Τι σημαίνει το dopo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dopo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dopo στο Ιταλικό.

Η λέξη dopo στο Ιταλικό σημαίνει μετά από, μετά από, μετά από, αφού, πίσω, μετά, μετά, αργότερα, κάτω από, μετά, αργότερα, ύστερα, έπειτα, μετά, μετά από, αργότερα, έπειτα, μετά, με, αργότερα, μετά, στον απόηχο, στο κατόπι, μετά από, τότε, μετά, έπειτα, μετά, έπειτα, επόμενος, μετά, έπειτα, μετά, εκτός από, αμέσως καλύτερος, επιλαχών, ακολουθώ, που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση, αμέσως, ακολουθώ, μετά το δείπνο, μ.Χ., μετά από λίγο, καθημερινά, κάθε μέρα, εκατοστό εκατοστό, λίγο λίγο, ο ένας μετά τον άλλο, συνεχώς, μετά Χριστόν, μέρα με τη μέρα, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, με εναλλασσόμενες κινήσεις των χεριών, σε σειρά, κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψης, λίγο μετά, βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα, μετά το κλείσιμο, μετά το σχολείο, την επόμενη μέρα, την επομένη, την επόμενη μέρα, λίγο μετά, λίγο αργότερα, ύστερα από λίγο, αν το ξανασκεφτείς, λίγο αργότερα, με μια πιο προσεκτική εξέταση, μετά από σκέψη, αμέσως μετά, μετά από πολλή σκέψη, με σύνεση, ως επακόλουθο, ως συνέπεια, οπότε, αμέσως μετά, μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα, Τα λέμε εκεί!, μανιώδες κάπνισμα, ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά, μετά το σκι, μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του, μαθήτρια σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι της, τα κιλά της εγκυμοσύνης, αμέσως μετά, αμέσως μετά, λίγο μετά, λίγη ώρα μετά, μόλις, για πολύ καιρό μετά, δευτερόλεπτα μετά, διαδέχονται ο ένας τον άλλο, δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση, αλλεπάλληλος, δευτερόλεπτα μετά, δευτερόλεπτα αργότερα, μετά από πολλή συζήτηση, στη δεκαετία των 20, μετά από λίγο, οπότε, μανιώδες κάπνισμα, ως επακόλουθο, ως συνέπεια, λίγο μετά, λίγο μετά, παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας, συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά, μεταθανάτιος, που καπνίζει μανιωδώς, τη μέρα μετά από κτ, καπνίζω μανιωδώς, απελευθερώνω κπ μετά την είσπραξη λύτρων, βγάζω έξω από το γήπεδο με τρία χτυπήματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dopo

μετά από

preposizione o locuzione preposizionale

Possiamo discuterne meglio dopo pranzo.
Μπορούμε να το συζητήσουμε μετά το γεύμα.

μετά από

preposizione o locuzione preposizionale

Dopo tutti i nostri consigli, finalmente ha cambiato idea.
Μετά από τις συμβουλές που του δώσαμε, τελικά άλλαξε γνώμη.

μετά από

preposizione o locuzione preposizionale (στη σειρά)

La lettera "c" viene dopo la lettera "b".
Το γράμμα «Γ» είναι μετά από το γράμμα «Β».

αφού

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Puoi guardare la TV dopo aver mangiato. // I tifosi sono andati a casa dopo la fine della partita.
Μπορείς να δεις τηλεόραση αφού φας. Οι φίλαθλοι πήγαν σπίτια τους αφού τελείωσε ο αγώνας.

πίσω, μετά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Noi andiamo per primi e tu puoi seguirci dopo.
Θα πάμε πρώτοι και μπορείς να μας ακολουθήσεις μετά.

μετά, αργότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se n'è andato arrabbiato, ma è tornato tre ore dopo.
Έφυγε θυμωμένος αλλά γύρισε δυο ώρες αργότερα.

κάτω από

preposizione o locuzione preposizionale

Il grado di tenente viene dopo quello di capitano.
Ο υποπλοίαρχος είναι κατώτερος από τον πλοίαρχο.

μετά, αργότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Γύρισε αργότερα (or: μετά) και μας είπε ότι βρήκε τα κλειδιά του.

ύστερα, έπειτα, μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μετά από

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lo studio analizza i disturbi del linguaggio nei bambini che si manifestano dopo gravi lesioni al cervello.

αργότερα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Smettila di chiedermi di aggiustare il recinto: lo farò dopo.
Σταμάτα να με πρήζεις για τον φράχτη. Θα τον φτιάξω αργότερα.

έπειτα, μετά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Dopo andremo in spiaggia.
Στη συνέχεια θα πάμε στην παραλία.

με

(χρονικό διάστημα)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Le cose si facevano più tese minuto dopo minuto.
Περπατούσαν στο δρόμο ανά δύο.

