Τι σημαίνει το carne στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης carne στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του carne στο Ιταλικό.

Η λέξη carne στο Ιταλικό σημαίνει κρέας, κρέας, σάρκα, η σάρκα, στο χρώμα του δέρματος, στο χρώμα του δέρματος, μοσχαρίσιο κρέας, χοιρινό, μοσχάρι, κρεατοφάγος, κιμάς, κιμάς, πιτσούνι, λίγο παχύς, κάπως παχύς, παχουλός, στρουμπουλός, στο χρώμα του δέρματος, μισοτελειωμένος, αυτοπροσώπως, η σαρξ ασθενής, ψιλοκομμένο κρέας με πατάτες και λαχανικά, κιμάς, κεφτές, πρόβειο κρέας, ελάφι, επεξεργασμένο κρέας, μαχαίρι για κρέας, εργαλείο που συλλέγει το ζωμό κρέατος που ψήνεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για να δώσει υγρασία στ, κρεατόμυγα, κρέας αλόγου, αλογίσιο κρέας, πίτα, κόκκινο κρέας, τροφή για τα κανόνια, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κρέας από μπούτι, ο διάβολος προσωποποιημένος, μοσχαρίσιος κιμάς, μαγειρικό θερμόμετρο, άσπρο κρέας, καπνιστό βοδινό, άπαχο κρέας, μοσχάρι μπρατσιόλε, αγελάδα κρεατοπαραγωγής, πιάτο με βοδινό, ελάφι, κατσικίσιο κρέας, άνθηση χρώματος κρέατος, κόφτης κρέατος, μπιφτέκι, χρώμα του δέρματος, ωμό κρέας, καπνιστό κρέας, αποξηραμένο κρέας ελαφιού, χρώμα του δέρματος, κιμάς, χυμός κρέατος, τσίλι κον κάρνε, απογοητευτικός, σάρκα και οστά, σάντουιτς με κρέας και τυρί, κρεαταγορά, πάθη της σάρκας, παχαίνω, κρεάτινος, λωρίδες παστού κρέατος, μπακαλιάρος, ζωμός, ζαμπονάκι, ιππόγλωσσος, παπί, παπάκι, <div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>, κορν μπιφ, άσπρο κρέας, πουλερικά, χοιρινός, βάφω κάτι κατακόκκινο, nude, νουντ, στο χρώμα του δέρματος, αλλαντικά, κιμάς, ο ίδιος, αναλώσιμος για κτ, παστό χοιρινό, χωρίς κρέας, ανθρωποφάγος, τμήμα του δαχτύλου κάτω από το νύχι, κομμάτι, καπνιστό κρέας, λευκές γραμμές, λευκές λωρίδες, μοσχάρι ταρτάρ, φιλέτο ταρτάρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης carne

κρέας

(di animale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non mangia carne. È vegetariana.
Δεν τρώει κρέας. Είναι χορτοφάγος.

κρέας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il macellaio rimosse la carne dagli ossi dell'animale.
Ο κρεοπώλης έκοψε το κρέας από τα κόκαλα του ζώου.

σάρκα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il chirurgo incise la carne della gamba del paziente per portare alla vista l'osso sottostante.
Ο χειρούργος έκοψε τη σάρκα στο πόδι του ασθενούς για να εμφανίσει το κόκαλο.

η σάρκα

sostantivo femminile (corpo umano)

Il predicatore ha inveito contro le tentazioni della carne.
Ο κατηχητής μιλούσε ακατάπαυστα για τους πειρασμούς της σάρκας.

στο χρώμα του δέρματος

aggettivo invariabile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il pittore ha usato tonalità color carne per la pelle delle persone del dipinto.
Ο ζωγράφος χρησιμοποίησε αποχρώσεις στο χρώμα του δέρματος για την επιδερμίδα των ανθρώπων στους πίνακές του.

στο χρώμα του δέρματος

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sarah ha portato una sacca di color carne al centro commerciale.

μοσχαρίσιο κρέας

(carne)

Preferisce manzo o maiale?
Θα προτιμούσατε μοσχαρίσιο ή χοιρινό κρέας;

χοιρινό

(carne)

Stasera mangiamo maiale.
Απόψε θα φάμε χοιρινό για βραδυνό.

