Τι σημαίνει το contro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contro στο Ιταλικό.
Η λέξη contro στο Ιταλικό σημαίνει με, σε, εις βάρος, σε βάρος, από, σε, κατά, εναντίον, κατά, ενάντια σε κτ, ή, εναντίον, εναντίον, κατά, εναντίον, κατά, μειονέκτημα, κατά, πλην, μείον, αντίθετος, αντιμέτωπος με, παράνομος, αφύσικος, αντιρρυπαντικός, κατά της φτώχειας, αντιαραβικός, ενδιάμεση άτρακτος, επιτίθεμαι, απορρίπτω, συγκρούομαι, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, αντιόξινος, βαθουλώνω, διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ, αντι-, αντι-, αντι-, ηχώ, που είναι ενάντια στο απαρχάιντ, που δεν έχει πολύ χρόνο, πλάτη με πλάτη, παρά τις αντιξοότητες, αντίθετα προς τη θέληση του, με αντίπαλο τον χρόνο, ενάντια στις πιθανότητες, ενάντια σε κάθε προσδοκία, αναλογικά, ασφάλεια κατά της πυρκαϊάς, αγώνας δρόμου, θεραπεία για τον καρκίνο, ασφάλεια ατυχήματος, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, δείκτης, πυρασφάλεια, παράνομη πράξη, παράνομη ενέργεια, πόλεμος κατά των ναρκωτικών, δημόσια συζήτηση, νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος, μπουνιά, εντομοαπωθητικό σπρέυ, πολέμιος του Brexit, πολέμια του Brexit, με δύο υποψηφίους, τα υπέρ και τα κατά, τα συν και τα πλην, εγκλήματα κατά προσώπων, εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σε, συγκρουόμενος, τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σε, ξεκινάω πόλεμο, είμαι προκατειλημμένος, προβλέπω, είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτων, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, το ρίχνω, έχω αρνητικές επιπτώσεις, χτυπάω το κεφάλι μου με κπ, αντιτίθεμαι σε κτ, κατηγορώ, κτ δεν με αφήνει σε ησυχία, καταφέρω ένα πλήγμα σε κπ/κτ, γυρίζω μπούμερανγκ, συγκεντρώνομαι, διαμαρτύρομαι για κτ, πυροβολώ, ξεσηκώνομαι εναντίον κπ/κτ, στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαι, ψηφίζω εναντίον, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ, ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ, αντιμετωπίζω, αφορίζω, αναθεματίζω, καταψηφίζω, πάω κόντρα στις παραδόσεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contro
μεpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) La mia squadra gioca contro i campioni nazionali. Η ομάδα μου παίζει εναντίον της πρωταθλήτριας ομάδας της χώρας. |
σεpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) La sua macchina ha sbattuto contro un albero. Το αυτοκίνητό του χτύπησε σε ένα δέντρο. |
εις βάρος, σε βάροςpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli errori di Mark hanno giocato contro di lui nel punteggio finale. Τα λάθη του Μαρκ μέτρησαν εις βάρος (or: σε βάρος) του στην τελική βαθμολογία. |
απόpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) L'esercito esiste per proteggere lo stato contro le invasioni. Ο στρατός υπάρχει για να μας παρέχει προστασία απένταντι σε εισβολές. |
σεpreposizione o locuzione preposizionale (επαφή) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Appoggia la scala contro il muro quando non la usi. Να βάζεις τη σκάλα κόντρα στον τοίχο όταν δεν την χρησιμοποιείς. |
κατά, εναντίον
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Dei 650 voti solo tre erano contrari alla mozione. Από τις 650 ψήφους, μόνο τρεις ήταν ενάντια στην πρόταση. |
κατάavverbio Noi siamo a favore della guerra, mentre loro sono contro. Είμαστε υπέρ του πολέμου, αλλά αυτοί είναι κατά. |
ενάντια σε κτpreposizione o locuzione preposizionale Quell' idea va contro la saggezza popolare per quanto riguarda la coltivazione dei pomodori. |
ήpreposizione o locuzione preposizionale (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Molti filosofi hanno meditato sulla questione del libero arbitrio contro il determinismo. Πολλοί φιλόσοφοι έχουν σκεφτεί το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης εναντίον του ντετερμινισμού. |
εναντίον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Stiamo manifestando contro la legge sui rimborsi elettorali. |
εναντίον, κατάpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) |
εναντίονpreposizione o locuzione preposizionale (με γενική) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κατάpreposizione o locuzione preposizionale (με γενική) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Oggi ha luogo l'inizio del processo nel caso della Corona contro Smith. Σήμερα ξεκινά η δίκη για την υπόθεση Κράουν εναντίον Σμιθ. |
μειονέκτημα(argomento) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il principale contro del piano è l'alto costo. Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του σχεδίου είναι το υψηλό του κόστος. |