αργότερα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Comincia con una bozza approssimativa e dopo aggiungi i dettagli.
Ξεκίνα με μια γενική περιγραφή και πρόσθεσε τις λεπτομέρειες αργότερα.

μετά

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Sono un po' dopo la farmacia adesso.
Είμαι λίγο μετά το φαρμακείο τώρα.

στον απόηχο, στο κατόπι, μετά από

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Subito dopo la partita i tifosi invasero il campo.
Μετά από το παιχνίδι, οι οπαδοί έτρεξαν στο γήπεδο. Στον απόηχο της επιτυχίας των Μπιτλς, πολλά βρετανικά συγκροτήματα κυκλοφόρησαν δίσκους στην Αμερική.

τότε

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Se mangi tutto, dopo avrai la torta come ricompensa.
Αν φας όλο το φαγητό σου, τότε μπορείς να φας γλυκό σαν ανταμοιβή.

μετά, έπειτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
È andato in posta, poi è andato in banca.
Πήγε στο ταχυδρομείο και μετά στην τράπεζα.

μετά, έπειτα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mangiamo e poi andiamo al cinema.
Ας φάμε και μετά πάμε σινεμά.

επόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Θα βοηθήσω τον επόμενο στη σειρά.

μετά, έπειτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non ci si può imbarcare sull'aereo e poi cambiare idea.
Δεν μπορείς να επιβιβαστείς στην πτήση και έπειτα (or: μετά) να αλλάξεις γνώμη.

μετά

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A seguito dei disordini della scorsa notte, la polizia ha imposto il coprifuoco.
Η αστυνομία επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας ύστερα από τις χθεσινοβραδινές βιαιοπραγίες.

εκτός από

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Voglio bene a William; dopo mio marito è il mio miglior amico.

αμέσως καλύτερος, επιλαχών

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La lettera Q segue la P nell'alfabeto inglese.

που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αμέσως

(subito dopo, luogo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La scuola era immediatamente dopo i negozi.
Το σχολείο βρισκόταν ακριβώς δίπλα στα μαγαζιά.

ακολουθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nell'alfabeto cirillico la B viene dopo la A.

μετά το δείπνο

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μ.Χ.

(Dopo Cristo) (συντομογραφία)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'imperatore romano Domiziano governò brevemente la Gran Bretagna nel 271 d. C.
Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Δομιτιανός κυβέρνησε την Βρετανία για μικρό διάστημα το 271 μ.Χ.

μετά από λίγο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
All'inizio non sentì dolore. Dopo un po' iniziò a fargli male un braccio.
Στην αρχή δεν ένιωσε πόνο. Μετά από λίγο το χέρι του άρχισε να πονάει.

καθημερινά, κάθε μέρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sono stufo di fare la stessa cosa giorno dopo giorno.

εκατοστό εκατοστό

locuzione avverbiale (anche figurato)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Si spostava lungo il muro un centimetro alla volta, per paura di cadere.

λίγο λίγο

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Aggiungi lo zucchero un po' alla volta e la meringa verrà perfetta. Migliorò a tennis un po' alla volta.
Προσθέστε τη ζάχαρη σιγά σιγά και η μαρέγκα σας θα είναι άψογη. Σιγά σιγά έγινε καλύτερος στο τένις.

ο ένας μετά τον άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non riuscivo a crederci! Stava seduto lì e si mangiò dieci peperoncini habanero, uno dopo l'altro!

συνεχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Sentiamo le stesse lamentele anno dopo anno.
Ακούμε τα ίδια παράπονα συνεχώς.

μετά Χριστόν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέρα με τη μέρα

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il dolore diminuiva giorno dopo giorno man mano che le ferite guarivano gradualmente.

μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È così noioso fare la stessa cosa giorno dopo giorno.

με εναλλασσόμενες κινήσεις των χεριών

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
So che il ponte di corda mette paura, ma vai avanti lentamente una mano dopo l'altra e piantala di urlare.

σε σειρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quattro ristoranti della catena sono stati chiusi uno dopo l'altro.

κατόπιν αναθεώρησης, δεύτερης σκέψης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λίγο μετά

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sono nata alle 15:00, mio fratello gemello è nato poco dopo.
Γεννήθηκα στις 3 μ.μ.· ο δίδυμος αδερφός μου ακολούθησε λίγο μετά.

βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Questo libro spiega come dipingere un acquerello passo dopo passo.

μετά το κλείσιμο

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non è consentito ai bar di vendere alcolici dopo l'orario di chiusura.

μετά το σχολείο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'insegnante chiese a Kyle di trattenersi dopo l'orario scolastico perché finisse i compiti.

την επόμενη μέρα

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il giorno dopo, me lo ritrovai davanti alla porta con un grande mazzo di rose.
Την επόμενη ημέρα εμφανίστηκε στην πόρτα μου με ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα.

