Τι σημαίνει το mano στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mano στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mano στο Ιταλικό.
Η λέξη mano στο Ιταλικό σημαίνει χέρι, χαρτί, φύλλο, χέρια, χέρι, χεράκι, χέρι, σειρά, χέρι, μεριά, πλευρά, γραφικός χαρακτήρας, στρώση, βερνίκι, πρωτιά, σειρά, μοιράζω, κόλπο, βοήθεια, επικάλυψη, πέρασμα, βοήθεια, γύρος, απόμερος, απόμακρος, που έχει ένα χέρι, με ένα χέρι, χειρωνακτικά, από ανθρώπινο χέρι, χειροβομβίδα, κουλεβρίνα, προσβάσιμος, χειροκίνητα, χειροποίητος, προσιτός, ειλικρινά, ρίχνω, πετάω, κατασκευάζω, φτιάχνω, προσιτός, ευπρόσιτος, χειροποίητος, ελεύθερος, χειροποίητος, χειροποίητος, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, κοντά μου, από πρώτο χέρι, που έχει μεταβιβαστεί, που έχει μεταδοθεί, που έχει δοθεί, χειροποίητος, ελαφροχέρης, μεταχειρισμένος, μαζεμένος με το χέρι, χειροποίητος, χαλαρός, το παρακάνω, κοντά, με ψηφοφορία δι' ανατάσεως των χεριών, χειροκίνητα, με εναλλασσόμενες κινήσεις των χεριών, χέρι-χέρι, κοντά, πρόχειρος, άμεσα διαθέσιμος, σηκώστε τα χέρια, κάνε κάτι, χειρόγραφο, χειραψία, υπόστρωμα, ένοπλη ληστεία, τελικό στρώμα, καρότσι, καροτσάκι, χειραψία, αποτύπωμα χεριού, χειρόφρενο, ρούχο από δεύτερο χέρι, αόρατο χέρι, ψήφος δια ανατάσεως, ψήφος δια ανατάσεως της χειρός, ένοπλη ληστεία, χέρι, στρώμα χρώματος, ελεύθερο σχέδιο, αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία, απλωμένο χέρι, χειρόφρενο, δεξί χέρι, μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι, χειραποσκευή, αριστερό χέρι, χειραποσκευές, μακρινό μέρος, παιχνίδι που παίζεται με τα χέρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mano
χέριsostantivo femminile (parte anatomica) (μέρος σώματος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha messo le mani in tasca. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. |
χαρτί, φύλλοsostantivo femminile (giochi di carte) (παιχνίδι με τράπουλα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho avuto una grande mano. A chi tocca? Έχω φοβερό χαρτί. Ποιος παίζει; |
χέριαsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'ho fatto con le mie mani. Το έκανα με τα ίδια μου τα χέρια. |
χέρι, χεράκιsostantivo femminile (figurato) (καθομ, μτφ: βοήθεια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Hai bisogno di una mano con quella cassa? Να σου δώσω ένα χέρι (or: χεράκι) με αυτό το κουτί; |
χέριsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά: γάμος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le ha chiesto la mano. |
σειράsostantivo femminile (giochi di carte) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chi è di mano? |
χέρι(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Si vedeva che c'era la mano di un artigiano nel suo guardaroba. |
μεριά, πλευρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Troverà il pulsante di accensione sul lato sinistro. Στο δεξί σας χέρι θα βρείτε τον διακόπτη ενεργοποίησης/απενεργοποίησης. |
γραφικός χαρακτήρας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Ha una grafia molto elegante. |
στρώσηsostantivo femminile (figurato: di pittura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bisogna dare tre mani di pittura in questa camera. Το δωμάτιο αυτό χρειάζεται τρεις στρώσεις μπογιά. |
βερνίκι(di vernice) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La mano di vernice dava un riflesso lucido al quadro. |
πρωτιάsostantivo femminile (carte) (χαρτιά: παίζω πρώτος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) John era di mano e ha giocato per primo. Ο Τζον πήρε την πρωτιά και έπαιξε πρώτος. |
σειράsostantivo femminile (mano di carte) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sei di mano. Dai gioca. (or: Tocca a te. Dai gioca.) Σειρά σου. Ξεκίνα να παίζεις. |
μοιράζωsostantivo femminile (giochi di carte) (χαρτιά, τράπουλα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary è di mano. Τώρα μοιράζει η Μαίρη. |
κόλποsostantivo femminile (a carte) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nel gioco chiamato hearts, di solito si cerca di vincere meno mani possibili. |
βοήθεια(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επικάλυψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Το χάπι έχει μια γλυκιά επικάλυψη, και έτσι δεν είναι δύσκολο να το καταπιείς. |
