Τι σημαίνει το ritorno στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ritorno στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ritorno στο Ιταλικό.

Η λέξη ritorno στο Ιταλικό σημαίνει επιστρέφω, επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι, επιστρέφω, επιστρέφω στην προγούμενη θέση, παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, ξαναπάω, ξαναπηγαίνω, γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφω, ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ, ξαναπάω, έχω επιστρέψει, είμαι πίσω, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω, ξαναπαίρνω, γυρίζω πίσω, επιστρέφω, γυρίζω, επιστροφή, επιστροφή, στροφή, επιστροφή, επαναληπτικός αγώνας, επιστροφή, αναβίωση, αναβίωση, αναπτέρωση, επάνοδος, επιστροφή, επανεμφάνιση, επιστροφή, επανεμφάνιση, αναζωπύρωση, αναθέρμανση, επαναληπτικός αγώνας, επιστροφή στο σπίτι, περιέρχομαι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη, επανέρχομαι, επιστρέφω, επιστρέφω, επιστροφή στις ρίζες, ξαναβρίσκω τη φόρμα μου, γυρίζω το χρόνο πίσω, πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι, επιστροφή στη βάση, συνέρχομαι, ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, επανέρχομαι στο κανονικό, πηγαίνω πίσω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή, γυρίζω γρήγορα, επιστρέφω, επανέρχομαι, επιστρέφω σε κτ, επανέρχομαι, ξανανεβαίνω, επαναφέρω, επιστρέφω, γυρίζω, επανέρχομαι, επιστρέφω σε κτ, γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ, ξαναγυρίζω, επιστρέφω σε κτ, επιστρέφω σπίτι, επαναφέρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ritorno

επιστρέφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Spero che ritorni presto.
Ελπίζω να γυρίσει σύντομα.

επιστρέφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I miei incubi tornano continuamente.

γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono ritornato dall'ufficio verso le 18:30.
Γύρισα από το γραφείο περίπου στις 6:30 μ.μ.

επανέρχομαι, επιστρέφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω στην προγούμενη θέση

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tornerò a casa al termine dei miei esami.

παίρνω τον δρόμο της επιστροφής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξαναπάω, ξαναπηγαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Frank ha lasciato il suo portafogli a casa ed è dovuto ritornare per prenderlo.
Ο Φρανκ ξέχασε το πορτοφόλι του στο σπίτι και έπρεπε να επιστρέψει για να το πάρει.

γυρνάω, γυρνώ, επιστρέφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha tirato il boomerang, che è subito ritornato verso di lui.

ξαναπάω σε κτ, ξαναπηγαίνω σε κτ

verbo intransitivo (in un luogo)

Un giorno mi piacerebbe tornare a Parigi.
Θα μου άρεσε να ξαναπάω στο Παρίσι κάποια μέρα.

ξαναπάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'anno scorso sono andato a trovare mia zia in Grecia e non vedevo l'ora di tornarci.
Πέρυσι επισκέφθηκα τη θεία μου στην Ελλάδα και ανυπομονώ να ξαναπάω.

έχω επιστρέψει, είμαι πίσω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono tornato dal campo, ti sono mancato?

επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si sta facendo tardi, torniamo indietro.

ξαναγυρίζω, ξαναγυρνάω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jeremy aveva dimenticato i fiori, ma non aveva tempo di tornare.

ξαναπαίρνω

(uno stato d'animo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

γυρίζω πίσω

Quando si rese conto di essersi dimenticato di comprare le uova, Ray tornò a piedi al supermercato.

επιστρέφω, γυρίζω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστροφή

sostantivo maschile (rientro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dobbiamo prepararci per il suo ritorno.
Πρέπει να προετοιμαστούμε για τον γυρισμό του.

επιστροφή

sostantivo maschile (ripresentarsi di una situazione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ora che sei di nuovo qui sembra ci sia un ritorno alla normalità.

στροφή

sostantivo maschile (architettura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una donna pregava sul ritorno della scalinata.

επιστροφή

(σε κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eravamo sorpresi dal ritorno di Helen alla cristianità all'età di sessant'anni.

επαναληπτικός αγώνας

(sport: partita di ritorno)

επιστροφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναβίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναβίωση, αναπτέρωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo anni di malasorte ebbe un improvviso ritorno di fortuna.

επάνοδος, επιστροφή, επανεμφάνιση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fa il suo ritorno sulla scena con l'uscita del suo nuovo singolo.
Κάνει την επάνοδό του με την έκδοση του νέου του σινγκλ.

επιστροφή, επανεμφάνιση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I jeans a zampa d'elefante stanno facendo il loro ritorno.