την επομένη, την επόμενη μέρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il film mi è piaciuto così tanto che il giorno dopo sono tornato al cinema e l'ho rivisto.

λίγο μετά, λίγο αργότερα, ύστερα από λίγο

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αν το ξανασκεφτείς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λίγο αργότερα

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

με μια πιο προσεκτική εξέταση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μετά από σκέψη

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αμέσως μετά

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μετά από πολλή σκέψη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

με σύνεση

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ως επακόλουθο, ως συνέπεια

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

οπότε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αμέσως μετά

congiunzione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'ambulanza sopraggiunse subito dopo che arrivò la polizia. Lo vedemmo subito dopo di lui.
Το ασθενοφόρο ήρθε αμέσως μετά την αστυνομία.

μετά από λίγο, μετά από κάποιο διάστημα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Qualche tempo dopo, l'architetto consegnò i progetti della nostra nuova casa.

Τα λέμε εκεί!

(in una precisa situazione) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Mi fa piacere che vieni al cinema anche tu stasera. Allora ci vediamo là davanti!

μανιώδες κάπνισμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In tutti i film noir che si rispettino, l'investigatore fuma una sigaretta dopo l'altra.

ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά

verbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico: troppo tardi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετά το σκι

sostantivo maschile (evento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαθήτρια σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι της

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα κιλά της εγκυμοσύνης

αμέσως μετά

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Siamo partiti subito dopo la colazione. Subito dopo il matrimonio, la coppia partì per la luna di miele in Giamaica.
Ξεκινήσαμε για το ταξίδι αμέσως μετά το πρωινό.

αμέσως μετά, λίγο μετά, λίγη ώρα μετά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μόλις

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non appena ebbe finito il suo discorso, crollò per la stanchezza,

για πολύ καιρό μετά

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il suo profumo aleggiò nell'aria per molto tempo dopo che se ne fu andata.

δευτερόλεπτα μετά

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pochi istanti dopo il colpo del fulmine, andò via la corrente.

διαδέχονται ο ένας τον άλλο

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν εμφανίζομαι στη δική, αφού απελευθερώθηκα με εγγύηση

verbo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αλλεπάλληλος

La squadra è riuscita a vincere le partite una dopo l'altra per la prima volta in un mese.
Η ομάδα κατάφερε να κερδίσει συνεχόμενα παιχνίδια για πρώτη φορά μέσα σε έναν μήνα.

δευτερόλεπτα μετά, δευτερόλεπτα αργότερα

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il fulmine colpì la casa e subito dopo andò via la luce.

μετά από πολλή συζήτηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στη δεκαετία των 20

(generico: tra 20 e 29 anni)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετά από λίγο

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dopo un bel po' Joyce sollevò la testa dal libro.

οπότε

congiunzione

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μανιώδες κάπνισμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Come primo passo per migliorare la sua salute, signor Johnson, dovrebbe smettere di fumare una sigaretta dietro l'altra.
Το πρώτο βήμα για να βελτιώσετε την υγεία της καρδιάς σας, κ. Τζόνσον, είναι να κόψετε το μανιώδες κάπνισμα.

ως επακόλουθο, ως συνέπεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
All'indomani dell'uragano molti hanno dovuto alloggiare in ricoveri di fortuna mentre le loro case venivano ricostruite.
Ως επακόλουθο του κυκλώνα, πολλοί άνθρωποι έπρεπε να μείνουν σε προσωρινά καταλύματα ενώ φτιάχνονταν τα σπίτια τους.

λίγο μετά

preposizione o locuzione preposizionale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
La squadra ha licenziato l'allenatore subito dopo aver perso quella partita.
Η ομάδα απέλυσε τον προπονητή της λίγο μετά την ήττα στον αγώνα.

λίγο μετά

preposizione o locuzione preposizionale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω εκδίκηση πεθαίνοντας

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβαίνω μετά, έρχομαι μετά

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il riconoscimento dell'artista come genio è avvenuto dopo la sua morte.

μεταθανάτιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που καπνίζει μανιωδώς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τη μέρα μετά από κτ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καπνίζω μανιωδώς

απελευθερώνω κπ μετά την είσπραξη λύτρων

verbo transitivo o transitivo pronominale (όμηρος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I rapitori rilasciarono l'AD dopo il pagamento del riscatto.
Μετά την είσπραξη των λύτρων, οι απαγωγείς απελευθέρωσαν τον διευθύνοντα σύμβουλο.

βγάζω έξω από το γήπεδο με τρία χτυπήματα

verbo transitivo o transitivo pronominale (baseball) (μπέιζμπολ)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Il lanciatore lasciò al piatto i primi due battitori, ma il terzo batté un fuoricampo.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dopo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.