω, ανάποδη κωλοτούμπα, σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο, αναστροφή, γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσω, μένω πίσω, δεν κοιτάζω πίσω, γυρίζω τον χρόνο πίσω, πηγαινοέρχομαι, επιστρέφω στο παρελθόν, επαναλαμβάνω, ξανακάνω, κάνω πετάλι ανάποδα, δεν πλησιάζω, αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου, μένω πίσω, μένω πίσω, κοιτάζω πίσω, καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση, ξαπλώνω, επιστρέφω από, κάνω πίσω, πάω προς τα πίσω, αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ, κιοτεύω, την κάνω λαμόγιο, κάνω πίσω, μένω πίσω, απομακρύνομαι, φεύγω, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, κάνω πίσω, γέρνω προς τα πίσω, μένω, ανακαλώ, πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι, ξεπερνώ, δένω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης indietro

πίσω από

(λιγότερο ανεπτυγμένος)

Μεγάλο μέρος της Αφρικής είναι πίσω από τη Δύση όσον αφορά την οικονομία.

-

avverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non restare indietro con i pagamenti della tua carta di credito
Μην καθυστερείς τις πληρωμές της πιστωτικής κάρτας σου.

πίσω από

avverbio

Chicago è un'ora indietro rispetto a New York.

πίσω

avverbio (κατεύθυνση)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dopo il picnic sono tornati indietro alla macchina e sono andati a casa.
Μετά το πικνίκ, περπάτησαν πίσω προς το αυτοκίνητο και πήγαν σπίτι.

πάει πίσω

avverbio (essere arretrato, in ritardo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quell'orologio è indietro. Ce ne serve uno che dia l'ora giusta.
Το ρολόι πάει πίσω. Χρειαζόμαστε ένα που να δείχνει τη σωστή ώρα.

από την άλλη πλευρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si voltò indietro e vide che la sua ragazza era proprio dietro di lui.

πίσω

avverbio (επιστροφή)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Gli ha dato indietro il libro.
Έδωσε πίσω το βιβλίο.

πίσω

(figurato) (στο παρελθόν)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questo paese sembra tornare indietro per quanto riguarda l'approccio ai diritti umani.

προς τα πίσω

avverbio (figurato)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Drake credeva di aver fatto progressi, ma all'improvviso gli sembrò di essere tornato indietro.

προς τα πίσω

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Un cicalino suona quando iniziate a muovervi all'indietro.
Ένας προειδοποιητικός ήχος ακούγεται όταν ξεκινάς να κάνεις όπισθεν.

προς τα πίσω

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Camminava a grandi passi senza dare neanche un'occhiata indietro.
Προχωρούσε μπροστά χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά προς τα πίσω.

-

avverbio (figurato: regresso) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La questione delle tensioni razziali in questa città sembra far solo passi indietro.
Το πρόβλημα των φυλετικών εντάσεων σε αυτή την πόλη δείχνει να χειροτερεύει.

πλήκτρο ή λειτουργία προς τα πίσω αναζήτησης οπτικοακουστικού υλικού

(τεχνολογία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Premi il pulsante di riavvolgimento, si ferma automaticamente all'inizio.
Πίεσε το «Rewind», για να πας, αυτομάτως, στην αρχή του οπτικοακουστικού υλικού.

προς τα πίσω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

στο πίσω μέρος

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο φωτογράφος ζήτησε από τους ψηλούς να πάνε στο πίσω μέρος της ομάδας. Πάτε στο πίσω μέρος!

πίσω, στο πίσω μέρος

avverbio (in stanza o sala)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Andammo al cinema e ci sedemmo dietro.

που μένει πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλαγή, μεταστροφή

(άποψης, θέσης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η μεταστροφή των απόψεών του προέκυψε αφότου έμαθε τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης.

backspace

(tasto)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vedendo arrivare la polizia i ragazzi arretrarono.
Οι τύποι αποχώρησαν (or: αποτραβήχτηκαν), όταν είδα ότι έρχεται η αστυνομία.

μορφασμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ha avuto un sussulto quando ho inserito l'ago.
Αποτραβήχτηκε κάνοντας έναν μορφασμό όταν έβαλα τη βελόνα.

μεταβολή, στροφή 180 μοιρών

(figurato: cambiamento di opinione) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il politico fece dietrofront dopo le recenti proteste.

κουνάω, κουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Γκλεν κούνησε τη μύτη του για να κάνει το παιδάκι να γελάσει.

επιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutto sommato non mi piacciono questi stivali, li restituirò.

προς τα πίσω

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il suo passaggio all'indietro ha portato al gol della vittoria.

όπισθεν

(λόγιος)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

πίσω

που αποσύρθηκε

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο πιο πίσω

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπρος-πίσω, μπρος πίσω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ho trascorso tutto il giorno a correre avanti e indietro.

