Τι σημαίνει το quasi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quasi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quasi στο Ιταλικό.

Η λέξη quasi στο Ιταλικό σημαίνει σχεδόν, σχεδόν, παραλίγο, σχεδόν, σχεδόν, παρά λίγο να κάνω κτ, αρκετά κοντά, σχεδόν τελείως, μόλις, γύρω σε, κοντά σε, σχεδόν, σχεδόν, μισο-, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, παραλίγο, περίπου, σχεδόν, σχεδόν, κάπως, κοντά σε, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, σχεδόν, κάπως, λίγο, σχεδόν, περίπου, σχεδόν, εν μέρει επίσημος, σχεδόν, έτοιμος είμαι, ο περισσότερος, ελάχιστοι, ελάχιστα ή καθόλου, σχεδόν αδύνατον, σχεδόν ίδιος, σχεδόν έτοιμος, σχεδόν σίγουρος, που έχει σχεδόν τελειώσει, σχεδόν αδύνατος, αρκετά καινούριος, σχεδόν ποτέ, σπάνια... και αν, σχεδόν παντού, σχεδόν ποτέ, συνήθως, σχεδόν πάντα, σχεδόν ποτέ, ελάχιστος, στα πρόθυρα, ολόϊδιος, εξίσου, τόσο όσο, σχεδόν τίποτα, συνήθως, στη συντριπτική πλειοψηφία, σχεδόν, πάνω-κάτω ο ίδιος, σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος, παραλίγο επιτυχής βολή, παρόμοιος, σχεδόν, έχω σχεδόν ξεπεράσει κτ, έχω σχεδόν συνέλθει από κτ, ο περισσότερος, λίγο λιγότερο από, πλησιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quasi

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
David è un quasi membro del gruppo; non ha diritto di voto.

σχεδόν

avverbio (περίπου)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era quasi a casa quando l'auto si è rotta.
Ήταν σχεδόν σπίτι όταν χάλασε το αυτοκίνητο.

παραλίγο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ho quasi fatto un incidente questa mattina!
Παραλίγο να πάθω ατύχημα το πρωί!

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

παρά λίγο να κάνω κτ

Fa' attenzione con quel bastone: mi hai quasi staccato un occhio!
Πρόσεχε με το ραβδί! Σχεδόν μου έβγαλες το μάτι!

αρκετά κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hanno quasi demolito l'altra squadra.

σχεδόν τελείως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha quasi vinto la partita da solo.

μόλις

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi ero quasi seduto quando qualcuno bussò alla porta.
Ίσα που είχα καθίσει όταν χτύπησε η πόρτα.

γύρω σε, κοντά σε

preposizione o locuzione preposizionale (denaro: somma) (με άρθρο)

Η δουλειά θα σου κοστίσει γύρω στις (or: κοντά στις) 1.000 λίρες.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Adesso ha quasi smesso di piovere.
Η βροχή έχει σχεδόν τελειώσει τώρα.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono quasi le nove.
Κοντεύει εννιά η ώρα.

μισο-

Sono quasi pronto per andare.
Είμαι μισοέτοιμος να φύγουμε.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quasi tutti loro sono a casa di sera.
Σχεδόν όλοι τους είναι στο σπίτι το βράδυ.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono quasi cinque anni che non vedo il mio amico.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono quasi le sei.
Κοντεύει έξι η ώρα.

παραλίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ho quasi dimenticato di chiudere a chiave la porta.

περίπου, σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il progetto è terminato? - Quasi. Devo solo sistemare un paio di cose.

σχεδόν, κάπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Credo di iniziare a capire come funziona. Beh, quasi.

κοντά σε

avverbio

Hanno segnato un punto a partita quasi finita.
Πέτυχαν πόντο προς το τέλος του αγώνα.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
C'è rimasto un solo biglietto, abbiamo esaurito quasi tutto.
Έχει μείνει ένα εισιτήριο - σχεδόν ξεπουλήσαμε.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In quelle condizioni non vale quasi nulla.
Δεν αξίζει σχεδόν τίποτα σ' αυτήν την κατάσταση.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abbiamo quasi finito col progetto.
Έχουμε σχεδόν τελειώσει το έργο.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Era quasi notte quando sono arrivati.

κάπως, λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Κάνει λίγο (or: κάπως) κρύο για να φοράς σορτσάκι.

σχεδόν, περίπου

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La carne non è ancora propriamente cotta.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non puoi punirmi, mamma! Ho quasi diciott'anni.

