Τι σημαίνει το cacciare στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cacciare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cacciare στο Ιταλικό.

Η λέξη cacciare στο Ιταλικό σημαίνει κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, αποβάλλω, κυνηγάω, κυνηγώ, τρέφομαι με κτ, κυνηγάω, κυνηγώ, κυνηγάω, κυνηγώ, διώχνω, τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή, διώχνω, απωθώ, εκδιώκω, εκδιώκω κπ από κτ, ανιχνεύω,αναζητώ, σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω, χώνω, παραχώνω, σπρώχνω, απόλυση, διώχνω, απομακρύνω, αποβάλλω, παρακολούθηση, διώχνω, αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή, εκπαραθυρώνω, λέω, ξεστομίζω, διώχνω κπ από κτ, τρέπω σε φυγή, εκδιώκω, λέω ή ακούω κάτι μέχρι να μου μείνει, διώχνω, κάνω έξωση, τρομάζω, φοβίζω, διώχνω, στριμώχνομαι, διώχνω, αναγκάζω να φύγει, κυνηγώ λαθραία, απομακρύνω, αποπέμπω, κάνω έξωση, διώχνω κπ από κτ, ακυρώνω, διώχνω, πέφτω σε τέλμα, κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία, κυνηγώ φώκιες, εξορίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cacciare

κυνηγάω, κυνηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jon va in montagna ogni anno a caccia di orsi.
Ο Τζον πήγαινε κάθε χρόνο στα βουνά για να κυνηγήσει αρκούδες.

κυνηγάω, κυνηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I lupi cacciano le prede in branco.
Οι λύκοι κυνηγάνε το θήραμά τους σε αγέλες.

αποβάλλω

(μαθητή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fu espulsa per aver gridato contro un insegnante.
Αποβλήθηκε γιατί φώναξε σ' έναν καθηγητή.

κυνηγάω, κυνηγώ

(cercare [qlcs/qlcn])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cani hanno inseguito il coniglio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αστυνομία καταδίωξε τον δραπέτη.

τρέφομαι με κτ

Gli squali cacciano le foche.
Οι καρχαρίες κυνηγούν φώκιες.

κυνηγάω, κυνηγώ

(andare a caccia) (με πυροβόλο όπλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κυνηγάω, κυνηγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I cacciatori hanno cacciato la lepre con i loro cani.

διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eva fu cacciata dai genitori dopo avergli rubato denaro.

τρέπω κπ σε φυγή, εξαναγκάζω κπ σε φυγή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli invasori stranieri cacciarono gli indigeni dai loro villaggi.
Οι ντόπιοι εκδιώχθηκαν από τα χωριά τους από τους ξένους εισβολείς.

απωθώ, εκδιώκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo dovuto scacciare i lupi che minacciavano le pecore.
Έπρεπε να απωθήσουμε τους λύκους που ακολουθούσαν τα πρόβατα.

εκδιώκω κπ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο)

La polizia cacciò i manifestanti fuori dalla proprietà.
Η αστυνομία απομάκρυνε τους διαδηλωτές από την ιδιοκτησία.

ανιχνεύω,αναζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio gatto dà la caccia ai topi ogni notte.

σπρώχνω έξω, απωθώ, αποκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: licenziare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il partito fece fronte comune contro la ribelle e la cacciò.

χώνω, παραχώνω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver cacciò i documenti nella borsa.
Ο Όλιβερ έχωσε τα χαρτιά μέσα στην τσάντα του.

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert spinse la porta con la spalla e finalmente riuscì ad aprirla.
Ο Ρόμπερτ έσπρωξε την πόρτα με τον ώμο του και επιτέλους κατάφερε να την ανοίξει.

απόλυση

(figurato, informale: licenziare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il capo ha silurato Leo perché faceva sempre tardi al lavoro.