χωρίς να κοιτάξω πίσω μου

avverbio (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rob ha lasciato il lavoro senza guardarsi indietro e dice che è stata la migliore decisione che abbia mai preso.

πίσω μπρος, μπρος πίσω

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La bambina si dondolava avanti e indietro sull'altalena.

μπρος πίσω

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il leone passeggiava avanti e indietro nella sua gabbia.
Το λιοντάρι πήγαινε μπρος πίσω στο κλουβί του.

από τον Άννα στο Καϊάφα

locuzione avverbiale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανάποδο φάλτσο

sostantivo maschile (golf, tennis)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μεταβολή

(figurato: cambio di opinione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Σε συνέχεια της ισχυρής κοινωνικής κατακραυγής, ο πολιτικός έκανε μεταβολή σε ότι αφορά την θέση του για την υπερθέρμανση του πλανήτη.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

βήμα προς τα πίσω

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fai un passo indietro così stai più distante dal bordo!

ανάποδη κωλοτούμπα

sostantivo femminile (καθομιλουμένη)

σάλτο πίσω, ανάποδο σάλτο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναστροφή

sostantivo femminile (figurato: cambio di idea)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυρίζω πίσω τον χρόνο, γυρίζω τον χρόνο πίσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando arrivò agli ottant'anni si disperò di non poter riportare indietro le lancette dell'orologio.

μένω πίσω

verbo intransitivo (letteralmente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli escursionisti con maggiore esperienza dovrebbero stare in fondo al gruppo per assicurarsi che nessuno rimanga indietro.

δεν κοιτάζω πίσω

verbo intransitivo (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γυρίζω τον χρόνο πίσω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαινοέρχομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω στο παρελθόν

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαναλαμβάνω, ξανακάνω

(κτ που έκανα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω πετάλι ανάποδα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν πλησιάζω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un avviso fuori dalla gabbia delle scimmie avverte i visitatori di rimanere lontani.

αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avevi promesso di aiutarmi, ma poi ti sei tirato indietro.

μένω πίσω

Jim rimaneva indietro mentre gli altri corridori si avvicinavano alla linea di traguardo.

μένω πίσω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

Il corridore è rimasto indietro dopo il ventiduesimo chilometro della maratona a causa delle sue gambe stanche.

κοιτάζω πίσω

(κυριολεκτικά)

Μην κοιτάς πίσω. Ό,τι σε κυνηγά μπορεί να σε πλησιάζει επικίνδυνα. (Σάτσελ Πέιτζ).

καθυστερώ, ακολουθώ με καθυστέρηση

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξαπλώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω από

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando sono tornato dalle vacanze, avevo una bella scottatura. Quando torni dal negozio possiamo andare al cinema?
Όταν επέστρεψα από τις διακοπές μου είχα ένα σοβαρά έγκαυμα.

κάνω πίσω

πάω προς τα πίσω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I freni si ruppero in salita e la macchina iniziò ad andare all'indietro.

αποχωρώ, αποσύρομαι, αποτραβιέμαι, υπαναχωρώ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato: evitare coinvolgimento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
All'ultimo minuto gli investitori si sono tirati indietro.
Την τελευταία στιγμή οι επενδυτές αποσύρθηκαν.

κιοτεύω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voleva chiederle di uscire al ballo, ma poi si è tirato indietro.
Είχε σχεδιάσει να της ζητήσει να χορέψουν, αλλά κιότεψε (or: δείλιασε).

την κάνω λαμόγιο

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando il gioco si fa duro, lui si tira sempre indietro.

κάνω πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si fece indietro di colpo appena il cane le abbaiò contro.
Έκανε πίσω απότομα όταν της γάβγισε το σκυλί.

μένω πίσω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se non studio due ore ogni sera rischio di rimanere indietro con lo studio.
Αν δεν μελετάω δύο ώρες κάθε βράδυ, κινδυνεύω να μείνω πίσω με τα μαθήματα για την τάξη μου.

απομακρύνομαι, φεύγω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si ritrasse proprio quando lui stava per baciarla.
Απομακρύνθηκε τη στιγμή που θα τη φιλούσε.

επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si sta facendo tardi, torniamo indietro.

κάνω πίσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Facciano tutti un passo indietro, diamogli spazio!
Κάντε όλοι πίσω, ας του δώσουμε λίγο χώρο!

γέρνω προς τα πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μένω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu vai avanti; io resto indietro.
Προχώρα εσύ, εγώ θα μείνω.

ανακαλώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il politico avrebbe voluto ritirare il commento offensivo sulle donne.

πηγαίνω γρηγορότερα από κάποιον,κάτι

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεπερνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La giocatrice di pallavolo si legò i capelli all'indietro affinché non le venissero sugli occhi durante il torneo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indietro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.