πέρασμα(di vernice) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Basterebbe dare un colpo di vernice a questa porta. Αυτή η πόρτα χρειάζεται ένα φρέσκο πέρασμα μπογιάς. |
βοήθεια(πράξη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Louise aveva bisogno di un po' di aiuto. Η Λουίζ χρειαζόταν βοήθεια. |
γύρος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho fatto due partite complete di golf ieri. |
απόμερος, απόμακρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει ένα χέρι, με ένα χέρι(della mano) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χειρωνακτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'impastatore è rotto, quindi devo lavorare l'impasto manualmente. |
από ανθρώπινο χέρι(creato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χειροβομβίδα(χειρός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il terrorista lanciò una granata all'edificio e fuggì dalla scena. |
κουλεβρίνα(storico: cannone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσβάσιμος(πράγμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χειροκίνητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
χειροποίητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσιτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La personalità socievole di Jane la rende una persona amichevole agli occhi di tutti. Η φιλική προσωπικότητα της Τζέιν την έκανε προσιτή σε όλους. |
ειλικρινά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Devi fidarti di lui. Parla sempre sinceramente. |
ρίχνω, πετάω(carte) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha aperto con un asso di cuori. Ξεκίνησε με άσο κούπα. |
κατασκευάζω, φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσιτός, ευπρόσιτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Είναι πολύ προσιτός και συνήθως απαντάει με ένα γρήγορο ναι ή όχι. |
χειροποίητοςaggettivo (φτιαγμένος στο χέρι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vendono marmellate e gelatine fatte a mano a prezzi ragionevoli. |
ελεύθεροςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χειροποίητοςlocuzione aggettivale (για πλεκτό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χειροποίητοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσηνής, καταδεκτικός, φιλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jim è un ragazzo socievole e alla mano. |
κοντά μουlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nella stagione dell'influenza tenete dei fazzoletti a portata di mano. |
από πρώτο χέριlocuzione aggettivale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho un'esperienza di prima mano con quel programma di computer. |
που έχει μεταβιβαστεί, που έχει μεταδοθεί, που έχει δοθείlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La maggior parte dei bambini indossava vestiti di seconda mano. |
χειροποίητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελαφροχέρηςlocuzione aggettivale (επιδέξιος κλέφτης) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μεταχειρισμένοςlocuzione aggettivale (usato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μαζεμένος με το χέριlocuzione aggettivale (για φρούτα, λαχανικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χειροποίητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαλαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
το παρακάνωlocuzione aggettivale (figurato: indelicatamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το παράκανα με το αλάτι και το ψωμί μου δεν έχει καλή γεύση. |
κοντά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tieni il telefono vicino, se mai dovesse chiamare. Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει! |
με ψηφοφορία δι' ανατάσεως των χεριώνavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Voteremo per alzata di mano. |
χειροκίνηταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il ricamo del vestito è stato realizzato a mano. |
με εναλλασσόμενες κινήσεις των χεριών(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) So che il ponte di corda mette paura, ma vai avanti lentamente una mano dopo l'altra e piantala di urlare. |
χέρι-χέριavverbio (tenersi la mano) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le ragazzine erano molto amiche e le si vedeva spesso camminare mano nella mano. Τα κορίτσια ήταν καλές φίλες και συχνά τις έβλεπες να περπατούν χέρι-χέρι. |
κοντάlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρόχειρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tengo una torcia a portata di mano a causa delle frequenti interruzioni della corrente. Έχω πρόχειρο έναν φακό λόγω των συχνών διακοπών ρεύματος. |
άμεσα διαθέσιμος
Prima di iniziare il lavoro dovreste avere tutto l'occorrente a portata di mano. |
σηκώστε τα χέριαinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνε κάτι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χειρόγραφοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sto utilizzando un font che simula la scrittura a mano. |
χειραψίαsostantivo femminile (per salutare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'avvocato diede ad Alice una stretta di mano vigorosa come saluto. |
υπόστρωμαsostantivo femminile (verniciatura) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Per iniziare, abbiamo dipinto le pareti con una mano di fondo beige. |
ένοπλη ληστείαsostantivo femminile (καθομιλουμένη) Sembra che la scorsa settimana ci sia stata una rapina a mano armata alla banca. |
τελικό στρώμαsostantivo femminile L'ultima cosa che dobbiamo fare è passare una mano finale sulle pareti. |
καρότσι, καροτσάκιsostantivo maschile (όχι παιδικό, για εργασίες) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χειραψίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποτύπωμα χεριούsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Άφησα το αποτύπωμα του χεριού μου στο υγρό τσιμέντο. |
χειρόφρενοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Devi inserire il freno a mano quando parcheggi su una collina. |
ρούχο από δεύτερο χέρι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bill si è abituato a indossare gli abiti dismessi di suo fratello. |
αόρατο χέρι(guida nascosta) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'avvocato ha trascorso la sua vita a combattere contro la mano invisibile della corruzione. |
ψήφος δια ανατάσεως, ψήφος δια ανατάσεως της χειρόςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I delegati hanno eletto un nuovo presidente con una voto per alzata di mano. Facciamo una votazione per alzata di mano: quanti di voi vogliono un cambiamento economico? |
ένοπλη ληστεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oggi in banca c'è stata una rapina a mano armata. |
χέρι, στρώμα χρώματοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A quella porta serve un'altra mano di pittura. |
ελεύθερο σχέδιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È molto bravo nel disegno a mano libera |
αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισίαsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il preside accusò la maestra di avere la mano pesante nel correggere i suoi alunni. Ο διευθυντής κατηγόρησε τη δασκάλα ότι διόρθωσε τους μαθητές της με αγαρμποσύνη. |
απλωμένο χέριsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Purtroppo si vedono ancora molti mendicanti che chiedono l'elemosina con la mano tesa. |
χειρόφρενοsostantivo maschile (automobile) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δεξί χέριsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Scrivo con la mano destra, sono destrimano. |
μεταχειρισμένα ρούχα, ρούχα από δεύτερο χέρι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χειραποσκευήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La maggior parte delle linee aeree permette solo un bagaglio a mano. Non potete trasportare spray o strumenti appuntiti nel vostro bagaglio a mano. Οι περισσότερες αεροπορικές εταιρείες επιτρέπουν μόνο μία χειραποσκευή. Δεν μπορείς να κουβαλήσεις σπρέι ή αιχμηρά αντικείμενα στη χειραποσκευή σου. |
αριστερό χέριsostantivo femminile Le fedi nuziali si indossano per tradizione sulla mano sinistra. Sebbene sia vedova, indossa ancora la sua fede sulla mano sinistra. Παραδοσιακά, η βέρα φοριέται στο αριστερό χέρι. Αν και χήρα, ακόμα φοράει τη βέρα της στο αριστερό της χέρι. |
χειραποσκευέςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ora che le compagnie aeree addebitano dei supplementi per imbarcare i bagagli, la gente si porta più bagagli a mano. |
μακρινό μέροςsostantivo maschile |
παιχνίδι που παίζεται με τα χέριαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mano στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του mano
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.