κατά, πλην, μείονsostantivo maschile (argomento) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ogni possibilità ha i suoi pro e i suoi contro. Κάθε επιλογή έχει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της. |
αντίθετος(με κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Comprendo i motivi per cui vuoi costruire un nuovo complesso residenziale nel campo, ma ti dico chiaro e tondo che io sono fermamente contrario a ciò. |
αντιμέτωπος μεpreposizione o locuzione preposizionale Domani vi troverete davanti alla squadra più forte del campionato. |
παράνομος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Prendere cose che non sono tue è illegale. Το να παίρνεις πράγματα που δεν είναι δικά σου είναι παράνομο. |
αφύσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντιρρυπαντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά της φτώχειαςaggettivo (δράση, κίνημα) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
αντιαραβικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alcuni pensano che i divieti contro le donne che indossano il burqa in pubblico siano dei provvedimenti antiarabi. |
ενδιάμεση άτρακτοςsostantivo femminile |
επιτίθεμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joyce stava accarezzando il gatto quando l'ha aggredita all'improvviso. Η Τζόις χάιδευε τη γάτα όταν ξαφνικά χίμηξε. |
απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giudice ha respinto l'obiezione. |
συγκρούομαι(με κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il Titanic urtò l'iceberg. Ο Τιτανικός συγκρούστηκε με το παγόβουνο. |
χτυπάω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi ha urtato e mi ha fatto cadere il bicchiere. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Προσέκρουσε σε ένα δέντρο με το αυτοκίνητό του. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La palla da baseball gli colpì la testa di striscio. |
αντιόξινος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαθουλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαφωνώ με κτ, αντιδρώ σε κτ
Ann si è opposta alla partecipazione di Ben al progetto. Η Ανν διαφωνούσε με τη συμμετοχή του Μπεν στο πρότζεκτ. |
αντι-(opposizione) La sua contromossa risultò decisiva per la sua vittoria. Η αντίδρασή (or: απάντησή) του είχε ως αποτέλεσμα να είναι ο νικητής του παιχνιδιού. |
αντι-(opposizione) Per esempio: controbilanciare |
αντι-(corrispondenza) Per esempio: controparte |
ηχώ(γενικά: ακούγομαι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La spada del guerriero colpì lo scudo dell'avversario. |
που είναι ενάντια στο απαρχάιντaggettivo invariabile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν έχει πολύ χρόνο
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli abitanti sono in corsa contro il tempo mentre le acque del fiume iniziano ad alzarsi. |
πλάτη με πλάτη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Mettetevi schiena contro schiena così posso vedere chi è più alto. Σταθείτε πλάτη με πλάτη για να μπορέσω να δω ποιος είναι ψηλότερος. |
παρά τις αντιξοότητες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντίθετα προς τη θέληση του
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Abby è stata portata nella capanna nel bosco contro la sua volontà. |
με αντίπαλο τον χρόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ενάντια στις πιθανότητες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julie è caduta dal treno in corsa. È sopravvissuta contro ogni previsione. |
ενάντια σε κάθε προσδοκία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αναλογικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ασφάλεια κατά της πυρκαϊάςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banca richiede coloro che ricevono dei prestiti abbiano un'assicurazione contro gli incendi sulla loro casa. |
αγώνας δρόμουsostantivo femminile (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Siamo in corsa contro il tempo: la scadenza è oggi, in chiusura del giorno lavorativo. |
θεραπεία για τον καρκίνοsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si parla molto di una nuova cura contro il cancro. |
ασφάλεια ατυχήματοςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ha un'assicurazione danni per tutelare la sua famiglia in caso d'incidente. |
εγκλήματα κατά της ανθρωπότηταςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il genocidio è un crimine contro l'umanità. |
δείκτηςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: rimproverare, accusare) (δάχτυλο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πυρασφάλειαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παράνομη πράξη, παράνομη ενέργειαsostantivo femminile Anche se molte persone lo fanno, l'eccesso di velocità è ancora un'azione contro la legge. |