εν μέρει επίσημος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Siamo solo un organo semiufficiale e non possiamo darti altro che una raccomandazione.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ο Τζιμ δεν επισκέπτεται σχεδόν ποτέ τους γονείς του.

έτοιμος είμαι

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Quasi quasi ti do una bella sculacciata!
Έτοιμος είμαι να σου δώσω ένα χέρι ξύλο!

ο περισσότερος

La maggior parte dei fiori è bella.
Τα περισσότερα (or: Τα πιο πολλά) λουλούδια είναι όμορφα.

ελάχιστοι

pronome

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo che mio fratello scoprì i biscotti non ne rimase quasi nessuno.

ελάχιστα ή καθόλου

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ho ripassato quindi non c'è quasi nessuna possibilità che io passi l'esame.

σχεδόν αδύνατον

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È quasi impossibile ottenere un buon voto con la mia insegnante di inglese.

σχεδόν ίδιος

aggettivo

Il professore notò che i compiti dei due studenti erano quasi identici, e li bocciò entrambe.

σχεδόν έτοιμος

Ho quasi finito, ancora cinque minuti e vi raggiungo.

σχεδόν σίγουρος

aggettivo

Sono quasi certo di avere spento i fornelli, ma forse è il caso di tornare indietro a controllare.

που έχει σχεδόν τελειώσει

verbo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'anno scolastico è quasi finito.

σχεδόν αδύνατος

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

αρκετά καινούριος

locuzione aggettivale

σχεδόν ποτέ

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non bevo quasi mai di mattina.
Δεν πίνω σχεδόν ποτέ το πρωί.

σπάνια... και αν

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non ho quasi mai tempo di rilassarmi e leggere un libro.
Σπάνια βρίσκω χρόνο να ξεκουραστώ και να διαβάσω ένα βιβλίο, και αν.

σχεδόν παντού

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν ποτέ

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Dopo essere stata aggredita e derubata Miriam non usciva quasi mai di casa.

συνήθως

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Faccio quasi sempre fatica a capire quello che dice.
Συνήθως καταλαβαίνω με το ζόρι τι λέει.

σχεδόν πάντα

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La porta dello scantinato è quasi sempre aperta.

σχεδόν ποτέ

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Non mangio quasi mai gelato, ma due o tre volte l'anno me lo concedo.

ελάχιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo aver pagato quella bolletta telefonica esosa, non mi è rimasto quasi niente in banca. È riuscita a preparare un pasto sontuoso con poco e niente.
Μου έμειναν ελάχιστα χρήματα στην τράπεζα, αφότου πλήρωσα τον υπέρογκο τηλεφωνικό λογαριασμό. Κατάφερε να ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο γεύμα σχεδόν από το τίποτα (or: με ελάχιστα υλικά).

στα πρόθυρα

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il lupo messicano era sul punto di estinguersi, ma alcune iniziative di conservazione stanno facendo crescere la popolazione.

ολόϊδιος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εξίσου, τόσο όσο

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

σχεδόν τίποτα

pronome

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non c'è quasi niente da mangiare in casa.

συνήθως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Di solito è qui, tranne quando ha una riunione.
Συνήθως είναι εδώ, εκτός από όταν έχει σύσκεψη.

στη συντριπτική πλειοψηφία

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I sondaggi mostrano che le minoranze sostengono il presidente in modo schiacciante.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι μειονοτικές ομάδες στη συντριπτική πλειοψηφία τους υποστηρίζουν τον πρόεδρο.

σχεδόν

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Vi siete spazzolati quasi tutta la torta.
Σχεδόν το τελείωσες εκείνο το κέικ.

πάνω-κάτω ο ίδιος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ci abbiamo messo gran parte della mattinata per finire il lavoro.
Μας πήρε σχεδόν όλο το πρωί να τελειώσουμε τη δουλειά.

παραλίγο επιτυχής βολή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρόμοιος

preposizione o locuzione preposizionale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σχεδόν

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono stati sposati per quasi trent'anni.

έχω σχεδόν ξεπεράσει κτ, έχω σχεδόν συνέλθει από κτ

verbo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi sono quasi ripreso del tutto dallo spavento di essere stato aggredito.

ο περισσότερος

La maggior parte della zuppa è stata mangiata.
Η περισσότερη (or: Η πιο πολλή) σούπα έχει φαγωθεί.

λίγο λιγότερο από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλησιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al primo giro il corridore era vicino al record mondiale nella sua specialità.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quasi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.