μοσχάρι

(carne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen ordinò vitello come piatto principale.
Η Κάρεν παρήγγειλε μοσχαράκι για κυρίως πιάτο.

κρεατοφάγος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κιμάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κιμάς

(carne)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Non abbiamo tortini di verdure, ma solo di macinato.

πιτσούνι

(φαγητό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λίγο παχύς, κάπως παχύς

(informale)

È un po' cicciottello sulla vita.

παχουλός, στρουμπουλός

(figurato: sovrappeso)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La donna grassa riposava il suo corpo paffuto su una sedia.

στο χρώμα του δέρματος

locuzione aggettivale (tonalità)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μισοτελειωμένος

locuzione aggettivale (idiomatico) (κάτι λείπει)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυτοπροσώπως

(figurato)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

η σαρξ ασθενής

interiezione (idiomatico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο μεν νους πρόθυμος, ο δε σαρξ ασθενής.

ψιλοκομμένο κρέας με πατάτες και λαχανικά

sostantivo maschile (UK, US)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Harry ha preparato un pasticcio di carne tritata e verdure per colazione.

κιμάς

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tom ha comprato della carne macinata fresca dal macellaio.
Ο Τομ αγόρασε λίγο φρέσκο κιμά από το χασάπη.

κεφτές

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il mio piatto preferito da bambino era spaghetti e polpette.

πρόβειο κρέας

sostantivo femminile

Stasera mangeremo carne di montone grigliata e riso.

ελάφι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gli invitati al matrimonio hanno mangiato carne di cervo per cena.

επεξεργασμένο κρέας

sostantivo femminile

I nutrizionisti affermano che la carne lavorata è meno salutare di quella non processata.

μαχαίρι για κρέας

sostantivo maschile (μεγάλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pete ha usato un coltello da carne per affettare l'arrosto.

εργαλείο που συλλέγει το ζωμό κρέατος που ψήνεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για να δώσει υγρασία στ

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρεατόμυγα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρέας αλόγου, αλογίσιο κρέας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πίτα

sostantivo maschile (ψημένη σε κατσαρόλα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόκκινο κρέας

sostantivo femminile

In genere la carne rossa ha un sapore più deciso di quella bianca.

τροφή για τα κανόνια

sostantivo maschile (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nella I guerra mondiale, i soldati spesso erano trattati come carne da cannone.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

κρέας από μπούτι

sostantivo femminile (πουλερικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La carne scura del tacchino è quella col sapore più intenso.

ο διάβολος προσωποποιημένος

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Molti considerano Hitler il diavolo in persona.
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως ο Χίτλερ ήταν ο διάβολος προσωποποιημένος.

μοσχαρίσιος κιμάς

La carne macinata di solito proviene da bovini diversi.
Το κρέας για τον μοσχαρίσιο κιμά συνήθως προέρχεται από πολλές και διαφορετικές αγελάδες.

μαγειρικό θερμόμετρο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άσπρο κρέας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La carne di tacchino è quasi interamente carne bianca, solo la zampa è più scura.

καπνιστό βοδινό

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La carne di manzo essiccata è una buona fonte di proteine e pratica quando si fanno escursioni nel bosco.

άπαχο κρέας

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μοσχάρι μπρατσιόλε

sostantivo plurale maschile (ιταλικό φαγητό)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγελάδα κρεατοπαραγωγής

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A differenza degli animali da latte, le vacche da carne non vengono munte ogni giorno.

πιάτο με βοδινό

(μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il filetto alla Stroganoff è il mio piatto di carne preferito.
Το στρογκανόφ είναι το αγαπημένο μου πιάτο με βοδινό.

ελάφι

sostantivo femminile (μεταφορικά: κρέας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατσικίσιο κρέας

sostantivo femminile

La carne di capra è la carne più cucinata al mondo.

άνθηση χρώματος κρέατος

sostantivo maschile (per ossidazione) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόφτης κρέατος

sostantivo maschile (εργαλείο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπιφτέκι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρώμα του δέρματος

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ωμό κρέας

sostantivo femminile

καπνιστό κρέας

sostantivo femminile

αποξηραμένο κρέας ελαφιού

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρώμα του δέρματος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κιμάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χυμός κρέατος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

τσίλι κον κάρνε

sostantivo maschile (piatto statunitense)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

απογοητευτικός

locuzione aggettivale (figurato, informale: deludente)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σάρκα και οστά

sostantivo maschile (essere umano)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σάντουιτς με κρέας και τυρί

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρεαταγορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πάθη της σάρκας

sostantivo plurale maschile (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il sacerdote predicava contro la lussuria e i peccati indotti dai desideri della carne.
Ο πάστορας έκανε κήρυγμα για τον πόθο και την αμαρτία που πηγάζουν από τα πάθη της σάρκας.