πόλεμος κατά των ναρκωτικώνsostantivo femminile (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δημόσια συζήτησηsostantivo maschile (figurato) |
νόμος περί οργανωμένου εγκλήματος(Racketeer Influenced and Corrupt Organizations Act) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'azienda è stata citata in giudizio ai sensi della RICO, la legge statunitense contro il crimine organizzato. |
μπουνιάsostantivo maschile (tipo di saluto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εντομοαπωθητικό σπρέυsostantivo maschile |
πολέμιος του Brexit, πολέμια του Brexitsostantivo maschile (peggiorativo) |
με δύο υποψηφίουςlocuzione aggettivale (gara, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα υπέρ και τα κατά, τα συν και τα πληνsostantivo plurale maschile Soppesò i pro e i contro della situazione prima di prendere una decisione. |
εγκλήματα κατά προσώπωνsostantivo plurale maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εντελώς σε, καταπάνω σε, ακριβώς πάνω σεpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi sono voltato di scatto e sono andato dritto contro la porta rompendomi il naso e due denti. |
συγκρουόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
τραβάω όπλο σε, βγάζω όπλο σεverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per fermare il ladro la poliziotta gli puntò la pistola contro e gli ordinò di mettersi a terra. |
ξεκινάω πόλεμοverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La Gran Bretagna andò in guerra contro la Germania nel 1914. |
είμαι προκατειλημμένος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hanno un pregiudizio contro le donne troppo sicure di sé. |
προβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo mettere in conto anche i debiti, nel caso in cui la gente non pagasse i conti. |
είμαι ασφαλισμένος για αστική ευθύνη έναντι τρίτωνverbo (νομική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πέφτω πάνω σε κπ/κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (σε κπ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω αρνητικές επιπτώσειςverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χτυπάω το κεφάλι μου με κπverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιτίθεμαι σε κτ(figurato) |
κατηγορώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: accusare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κτ δεν με αφήνει σε ησυχία(di situazione con esiti negativi futuri) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταφέρω ένα πλήγμα σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γυρίζω μπούμερανγκverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il piano gli si è ritorto contro e ora l'elettorato chiede le sue dimissioni. Το σχέδιο γύρισε μπούμερανγκ και τώρα οι ψηφοφόροι απαιτούν να παραιτηθεί. |
συγκεντρώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαμαρτύρομαι για κτverbo intransitivo Lo staff ha protestato contro il fatto di dover lavorare in un giorno festivo. Το προσωπικό διαμαρτυρήθηκε κατά της εργασίας την ημέρα της δημόσιας αργίας. |
πυροβολώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεσηκώνομαι εναντίον κπ/κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli schiavi hanno intenzione di sollevarsi contro i padroni. |
στρέφομαι εναντίον, εναντιώνομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cane si rivoltò inspiegabilmente contro il padrone e dovette essere abbattuto. |
ψηφίζω εναντίονverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono così in collera con quel politico che voterò sicuramente contro di lei alle prossime elezioni. |
πέφτω πάνω σε κπ/κτverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Due auto si sono scontrate stamattina. Stando al verbale, l'autobus si è schiantato ad alta velocità contro il muro. Δυο αμάξια έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο σήμερα το πρωί. |
εργάζομαι σκληρά ενάντια σε κτ(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεσπάω σε κπ, ξεσπώ σε κπ
Davies ha improvvisamente attaccato la sua vittima, buttando a terra Jackson con un pugno. |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil non aveva intenzione di affrontare il proprio capo per discutere la questione. Ο Νηλ δίσταζε να έρθει αντιμέτωπος με τον προϊστάμενό του για το πρόβλημα. |
αφορίζω, αναθεματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταψηφίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πάω κόντρα στις παραδόσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του contro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.