διώχνω, απομακρύνω

(da incarico, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι επαναστάτες έκαναν αγώνα για να διώξουν (or: απομακρύνουν) τον βασιλιά.

αποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante mi ha buttato fuori dalla lezione perché mi sono rifiutato di spegnere il mio iPod.
Ο δάσκαλος με έβγαλε έξω γιατί αρνήθηκα να κλείσω το iPod μου.

παρακολούθηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È più facile cacciare tra l'erba alta dove la tigre si mimetizza.

διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: congedare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha buttato fuori gli squatter.
Η αστυνομία έδιωξε τους καταληψίες.

αποκλείω, εξαιρώ, δεν επιτρέπω την συμμετοχή

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo gruppo l'ha estromessa quando ha fatto una gaffe enorme.
Η κλίκα της την απέκλεισε όταν έκανε μια σημαντική, κοινωνική, άστοχη ενέργεια.

εκπαραθυρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il politico è stato rimosso dall'incarico di leader del partito.

λέω, ξεστομίζω

(informale, figurato: dire) (λόγια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anna cacciò un urlo quando il gatto le saltò addosso così dal nulla.

διώχνω κπ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

τρέπω σε φυγή, εκδιώκω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manda via quel cane prima che ti mangi il cibo.
Πρέπει να τρέψεις σε φυγή τον σκύλο πριν να φάει το γεύμα σου.

λέω ή ακούω κάτι μέχρι να μου μείνει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'insegnante ha fatto recitare agli alunni la tabellina del sette molte volte per cacciargliela bene in testa.
Η δασκάλα έβαλε τους μαθητές να πουν την προπαίδεια του εφτά ξανά και ξανά για να τους μείνει.

διώχνω, κάνω έξωση

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se continui a comportarti da scemo, prima o poi il direttore dell'albergo ti butta fuori.

τρομάζω, φοβίζω, διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli spaventapasseri in giardino non contribuirono affatto a scacciare i conigli.

στριμώχνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La scatola stava iniziando a traboccare ma lui riuscì a farci entrare ancora due libri.

διώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lamentele della moglie hanno fatto andare il marito via di casa.

αναγκάζω να φύγει

verbo transitivo o transitivo pronominale (από κάπου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κυνηγώ λαθραία

(caccia)

I bracconieri cacciavano di frodo delle specie di elefanti in via di estinzione.
Οι λαθροκυνηγοί κυνηγούσαν ένα επαπειλούμενο είδος ελέφαντα.

απομακρύνω

(da incarico, ecc.) (κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Της αφαιρέθηκε το αξίωμα επειδή δεχόταν δωροδοκίες.

αποπέμπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: spodestare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli elettori tendono a mandare a casa più i politici che tradiscono la moglie piuttosto che quelli che prendono mazzette.

κάνω έξωση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mia madre mi ha buttato fuori di casa.

διώχνω κπ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: spodestare)

ακυρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διώχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: licenziare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando è subentrato il nuovo capo mio nonno è stato rimosso dal suo incarico.
Ο παππούς μου αποπέμφθηκε από τη δουλειά του, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του το καινούργιο αφεντικό.

πέφτω σε τέλμα

(figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La coppia era invischiata in un brutto divorzio.

κυνηγώ λαθραία, επιδίδομαι σε λαθροθηρία

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gli uomini che cacciavano di frodo sulla proprietà altrui avevano abbastanza soldi per risarcire il padrone della proprietà.
Οι άνδρες που κυνηγούσαν λαθραία είχαν αρκετά χρήματα να εξαγοράσουν τον ιδιοκτήτη της γης.

κυνηγώ φώκιες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Penso che in Canada sia di nuovo permesso cacciare le foche.
Νομίζω πως ξανάρχισαν να κυνηγάνε φώκιες στον Καναδά.

εξορίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fu cacciato dalla sua città e dovette vivere altrove.
Τον εξόρισαν από την πόλη του και έπρεπε να ζήσει αλλού.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cacciare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.