αναζωπύρωση, αναθέρμανση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαναληπτικός αγώνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nella partita di andata abbiamo perso 5-0, quindi speriamo di fare meglio nella partita di ritorno.

επιστροφή στο σπίτι

sostantivo maschile (a casa propria)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La famiglia si riunì per celebrare il ritorno di Cameron, che era stato via per molti anni.
Η οικογένεια μαζεύτηκε για να γιορτάσει την επιστροφή του Κάμερον στο σπίτι επειδή έλειπε πολλά χρόνια.

περιέρχομαι στον προηγούμενο ιδιοκτήτη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al termine della locazione, il proprietario riacquisterà pieni diritti per rientrare della proprietà.

επανέρχομαι

(στο μυαλό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi ritorna in mente periodicamente l'idea che dovrei strangolarti.
Στο μυαλό που επανέρχεται συνέχεια η ιδέα να σε στραγγαλίσω.

επιστρέφω

(κάπου, σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Spesso ritorno nella città in cui sono cresciuto.
Συχνά γυρίζω στην πόλη που μεγάλωσα.

επιστρέφω

(σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Torniamo all'argomento a cui avevamo accennato prima.

επιστροφή στις ρίζες

verbo intransitivo

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Questo romanzo è un ritorno alle origini del suo genere.

ξαναβρίσκω τη φόρμα μου

verbo intransitivo (forma fisica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi sono abbonata a una palestra per ritornare in forma.

γυρίζω το χρόνο πίσω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si può ritornare al passato solo coi propri ricordi o con la propria immaginazione.

πάω πίσω στο κρεβάτι, ξαναπέφτω στο κρεβάτι

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando ho visto che pioveva, ho deciso di tornare a letto.

επιστροφή στη βάση

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho girato il mondo per gli ultimi nove anni ma adesso sono ritornata all'ovile.
Ταξίδεψα τον κόσμο για εννέα χρόνια και τώρα έχω επιστρέψει στη βάση μου.

συνέρχομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devo smetterla di farmi prendere dal panico; devo tornare in me.
Είναι καιρός να σταματήσω να πανικοβάλλομαι και να συνέλθω. Είναι τόσο αγχωμένος. Πρέπει να συνέρθει.

ξαναμπαίνω σε πρόγραμμα

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επανέρχομαι στο κανονικό

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πηγαίνω πίσω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή

verbo intransitivo (letteralmente)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυρίζω γρήγορα

Sono ritornato a casa di corsa dopo il lavoro per guardare la partita di hockey alla TV.

επιστρέφω, επανέρχομαι

(teatro, cinema)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιστρέφω σε κτ

verbo intransitivo

William giurò che sarebbe stato buono da quel momento ma tornò in fretta al suo comportamento perfido.
Ο Γουίλιαμ ορκίστηκε ότι θα ήταν καλός από εδώ και πέρα, όμως επέστρεψε σύντομα στον κακό του εαυτό.

επανέρχομαι

verbo intransitivo (figurato: condizione, status) (μεταφορικά:)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξανανεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επαναφέρω

verbo intransitivo (μια κατάσταση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono ritornato alla versione precedente del software e ha funzionato bene.

επιστρέφω, γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sarebbe bello, un giorno, ritornare alla città in cui sono nato.

επανέρχομαι

verbo intransitivo (για να κάνω κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ava è andata via di casa a 18 anni, ma è tornata dieci anni dopo per prendersi cura di sua madre.

επιστρέφω σε κτ

Alcuni pensano che dovremmo tornare a un sistema di baratto invece che monetario.
Μερικοί πιστεύουν ότι θα πρέπει να επιστρέψουμε στην ανταλλακτική οικονομία αντί να έχουμε χρήματα.

γυρίζω σε κπ, ξαναγυρίζω σε κπ, επιστρέφω σε κπ

verbo intransitivo (da una persona)

Gina ha deciso di tornare da suo marito e di cercare di far funzionare la relazione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Ελένη ξαναγύρισε στον πρώην άντρα της.

ξαναγυρίζω

verbo intransitivo (σε προηγούμενο θέμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Possiamo tornare un attimo al punto precedente? Vorrei capire meglio una cosa che hai detto prima.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μπορούμε να πάμε λιγάκι πίσω; Με ενδιαφέρει κάτι που είπατε προηγουμένως.

επιστρέφω σε κτ

Sembra che Ted sia tornato al vizio dell'alcool e del gioco d'azzardo.
Ο Τεντ φαίνεται να επέστρεψε στις κακές συνήθειες του ποτού και του τζόγου.

επιστρέφω σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo piccione è sempre il più veloce a tornare a casa.

επαναφέρω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ritorno στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.