Τι σημαίνει το età στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης età στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του età στο Ιταλικό.

Η λέξη età στο Ιταλικό σημαίνει ηλικία, ηλικία, εποχή, ήτα, κατάλληλος για γάμο, γερνώ, γήρανση, απαιτούμενη από το νόμο ηλικία, σε ηλικία γάμου, μεσήλικας, αντιγηραντικός, σε οποιαδήποτε ηλικία, ενήλικη ζωή, ενηλικίωση, ηλικιακός ρατσισμός, αναμενόμενος χρόνος άφιξης, μέση ηλικία, προσχολικής ηλικίας, ανηλικιότητα, μέση ηλικία, ώριμη ηλικία, τρυφερή ηλικία, προχωρημένη ηλικία, δημογραφία, ηλικιακή ομάδα, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, ηλικία μετά την οποία η σεξουαλική επαφή είναι πλέον νόμιμη, ενηλικότητα, χρυσή εποχή, γηρατειά, νόμιμη ηλικία, ώριμη ηλικία, ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας, ώριμη γυναίκα, Εποχή του Χαλκού, παιδί προσχολικής ηλικίας, Λίθινη Εποχή, διαφορά ηλικίας, ενηλικίωση, ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, Χρυσούς Αιών, γηρατειά, μεγάλη ηλικία, σχολική ετοιμότητα, εφηβική εγκυμοσύνη, κορίτσι για σπίτι, γεροντική κηλίδα, μεγάλη κυρία, ηλικία συνταξιοδότησης, εκλογική ενηλικιότητα, ηλικιακό εύρος, εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, γηρατειά, ενήλικη ζωή, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, της μέσης ηλικίας, στο σχολείο, ηλικίας, ηλικίας από... μέχρι, δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία, ενηλικίωση, κρίση μέσης ηλικίας, σχολική ηλικία, ομάδα ηλικιών, σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης età

ηλικία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All'età di sei anni, David ha iniziato ad andare alla scuola materna.
Στην ηλικία των έξι ετών, ο Ντέιβιντ πήγε στο νηπιαγωγείο.

ηλικία

sostantivo femminile (anzianità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'età non sembra aver compromesso la sua memoria.
Φαίνεται ότι τα γηρατειά δεν έχουν εξασθενίσει τη μνήμη του.

εποχή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'era dei dinosauri è terminata milioni di anni fa. // In quest'era multimediale bisogna verificare attentamente le fonti delle proprie informazioni.
Η εποχή των δεινοσαύρων τελείωσε πριν από εκατομμύρια χρόνια. Την εποχή των πολυμέσων πρέπει να ελέγχουμε πολύ προσεκτικά την πηγή των πληροφοριών μας.

ήτα

sostantivo femminile (alfabeto greco: lettera) (γράμμα αλφαβήτου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κατάλληλος για γάμο

(donna)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γερνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γήρανση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'invecchiamento è una cosa da cui non può scappare nessuno.
Από τη γήρανση δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς.

απαιτούμενη από το νόμο ηλικία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε ηλικία γάμου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Essendo in età da marito, la ragazza era bramosa di incontrare un uomo adatto da sposare.

μεσήλικας

avverbio

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
I maggiori acquirenti su internet sono uomini e donne di mezza età.

αντιγηραντικός

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σε οποιαδήποτε ηλικία

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ενήλικη ζωή

sostantivo femminile

Purtroppo il loro secondogenito non ha mai raggiunto l'età adulta.

ενηλικίωση

sostantivo femminile (διαδικασία: αντρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cerimonia religiosa iniziò i ragazzi all'età virile.

ηλικιακός ρατσισμός

L'azienda non ti può licenziare solo perché hai 50 anni: sarebbe una discriminazione nei confronti degli anziani.

αναμενόμενος χρόνος άφιξης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μέση ηλικία

sostantivo femminile

προσχολικής ηλικίας

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ανηλικιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέση ηλικία

sostantivo femminile

Quando Ray ha raggiunto la mezza età, sapeva di aver bisogno di fare qualcosa per mantenersi in forma.

ώριμη ηλικία

Il nonno è morto alla veneranda età di 99 anni.

