Τι σημαίνει το chiave στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης chiave στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του chiave στο Ιταλικό.

Η λέξη chiave στο Ιταλικό σημαίνει κλειδί, κλειδί, κλειδί, μουσικό κλειδί, μπουλουνόκλειδο, τόνος, κτ που ανοίγει πόρτες, κλειδί, κλειδί, κλειδί, το κλειδί του σολ, κλειδί, κλειδί, μυστικό, κεντρικός λίθος, χαράσσω, ανκχ, αντικλείδι, κεντρικό κλειδί, καστάνια, συσκευή κλειδώματος, κορωνίδα, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, κύριος ομιλητής, κεντρικός ομιλητής, κλειδί, γαλλικό κλειδί, κλειδί του φα, κωδική/κωδικοποιημένη λέξη, κλειδί, μίζα αυτοκινήτου, γαλλικό κλειδί, γρύλος, μηχανικό κλειδί ακριβείας, γερμανικό κλειδί, εξαγωνικό κλειδί, κλειδί περικοχλίου, κλειδί κουρδίσματος, εργαλείο κουρδίσματος, ελάσσονας τόνος, μνήμη USB, κλειδί άλεν, κλειδί Allen, κλειδώνω την πόρτα, κλειδώνω, θεμέλιος λίθος, κωδικός, παράμετρος περιγραφής, κλειδωμένος, βασικός τόνος κλίμακας, λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί, αρχαίο κλειδί που χρησιμοποιούνταν ως δαχτυλίδι, κλειδώνω, κλειδώνω, ρυθμιζόμενο γαλλικό κλειδί, κλειδί με στρογγυλή κεφαλή, οπλισμός, κλειδί σταυρός, κάβουρας, κάρτα πρόσβασης, καρυδάκι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης chiave

κλειδί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non trovo la chiave per aprire la porta.
Δεν μπορώ να βρω το κλειδί για να ξεκλειδώσω την πόρτα.

κλειδί

(essenziale) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'ingrediente chiave è l'aglio.
Το συστατικό-κλειδί είναι το σκόρδο.

κλειδί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho perso la chiavetta per dare la carica all'orologio del nonno.
Έχασα το κλειδί για το ρολόι του παππού.

μουσικό κλειδί

sostantivo femminile (musica)

In che chiave è scritta questa musica?

μπουλουνόκλειδο

sostantivo femminile (meccanica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τόνος

sostantivo femminile (musica)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mantieni la chiave e smetti di cambiarla per favore.
Μείνε στον τόνο σου και σταμάτα να αλλάζεις κλειδί, σε παρακαλώ.

κτ που ανοίγει πόρτες

(figurato: successo, opportunità) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κλειδί

sostantivo femminile (utensile) (εργαλείο: π.χ. γαλλικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il meccanico usò una chiave inglese per allentare il dado.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα κλειδί για να χαλαρώσει το παξιμάδι.

κλειδί

(strumenti musicali) (ρύθμιση χορδής)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κλειδί

(meccanica) (μεταφορικά: εργαλείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Passami quella chiave nella mia cassetta, per favore.

το κλειδί του σολ

sostantivo femminile (musica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La partitura per la mano destra era in chiave di violino.

κλειδί

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La chiave per risolvere i giochi enigmistici è di eliminare le risposte sbagliate.
Το κλειδί για τη λύση του κουίζ είναι να αποκλείσεις τις λανθασμένες απαντήσεις.

κλειδί, μυστικό

sostantivo maschile (μτφ: το σημαντικότερο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La chiave giusta per entrare in questa università è andare bene al colloquio.
Το κλειδί (or: μυστικό) για να γίνει κάποιος δεκτός σε αυτό το πανεπιστήμιο είναι να τα πάει καλά στη συνέντευξη.

κεντρικός λίθος

sostantivo femminile (αρχιτεκτονική)

Guarda la chiave di volta dell'arco.
Κοίτα τον κεντρικό λίθο της αψίδας.

χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scocciata per aver trovato un'auto parcheggiata per metà sul marciapiede, Audrey la rigò con una chiave.

ανκχ

(simbolo sacro egizio) (αιγυπτιακό σύμβολο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

αντικλείδι, κεντρικό κλειδί

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La dipendente dell'albergo aveva un passepartout così da poter entrare in tutte le stanze.

