Τι σημαίνει το scappare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scappare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scappare στο Ιταλικό.
Η λέξη scappare στο Ιταλικό σημαίνει δραπετεύω, ξεφεύγω, την κάνω, φεύγω γρήγορα, φεύγω κρυφά, εγκαταλείπω, απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ, φεύγω βιαστικά, βγαίνω, την κάνω, την κοπανάω, γίνομαι αστραπή, μακριά, τρέχω, τρέπομαι σε φυγή, το σκάω, εξαφανίζομαι, την κάνω, το σκάω, το σκάω, το βάζω στα πόδια, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, γλιτώνω, το σκάω, τρέχω, δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω, μου ξεφεύγει κτ, ξεφεύγω από κτ/κπ, ξεφεύγω, απάγω, χάνω, χαραμίζω, αρπάζω την ευκαιρία, την κοπανάω, το βάζω στα πόδια, χάνω την ευκαιρία, χάνω την ευκαιρία, μου ξεφεύγει, κλέβομαι, βγαίνω βιαστικά, τρέπομαι σε φυγή, χάνω, φεύγω βιαστικά, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, φεύγω παίρνοντας μαζί μου, πετώ, τρομάζω, τρέπομαι σε φυγή, φεύγω με κτ, φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώ, απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου, κλέβομαι, φεύγω από το σπίτι, εγκαταλείπω κάποιον για κάποιον άλλο, τρομάζω, ξεφεύγω από κτ, απελευθερώνομαι από κτ, διστάζω μπροστά σε κτ, το σκάω με κπ, βγαίνω τρέχοντας από κτ, φεύγω τρέχοντας από κτ, το σκάω, φεύγω παίρνοντας μαζί μου, φεύγω βιαστικά, απομακρύνω κτ/κπ βιαστικά, απομακρύνω κτ/κπ γρήγορα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scappare
δραπετεύω(φεύγω κρυφά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι φυλακισμένοι την κοπάνησαν (or: έγιναν καπνός). |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il criminale è fuggito appena prima che arrivasse la polizia. Ο εγκληματίας ξέφυγε λίγο πριν φτάσει η αστυνομία. |
την κάνω(informale: andarsene via di fretta) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγω γρήγοραverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi dispiace andar via, ma devo scappare. Λυπάμαι που σε αφήνω, αλλά πρέπει να βιαστώ. |
φεύγω κρυφά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il rapinatore della banca scappò nella notte. |
εγκαταλείπω(senza autorizzazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απελευθερώνομαι, λυτρώνομαι, ξεφεύγω, αποδεσμεύομαι, αποδρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stan lavora in un ufficio, ma il suo sogno è scappare e unirsi a un gruppo rock. |
φεύγω βιαστικάverbo intransitivo (informale) Alan ha dovuto cancellare la riunione e scappare a casa perché sua moglie era stata ricoverata in ospedale. |
βγαίνωverbo intransitivo (uscire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siamo scappati proprio quando l'edificio stava per essere avvolto dalle fiamme. Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά. |
την κάνω, την κοπανάωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I criminali abbandonarono il veicolo e fuggirono a piedi. Οι εγκληματίες εγκατέλειψαν το όχημά τους και το έσκασαν πεζοί. |
γίνομαι αστραπή(μεταφορικά) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il coniglio ha sentito la portiera dell'auto chiudersi ed è scappato. Ο λαγός έγινε αστραπή μόλις άκουσε τον ήχο της πόρτας του αυτοκινήτου που έκλεισε. |
μακριάverbo intransitivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È fuggito nel bosco per sfuggire alla polizia. Se n'è scappata via senza dirci dove andava. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Scappate! |
τρέπομαι σε φυγήverbo intransitivo (επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se ci scoprono, dobbiamo scappare. |
το σκάω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξαφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando suonò la sirena, i criminali si dileguarono. |
την κάνω, το σκάω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το σκάω, το βάζω στα πόδιαverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho visto l'intruso fuggire appena sentito l'allarme. Είδα τον εισβολέα να το σκάει, αμέσως μόλις άκουσε τον συναγερμό. |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stavano per rapinarmi, ma sono riuscito a scappare. Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω. |
δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, γλιτώνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fuggì prima che la polizia potesse prenderlo.
