Τι σημαίνει το casa στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης casa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του casa στο Ιταλικό.

Η λέξη casa στο Ιταλικό σημαίνει σπίτι, σπίτι, σπίτι, σπίτι, πατρίδα, οίκος, τοποθεσία, τετράγωνο, κατοικία, σπίτι, σπίτι, το σπίτι σου, σπίτι, σπίτι, σπίτι, σπίτι, κτίριο, σπίτι, χώρος διαμονής, χώρος διαβίωσης, στέγη, ίδρυμα, σπίτι, αρχική βάση, αρχική πλάκα, οίκος, της πατρίδας, γηπεδούχος, εντός έδρας, επιστρέφω σπίτι, οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα, άστεγος, εκδότης, καζίνο, μπουρδέλο, μπορντέλο, εργαζόμενος που δουλεύει από το σπίτι, πίσω αυλή, εστία, εργάζομαι από το σπίτι, μετακομίζω, φάρμα, στούντιο, πίσω αυλή, ιδρυματικός, μετακομίζω, άστεγος, δισκογραφική εταιρεία, κερδίζω χρήματα, μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου, κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι, καμαρώνω για το σπίτι μου, που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι, σπιτικός, σπιτικός, προς το σπίτι, πίσω, στο σπίτι, μακριά από το σπίτι, δίπλα, απασχολημένος, κερασμένος, στο στοιχείο μου, σπίτι μου σπιτάκι μου, κερασμένος από τον σεφ, μακριά από το σπίτι, Άρπα την!, Τσίμπα!, καλώς ήρθες, καλωσόρισες, μαθήματα, ρόμπα, παιδί που έχει φύγει από το σπίτι, αυτός που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, σπίτι με μεσοτοιχία, πορνείο, έπαυλη, βίλα, οίκος ανοχής, κουβαλητής, κουκλόσπιτο, που δουλεύει από το σπίτι, πλωτό σπίτι, σανατόριο, πρεσβυτέριο, κατασκευαστής αυτοκινήτων, κατασκευάστρια αυτοκινήτων, σπίτι, κατ' οίκον εκπαίδευση, μεζονέτα, πρεσβυτέριο, πρεσβυτέριο, πρεσβυτέριο, πυργοδέσποινα, φύλαξη παιδιών, φροντίδα παιδιών, αυλή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης casa

σπίτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hanno appena comprato la loro prima casa.
Μόλις αγόρασαν το πρώτο τους σπίτι.

σπίτι

(casa indipendente)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La loro nuova casa ha tre bagni.
Το καινούριο τους σπίτι έχει τρία μπάνια.

σπίτι

(anche figurato) (νοικοκυριό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Casa sua è sempre allegra e vivace.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το σπιτικό του είναι πάντα χαρούμενο και γεμάτο θόρυβο.

σπίτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hanno una seconda casa sul Mediterraneo.
Έχουν ένα δεύτερο σπίτι στη Μεσόγειο.

πατρίδα

sostantivo femminile (patria)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando studiavo all'estero, mi mancava molto casa.
Μου έλειψε πολύ η πατρίδα μου όταν σπούδαζα στο εξωτερικό.

οίκος

sostantivo femminile (religioni: chiesa, ecc.) (επίσημο, μτφ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Parla a bassa voce quando entri nella casa di Dio.

τοποθεσία

(figurato) (όπου βρίσκεται κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marte ospita il vulcano più grande del nostro sistema solare.
Ο Άρης είναι το μέρος με το μεγαλύτερο ηφαίστειο στο ηλιακό μας σύστημα.

τετράγωνο

sostantivo femminile (scacchi, dama)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nel gioco degli scacchi, alla prima mossa un pedone può avanzare di due caselle.

κατοικία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Vivono in una casa molto semplice di fango e paglia.

σπίτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το σπίτι σου

sostantivo femminile (figurato: luogo) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La California è casa mia.

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopo cena sono andati a casa sua per guardare la TV.
Μετά το δείπνο, πήγαν στο σπίτι του για να δουν τηλεόραση.

σπίτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andiamo a casa mia o a casa tua?
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλετε να έρθετε σε μένα απόψε ή προτιμάτε να βγούμε έξω;

σπίτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vive tre case in basso su questa strada.
Μένει τρία σπίτια πιο κάτω.

σπίτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La casa era soggetta a tasse.
Το νοικοκυριό όφειλε να πληρώσει φόρους.

κτίριο, σπίτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος διαμονής, χώρος διαβίωσης

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
I residenti devono evacquare i propri alloggi quando suona l'allarme.

στέγη

(μτφ: οίκημα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Είναι σημαντικό η κυβέρνηση να βοηθήσει τους πρόσφυγες να βρουν στέγη.

ίδρυμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Μένει σε ένα ίδρυμα για ηλικιωμένους.

σπίτι

locuzione avverbiale (προς το σπίτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andiamo a casa.
Πάμε σπίτι.

αρχική βάση, αρχική πλάκα

sostantivo femminile (baseball)

Ha rubato casa base partendo dalla terza base.

οίκος

(editore)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Lavora per una casa editrice.

της πατρίδας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando si viaggia all'estero, ogni tanto è piacevole trovare un giornale di casa propria.

γηπεδούχος

locuzione aggettivale (sport)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La squadra di casa sta per vincere la partita.

εντός έδρας

avverbio (sport)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È una partita in casa oggi.

επιστρέφω σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo piccione è sempre il più veloce a tornare a casa.

οδηγώ στην πατρίδα, στέλνω στην πατρίδα

verbo transitivo o transitivo pronominale (τόπος καταγωγής)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Riuscì a mandare a casa un piccione viaggiatore dalla Francia all'Inghilterra.

άστεγος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In quest'area della città ci sono sempre molti senzatetto per le strade.
Σε αυτό το μέρος της πόλης πάντα υπάρχουν πολλοί άστεγοι στον δρόμο.

εκδότης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ο Ίαν ψάχνει εκδότη για το μυθιστόρημά του.

καζίνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Diversi stati hanno aperto dei casinò allo scopo di attrarre turisti.
Σε διάφορες πολιτείες έχουν ανοίξει καζίνο για να προσελκύσουν τουρίστες.

μπουρδέλο, μπορντέλο

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εργαζόμενος που δουλεύει από το σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πίσω αυλή

(di casa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Passano tutta l'estate seduti in giardino a leggere.
Όλο το καλοκαίρι κάθονται στην πίσω αυλή και διαβάζουν.

εστία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εργάζομαι από το σπίτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Μετακομίζουμε, γι' αυτό και πρέπει να τα πακετάρουμε όλα σε κούτες.

φάρμα

(solo se villa o grande casa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo una tenuta vicino ai monti dove andiamo a passare i fine settimana.
Έχουμε μια φάρμα κοντά στα βουνά και πηγαίνουμε τα Σαββατοκύριακα.

στούντιο

(radio, TV)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La presentatrice televisiva sta registrando il suo nuovo programma in quello studio.
Η παρουσιάστρια της τηλεόρασης γράφει την τελευταία της εκπομπή σε εκείνο το στούντιο.

πίσω αυλή

(di casa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιδρυματικός

(che ospita persone)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo l'incidente, mio padre ha fatto un trattamento in un istituto.

μετακομίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando avevo cinque anni ci siamo trasferiti.
Όταν ήμουν πέντε ετών, μετακομίσαμε.

άστεγος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In California ci sono molti senzatetto.

δισκογραφική εταιρεία

(industria discografica) (μουσική βιομηχανία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il nostro gruppo ha firmato un contratto con una nuova etichetta.
Η μπάντα μας υπέγραψε με μια νέα δισκογραφική εταιρεία.

κερδίζω χρήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Te ne stai tranquillo a casa perché sono io che guadagno.
Μπορείς να μένεις στο σπίτι μόνο επειδή βγαίνω έξω και βγάζω λεφτά.

μου λείπει το σπίτι μου, έχω πεθυμήσει το σπίτι μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura ha nostalgia di casa da quando si è trasferita.
Η Λώρα νιώθει νοσταλγία για το σπίτι της από τότε που μετακόμισε.

κλεισμένος στο σπίτι, αναγκασμένος να μείνει στο σπίτι

aggettivo (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fanny fu costretta in casa per mesi quando si ammalò.

καμαρώνω για το σπίτι μου

που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo dodici mesi in mare, Connor era nuovamente diretto a casa.