τρυφερή ηλικία

sostantivo femminile

Mozart si esibì per la prima volta per i reali europei alla tenera età di sei anni.

προχωρημένη ηλικία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δημογραφία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ηλικιακή ομάδα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I baby boomers sono la fascia d'età nata dopo la seconda guerra mondiale.

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La maggior parte dei giudici federali degli Stati Uniti devono andare in pensione al limite di età di 75 anni.

ηλικία μετά την οποία η σεξουαλική επαφή είναι πλέον νόμιμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ενηλικότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si è soggetti alla tutela dei genitori fino al raggiungimento della maggiore età.

χρυσή εποχή

sostantivo femminile (figurato: il periodo migliore) (μεταφορικά)

L'età dell'oro dei voli economici sta finendo.

γηρατειά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Le tartarughe possono raggiungere un'età molto avanzata.

νόμιμη ηλικία

sostantivo femminile

Il governo sta considerando di alzare la maggiore età per la patente da 17 a 18.

ώριμη ηλικία

sostantivo femminile

ώριμος άνδρας, ώριμος άντρας

sostantivo maschile (μεταφορικά)

ώριμη γυναίκα

sostantivo femminile (μεταφορικά)

Εποχή του Χαλκού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il fossile risale all'età del bronzo.
Το απολίθωμα χρονολογείται από την Εποχή του Χαλκού.

παιδί προσχολικής ηλικίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini in età prescolare devono essere accompagnati da entrambi i genitori.

Λίθινη Εποχή

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All'inizio dell'età della pietra i dinosauri erano già scomparsi.

διαφορά ηλικίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è parecchia differenza d'età tra John e sua moglie.

ενηλικίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Cinema Paradiso" è un film che parla del diventare maggiorenne di un ragazzo italiano.

ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'età legale per bere alcolici a New York è 21 anni.

νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mio figlio ha iniziato a leggere in giovane età, se non ricordo male aveva solo tre anni.

Χρυσούς Αιών

sostantivo femminile (figurato: il periodo migliore)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Alcuni considerano il diciottesimo secolo come l'età d'oro della ragione.

γηρατειά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Spesso le persone in età avanzata iniziano a perdere la memoria.
Συχνά οι άνθρωποι ξεχνάνε στα γηρατειά τους.

μεγάλη ηλικία

sostantivo femminile

σχολική ετοιμότητα

sostantivo femminile (ωριμότητα παιδιού)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εφηβική εγκυμοσύνη

κορίτσι για σπίτι

sostantivo femminile (μτφ: κατάλληλη για γάμο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γεροντική κηλίδα

sostantivo femminile (patologia) (στο δέρμα)

μεγάλη κυρία

sostantivo maschile (figurato, informale) (συνήθως με γενική)

ηλικία συνταξιοδότησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εκλογική ενηλικιότητα

(formale)

ηλικιακό εύρος

sostantivo femminile

εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ

sostantivo femminile (epoca degli Stati Uniti)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γηρατειά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

ενήλικη ζωή

sostantivo femminile

Nell'età adulta il maschio di questa specie sviluppa una cresta.

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ventun anni è l'età minima per comprare alcolici.

της μέσης ηλικίας

locuzione aggettivale (σε γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο σχολείο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ηλικίας

(σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La classe è aperta a bambini dell'età di 5 o più anni.

ηλικίας από... μέχρι

(età)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo programma è dedicato ai giovani dai 18 ai 25 anni.

δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία

verbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il fatto che si ricordi le pubblicità degli anni 70 rivela davvero la sua età.

ενηλικίωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I giovani criminali hanno ricevuto una sentenza meno dura perché non avevano ancora raggiunto la maggiore età.

κρίση μέσης ηλικίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Quando Joe iniziò a frequentare le discoteche all'età di cinquant'anni i suoi figli attribuirono ciò a una crisi di mezza età.

σχολική ηλικία

sostantivo femminile

ομάδα ηλικιών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σε

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A 18 anni è andata a vivere col suo ragazzo.
Στα 18 μετακόμισε με το φίλο της. Στην ηλικία των 18 μετακόμισε με το φίλο της.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του età στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του età

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.