Τι σημαίνει το diretto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης diretto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diretto στο Ιταλικό.
Η λέξη diretto στο Ιταλικό σημαίνει απευθείας, άμεσος, αναλογικός, άμεσος, άμεσος, ακριβής, ευθύς, ξεκάθαρος, ξεκάθαρος, κατά πρόσωπο, κατιών, αδιαμεσολάβητος, γνήσιος, απευθείας, ωμός, έχω προορισμό, γενναία, ατρόμητα, ευθύς, ντόμπρος, ευθύς, ειλικρινής, ντιρέκτ, ειλικρινής, ταχεία, ευθύς, ειλικρινής, ειλικρινής, ευθής, ξεκάθαρος, αντικειμενικός, άμεσος, που δεν είναι κολακευτικός, απευθείας, ρυθμίζω, διευθύνω, σκηνοθετώ, σκηνοθετώ, διευθύνω, προεδρεύω, είμαι επικεφαλής, συντονισμός, ενορχηστρώνω, συγκεντρώνω, στέλνω, προεδρεύω, ηγούμαι, διευθύνω, διοικώ, ελέγχω, κατευθύνω, μεταφέρω, πηγαίνω, διοικώ, διευθύνω, ηγούμαι, καθοδηγώ, διαχειρίζομαι, οργανώνω, συντονίζω, επιβλέπω, επιβλέπω, προς, εξωτερικός, μετάδοση, ανατολικός, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά, προς τα ανατολικά, προς την ξηρά, προς το βορά, στα βόρια, νότιος, νότιος, κατευθυνόμενος δυτικά, κατευθυνόμενος δυτικά, που κατευθύνεται προς τα δυτικά, που κατευθύνεται προς τη γη, που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι, κατευθυνόμενος προς, προορισμένος για, άμεση πρόσβαση, ευθύς λόγος, πάγια εντολή πληρωμής, πάγια εντολή, απευθείας πτήση, άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένη, μάχη σώμα με σώμα, σκηνοθετούμαι από κπ, βόρειος, βορειοανατολικός, βορειοδυτικός, νοτιοανατολικός, νοτιοδυτικός, προς τη γη, νοτιοανατολικός, νοτιοδυτικός, προς το σπίτι, δρόμος προσπέλασης, οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαι, διευθύνομαι από κπ, που υπεκφεύγει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης diretto
απευθείαςsostantivo maschile (ευθύς, άμεσος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo è un percorso diretto per l'aeroporto. Αυτός ο δρόμος οδηγεί ντουγρού στο αεροδρόμιο. |
άμεσος(discendenza) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un discendente diretto di Thomas Jefferson. Είναι άμεσος απόγονος του Τόμας Τζέφερσον. |
αναλογικόςaggettivo (matematica) (μαθ: αναλογία, συνάρτηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pendenza positiva di questa curva indica una proporzionalità diretta tra la variabile x e la y. Η θετική κλίση αυτής της γραφικής παράστασης υποδεικνύει την αναλογική σχέση μεταξύ των μεταβλητών x και y. |
άμεσοςaggettivo (immediato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è stata la conseguenza diretta delle sue azioni di martedì. Αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των όσων έκανε την Πέμπτη. |
άμεσοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dobbiamo tenere traccia di tutti i costi diretti e indiretti derivanti dalla fusione. |
ακριβήςaggettivo (quotazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La traduzione diretta di "libro" in francese è "livre". |
ευθύς, ξεκάθαροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stato diretto con lei e le ha detto che doveva smettere. Ήταν ξεκάθαρος μαζί της και της είπε πως έπρεπε να σταματήσει. |
ξεκάθαροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per favore dammi una risposta diretta: sì o no? Παρακαλώ δώστε μου μία ξεκάθαρη απάντηση. «Ναι» ή «Όχι»; |
κατά πρόσωπο
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ha avuto con lei una conversazione di persona. |
κατιώνaggettivo (specifico: discendenza) (απόγονος) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
αδιαμεσολάβητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γνήσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απευθείαςaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo è un volo diretto per New York, senza scali né deviazioni. Αυτή είναι η απευθείας πτήση στη Νέα Υόρκη, χωρίς αλλαγές ή στάσεις. |
ωμόςaggettivo (persona) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan è un tipo diretto; se vuoi una risposta onesta, chiedigli pure qualsiasi cosa. Ο Ντον είναι πολύ ευθύς, γι' αυτό μπορείς να τον ρωτήσεις οτιδήποτε εάν θέλεις να λάβεις ειλικρινή απάντηση. |
έχω προορισμόaggettivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il treno al binario 6 è diretto a Parigi. |
γενναία, ατρόμητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il documentario affronta in maniera onesta e diretta il tema delle malattie croniche. |
ευθύς, ντόμπρος(persona) (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ad Alex piacciono le donne franche che parlano con chiarezza. |
ευθύς, ειλικρινήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) David è un ragazzo franco, dice sempre quello che pensa. Ο Ντέιβιντ είναι ευθύς (or: ειλικρινής) τύπος. Πάντα λέει αυτό που σκέφτεται. |