που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σπιτικός

locuzione aggettivale (bevanda)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σπιτικός

locuzione aggettivale (cibo) (για φαγητό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προς το σπίτι

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
All'ultimo minuto decisi di non andare a Parigi e ritornai verso casa.

πίσω

locuzione avverbiale (στην χώρα καταγωγής)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A Doris mancava la sua vita a casa in Australia.

στο σπίτι

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ho dimenticato il portafoglio a casa.
Άφησα το πορτοφόλι μου στο σπίτι.

μακριά από το σπίτι

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non lavoro lontano, saranno tre chilometri da casa.

δίπλα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Abita nella casa accanto con sua madre e una mezza dozzina di gatti.

απασχολημένος

locuzione aggettivale

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
In questi giorni è sempre impegnato fuori casa: non lo vedo mai a casa.
Είναι συνέχεια απασχολημένος αυτές τις μέρες. Δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου στο σπίτι.

κερασμένος

(από το μαγαζί)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

στο στοιχείο μου

(figurato: a proprio agio)

Adora leggere. Mettila in una biblioteca e si sentirà a casa sua!

σπίτι μου σπιτάκι μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κερασμένος από τον σεφ

verbo intransitivo (ristoranti: piatto o bevanda gratis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Oggi il suo dessert è offerto dalla casa.

μακριά από το σπίτι

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Άρπα την!, Τσίμπα!

interiezione (idiomatico) (καθομιλουμένη)

Ronaldo, prendi e porta a casa! Sean Geddes, l'attaccante del Worcester City, ha appena segnato un goal sensazionale.

καλώς ήρθες, καλωσόρισες

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Sei stato via per un'eternità: bentornato a casa!

μαθήματα

sostantivo plurale maschile (scuola) (μτφ, καθομ: σχολείο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Jimmy è molto bravo a fare i compiti ogni giorno dopo la scuola.
Ο Τζίμι είναι πολύ συστηματικός στο να κάνει τα μαθήματά του κάθε μέρα μετά το σχολείο.

ρόμπα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oliver si mise una vestaglia sopra al pigiama prima di andare ad aprire la porta.
Ο Όλιβερ φόρεσε μια ρόμπα πάνω από τις πιτζάμες του προτού ανοίξει την πόρτα.

παιδί που έχει φύγει από το σπίτι

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La polizia trovò il bambino scappato di casa dopo due giorni.
Η αστυνομία βρήκε μετά από δύο μέρες το παιδί που το είχε σκάσει από το σπίτι του.

αυτός που φέρνει τα λεφτά στο σπίτι

(famiglia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Όλο και περισσότερες γυναίκες φέρνουν τα λεφτά στο σπίτι για τις οικογένειές τους.

σπίτι με μεσοτοιχία

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abitano in una villetta bifamiliare a 32 km da Londra.

πορνείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nel bordello la polizia è stata chiamata in più occasioni.
Η αστυνομία κλήθηκε στον οίκο ανοχής (or: στο πορνείο) σε αρκετές περιπτώσεις.

έπαυλη, βίλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La villa era nel mezzo di diversi acri di parco.

οίκος ανοχής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κουβαλητής

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mia madre era la persona che manteneva la famiglia, mentre mio padre stava a casa con noi bambini.

κουκλόσπιτο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Edgar costruì una casa delle bambole elaborata per sua nipote.

που δουλεύει από το σπίτι

verbo intransitivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A causa della sua salute cagionevole, Sharon lavora da casa.

πλωτό σπίτι

sostantivo femminile

Phil ha trascorso dieci anni in una casa galleggiante.

σανατόριο

sostantivo femminile (παλαιό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le case di cura erano popolari tra i ricchi intorno all'inizio del ventesimo secolo.

πρεσβυτέριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il sacerdote ha invitato a cena la mia famiglia nella sua casa parrocchiale.

κατασκευαστής αυτοκινήτων, κατασκευάστρια αυτοκινήτων

sostantivo femminile

σπίτι

sostantivo femminile (σε πόλη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κατ' οίκον εκπαίδευση

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεζονέτα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρεσβυτέριο

sostantivo femminile (protestantesimo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρεσβυτέριο

sostantivo femminile (casa parrocchiale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρεσβυτέριο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πυργοδέσποινα

sostantivo femminile (σπάνιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φύλαξη παιδιών, φροντίδα παιδιών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυλή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του casa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.