παχαίνω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da quando ha iniziato a mangiare regolarmente, il suo viso che prima era scavato si è rimpolpato e le ha dato un aspetto più dolce.
Όταν άρχισε να τρώει τακτικά γεύματα, το άλλοτε κοκαλιάρικο πρόσωπό της στρογγύλεψε και η εικόνα της μαλάκωσε.

κρεάτινος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo cenato con pietanze di carne senza alcuna verdura.

λωρίδες παστού κρέατος

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le strisce di carne essiccata sono una buona merenda se hai bisogno di proteine.
Οι λωρίδες παστού κρέατος είναι ένα καλό σνακ αν ζητάς πρωτεΐνες.

μπακαλιάρος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ho comprato carne di eglefino e capesante per la zuppa di pesce.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Χτες φάγαμε μπακαλιάρο στον φούρνο.

ζωμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Versa il sugo di carne dalla padella sull'arrosto.
Περίχυσε το ζωμό από το ταψί στο ψητό.

ζαμπονάκι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non mangio carne in scatola da quando ero bambino.
Έχω να φάω ζαμπονάκι από τότε που ήμουν παιδί.

ιππόγλωσσος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il menù prevedeva l'hailbut, ma era finito.

παπί, παπάκι

sostantivo femminile (κρέας μικρής πάπιας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Al banchetto servirono carne di anatra giovane e asparagi.

<div>κρέας χαλάλ</div><div>(<i>φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο</i>: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ.<i> ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου </i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile

Tutte le carni che saranno servite sono halal.

κορν μπιφ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Non c'è niente per cena, dovrò accontentarmi di una scatoletta di carne.

άσπρο κρέας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La carne bianca è più sana perché contiene meno grassi di quella rossa. Preferisci la carne bianca o quella rossa?
Το άσπρο κρέας είναι πιο υγιεινό καθώς περιέχει λιγότερο λίπος από το κόκκινο κρέας. Προτιμάς άσπρο ή κόκκινο κρέας;

πουλερικά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il prezzo della carne di pollo è salito negli ultimi anni.
Η τιμή των πουλερικών έχει ανέβει τα τελευταία χρόνια.

χοιρινός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Robert ha messo sul barbecue alcune salsicce di carne di maiale.
Ο Ρόμπερτ έβαλε μερικά χοιρινά λουκάνικα στη σχάρα.

βάφω κάτι κατακόκκινο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

nude, νουντ

aggettivo invariabile

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Kate ha comprato delle scarpe color carne al centro commerciale.

στο χρώμα του δέρματος

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλαντικά

sostantivo femminile (σε φέτες)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κιμάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Alla mamma serve un chilo di carne macinata per fare le polpette.
Η μαμά χρειάζεται μισό κιλό κιμά για να φτιάξει κεφτεδάκια.

ο ίδιος

(rafforzativo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il mio figlio adolescente si lava i vestiti da sé.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο έφηβος γιος μου έπλυνε μόνος του τα ρούχα του!

αναλώσιμος για κτ

Erano solo individui sacrificabili per l'esercito dell'imperatore.

παστό χοιρινό

sostantivo femminile

χωρίς κρέας

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανθρωποφάγος

locuzione aggettivale (για ζόμπι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τμήμα του δαχτύλου κάτω από το νύχι

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La sua unghia si è rotta, lasciando scoperta la carne viva.

κομμάτι

sostantivo maschile (ολόκληρο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha servito un tocco di carne di agnello arrostito con aglio e rosmarino.

καπνιστό κρέας

Gli escursionisti si sono portati della carne essiccata da mangiare durante il cammino.

λευκές γραμμές, λευκές λωρίδες

sostantivo femminile

μοσχάρι ταρτάρ, φιλέτο ταρτάρ

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του carne στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του carne

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.