ντιρέκτsostantivo maschile (pugilato) (μποξ) Un diretto alla spalla sinistra l'ha mandato al tappeto. |
ειλικρινήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non cerco di dirti ciò che penso tu voglia sentirti dire, bensì solo le risposte dirette. |
ταχείαaggettivo (τρένα μόνο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Se non vuoi fermarti ogni cinque isolati prendi il treno espresso per Manhattan. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είτε πάρεις τρένο, είτε λεωφορείο, θα σου πρότεινα να προτιμήσεις το εξπρές. |
ευθύς, ειλικρινής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τζέρεμυ είναι πολύ ντόμπρος. Πάντα λέει αυτό που σκέφτεται. |
ειλικρινής, ευθής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκάθαροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La mia risposta è inequivocabile. |
αντικειμενικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James ha raccontato ciò che aveva visto in maniera concreta. |
άμεσοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il problema più immediato sono i soldi. Το πιο άμεσο πρόβλημα είναι τα χρήματα. |
που δεν είναι κολακευτικός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'esibizione di Malik nell'opera ha ricevuto delle critiche poco lusinghiere. |
απευθείας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ρυθμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (τροχαία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'AD dirigeva l'azienda. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση). |
διευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha diretto l'orchestra. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης. |
σκηνοθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (attore) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha diretto Peter O'Toole in "Lawrence d'Arabia". |
σκηνοθετώ(cinema) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi fu il regista di "Via col vento"? |
διευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (στη μουσική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha diretto l'orchestra. Διεύθυνε την ορχήστρα. |
προεδρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε συνεδρίαση κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha diretto la riunione visto che nessun altro voleva farlo. Προέδρευσε στη συνεδρίαση αφού κανείς άλλος δεν το επιθυμούσε. |
είμαι επικεφαλήςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il maestro ha diretto quest'orchestra per due anni. Ο μαέστρος ήταν επικεφαλής αυτής της ορχήστρας για δύο χρόνια. |
συντονισμός(di [qlcs]) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La direzione del progetto da parte del direttore è stata eccellente. Ο συντονισμός (or: Η διαχείριση) του σχεδίου από τον διευθυντή ήταν εξαιρετική. |
ενορχηστρώνω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I ribelli hanno orchestrato un colpo di stato. |
συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Concentrava le sue energie nel portare a termine il progetto. Συγκέντρωσε την ενέργειά της στο να ολοκληρώσει το έργο. |
στέλνω(percorso) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha instradato le auto lungo una strada alternativa per evitare il luogo dell'incidente. Η αστυνομία έστειλε τα αυτοκίνητα σε μια εναλλακτική διαδρομή για να μην περάσουν από το σημείο του ατυχήματος. |
προεδρεύω(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sovrintendente ha presieduto il meeting. |
ηγούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ex membro del congresso ha diretto l'indagine. Ο πρώην βουλευτής διηύθυνε τις έρευνες. |
διευθύνω, διοικώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia figlia fa da aiutante nel negozio, e io dirigo. Η κόρη μου δουλεύει ως βοηθός στο κατάστημα κι εγώ το διευθύνω. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il manager dirige gli impiegati alle sue dipendenze. Ο διευθυντής ελέγχει τους υφισταμένους του. |
κατευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il missile è stato diretto verso il bersaglio. |
μεταφέρω, πηγαίνω(bestiame) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna dirigere il bestiame verso il nuovo pascolo. |
διοικώ, διευθύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei è abbastanza capace di amministrare da sola tutta l'azienda. |
ηγούμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quell'uomo dirige il servizio antincendio per tutto il paese. |
καθοδηγώ(δίνω οδηγίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guido io se mi indichi la strada. Θα οδηγήσω εγώ αν μας καθοδηγήσεις εσύ. |
διαχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Amministrava le operazioni di rete. Διαχειριζόταν τις λειτουργίες δικτύου. |
οργανώνω, συντονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guida turistica organizza il suo gruppo prima di partire. Η ξεναγός συντονίζει το γκρουπ της πριν την αναχώρηση. |
επιβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come direttrice del dipartimento, Jessie dirige una squadra di dodici persone. |
επιβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gestisco una squadra di 5 assistenti editoriali. Επιβλέπω μια ομάδα πέντε βοηθών σύνταξης. |
προς(moto a luogo) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Per esempio: verso casa. Για παράδειγμα: προς το σπίτι |
εξωτερικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I condizionamenti esterni hanno forti effetti su Jenny. |
μετάδοση(TV, radio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La diretta da New York è saltata, pertanto manderemo in onda la pubblicità. |
ανατολικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il traffico diretto a est è intenso stamattina. |
με κατεύθυνση προς τα ανατολικάlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le corsie dirette a est sono completamente bloccate a causa del massiccio incidente. |
προς τα ανατολικάlocuzione aggettivale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
προς την ξηράlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προς το βοράlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στα βόριαlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
νότιοςlocuzione aggettivale (για κατεύθυνση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νότιοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατευθυνόμενος δυτικάlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατευθυνόμενος δυτικάlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που κατευθύνεται προς τα δυτικά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Oggi il vento che soffia verso ovest è forte. |
που κατευθύνεται προς τη γη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτιaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo dodici mesi in mare, Connor era nuovamente diretto a casa. |
κατευθυνόμενος προς, προορισμένος γιαaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άμεση πρόσβασηsostantivo maschile (σε κάποιον: χωρίς μεσάζοντα) Lei ha accesso diretto al primo ministro. Έχει άμεση πρόσβαση στον πρωθυπουργό. |
ευθύς λόγοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il discorso diretto è un modo usato in letteratura, per riportare le parole e i pensieri dei personaggi del testo. |
πάγια εντολή πληρωμής
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάγια εντολήsostantivo maschile (banca) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho istruito la mia banca per pagare l'affitto con un prelevamento diretto ogni mese. |
απευθείας πτήσηsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ho pagato di più per un volo diretto da Lione a Londra. |
άμεσος προϊστάμενος, άμεση προϊσταμένηsostantivo maschile Per questo progetto il vostro diretto superiore sarà Chris. Ο Κρις θα είναι ο άμεσος προϊστάμενός σου σ' αυτό το έργο. |
μάχη σώμα με σώμα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκηνοθετούμαι από κπ(film) "2001: odissea nello spazio" fu diretto da Stanley Kubrick. |
βόρειοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βορειοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νοτιοανατολικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νοτιοδυτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς τη γηaggettivo (specifico: meteorite, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νοτιοανατολικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
νοτιοδυτικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προς το σπίτιaggettivo (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'ammiraglio Shovell navigava diretto a casa dal Mediterraneo. |
δρόμος προσπέλασηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
οδηγούμαι, καθοδηγούμαι, ελέγχομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il progetto di ricerca era diretto da un professore universitario. |
διευθύνομαι από κπverbo intransitivo Questa collana di libri è diretta dal preside del dipartimento. |
που υπεκφεύγειaggettivo (figurato: di persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alfred non è diretto e non dice mai le cose senza giri di parole. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diretto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του diretto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.