καστάνια

(meccanica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per stringere questi bulloni serve una chiave a cricchetto.
Θα χρειαστούμε μια καστάνια για να σφίξουμε αυτές τις βίδες.

συσκευή κλειδώματος

(informatica) (Η/Υ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il dispositivo per il fitness si sincronizza con una chiave di protezione collegabile al computer tramite una porta USB.

κορωνίδα

sostantivo femminile (architettura)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La collocazione della chiave di volta nel nuovo municipio fu celebrato dalla comunità.

λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Si può eseguire una ricerca nell'indice, per argomento o per parola chiave.

κύριος ομιλητής, κεντρικός ομιλητής

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κλειδί

sostantivo femminile (εξώπορτας)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γαλλικό κλειδί

(utensile)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'idraulico ha allentato il tubo con una chiave inglese.
Ο υδραυλικός έλυσε τον σωλήνα με ένα γαλλικό κλειδί.

κλειδί του φα

sostantivo femminile (musica) (μουσική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il contrabbasso legge in chiave di basso.

κωδική/κωδικοποιημένη λέξη

sostantivo femminile (di un codice)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κλειδί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Negli hotel moderni la chiave della porta è una tessera di plastica.
Στα σύγχρονα ξενοδοχεία, τα κλειδιά των δωματίων είναι πλαστικές κάρτες.

μίζα αυτοκινήτου

sostantivo femminile (automobile)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le macchine più nuove non hanno più una vera chiave di accensione ma un telecomando.

γαλλικό κλειδί

sostantivo femminile (εργαλείο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Passami la chiave inglese per favore.

γρύλος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ho il cric ma non riesco a trovare la chiave per lo smontaggio dello pneumatico.

μηχανικό κλειδί ακριβείας

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γερμανικό κλειδί

sostantivo femminile (εργαλείο)

Ho una serie di chiavi, ma la più utile è la chiave a tubo.

εξαγωνικό κλειδί

sostantivo femminile (meccanica)

κλειδί περικοχλίου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλειδί κουρδίσματος, εργαλείο κουρδίσματος

sostantivo femminile (strumenti musicali)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ελάσσονας τόνος

sostantivo femminile (musica)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

μνήμη USB

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Όλες οι φετινές μου εργασίες βρίσκονται σ' αυτή τη μνήμη USB.

κλειδί άλεν, κλειδί Allen

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλειδώνω την πόρτα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando esco, chiudo sempre la porta a chiave e inserisco l'allarme. Non dimenticarti di chiudere la porta a chiave quando te ne vai.
Πάντα οπλίζω τον συναγερμό και κλειδώνω την πόρτα όταν βγαίνω. Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις την πόρτα πίσω σου όταν φύγεις.

κλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Chiudi a chiave la porta dietro di te.
Κλείδωσε την πόρτα φεύγοντας.

θεμέλιος λίθος

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il critico screditò la chiave di volta dell'argomentazione dell'autore.

κωδικός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παράμετρος περιγραφής

(informatica)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κλειδωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασικός τόνος κλίμακας

sostantivo femminile (musica) (μουσική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando ascoltate la melodia dovreste essere in grado di riconoscere la tonica.
Όταν ακούσετε τη μελωδία θα πρέπει να μπορέσετε να ακούσετε τον βασικό τόνο της κλίμακας.

λέξη κλειδί, λέξη-κλειδί

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Qui la parola d'ordine è "stimato".

αρχαίο κλειδί που χρησιμοποιούνταν ως δαχτυλίδι

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κλειδώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il custode ha chiuso a chiave la scuola a fine giornata per evitare che entrino dei vandali.
Ο φύλακας κλείδωσε το σχολείο στο τέλος της ημέρας ώστε να αποτρέψει την είσοδο σε βανδάλους.

κλειδώνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chi va via per ultimo chiuda a chiave.
Ο τελευταίος που θα φύγει θα πρέπει να κλειδώσει.

ρυθμιζόμενο γαλλικό κλειδί

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλειδί με στρογγυλή κεφαλή

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

οπλισμός

sostantivo femminile (ζαργκόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλειδί σταυρός

sostantivo femminile (εργαλείο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάβουρας

sostantivo femminile (εργαλείο)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάρτα πρόσβασης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καρυδάκι

(attrezzo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του chiave στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.