La gente fuggiva dal leone che era scappato dallo zoo. Ξέφυγε πριν μπορέσει να τον συλλάβει η αστυνομία. Οι άνθρωποι γλίτωσαν (or: ξέφυγαν) από το λιοντάρι που δραπέτευσε από τον ζωολογικό κήπο. |
το σκάωverbo intransitivo (καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Anche riuscendo a evadere dalla vecchia prigione, non c'era comunque modo di nascondersi su quell'isola. |
τρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È volato via dalla stanza quando si è ricordato del suo appuntamento. |
δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγωverbo intransitivo (από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Molte persone scappavano correndo dal palazzo in fiamme. Ο κρατούμενος δραπέτευσε (or:ξέφυγε) από τους δεσμοφύλακές του. |
μου ξεφεύγει κτ(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non volevo rovinare la sorpresa, ma mi è semplicemente scappato. Δεν ήθελα να χαλάσω την έκπληξη, απλά μου ξέφυγε. |
ξεφεύγω από κτ/κπ
I rifugiati hanno attraversato il confine per sfuggire alla guerra. Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. |
ξεφεύγωverbo intransitivo (dire inavvertitamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le è scappata una parolaccia. Μια βρισιά ξέφυγε από τα χείλη της. |
απάγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo rapì il figlio dopo averne perso la custodia. |
χάνω, χαραμίζω(opportunità) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sprecate questa opportunità di conoscere il Re. Δεν πρέπει να χάσεις αυτή την ευκαιρία να γνωρίσεις το βασιλιά. |
αρπάζω την ευκαιρία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando mia nonna mi ha proposto di andare con lei in Inghilterra, ho colto la palla al balzo. |
την κοπανάω, το βάζω στα πόδια(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ladro uscì dalla gioielleria dandosela a gambe per non essere arrestato dalla polizia. |
χάνω την ευκαιρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se mai avrai l'occasione di visitare Buckingham Palace, non perdere l'opportunità. Mettiti in fila o perderai l'occasione di farti fare un autografo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν βρεθείς στο Λονδίνο δεν πρέπει να χάσεις την ευκαιρία να επισκεφτείς το Παλάτι του Μπάγκιγχαμ. Μπες στην ουρά γιατί θα χάσεις την ευκαιρία να πάρεις αυτόγραφό της. |
χάνω την ευκαιρία(figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μου ξεφεύγειverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato: un indizio, ecc.) (κατά λάθος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Maria si lasciò sfuggire che voleva un telefono nuovo per il suo compleanno. |
κλέβομαιverbo intransitivo (per sposarsi) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rick e Leslie fuggirono insieme e non celebrarono mai ufficialmente il matrimonio. |
βγαίνω βιαστικάverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siamo usciti di corsa a prendere dei fermaci prima che chiudesse la farmacia. Βγήκαμε βιαστικά να πάρουμε κάποια φάρμακα πριν κλείσει το φαρμακείο. |
τρέπομαι σε φυγήverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sei sicuro di non voler venire? Non vorrei che ti lasciassi scappare quest'occasione. Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις. |
φεύγω βιαστικάverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Odio uscire di corsa, ma sto facendo tardi a lavoro. |
φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγοραverbo intransitivo (anche figurato) I ladri scapparono via quando sentirono scattare l'allarme. Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια όταν άκουσαν το συναγερμό. |
φεύγω παίρνοντας μαζί μουverbo intransitivo (furto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La governante è scappata con l'argenteria. Η οικονόμος το έσκασε με τα ασημικά. |
πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρομάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρέπομαι σε φυγήverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I criminali tentarono di scappare dalla polizia a bordo di un'auto rubata. |
φεύγω με κτ(rubare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ladro è entrato in casa ed è scappato via con tutti i miei gioielli. |
φεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω, δραπετεύω, ξεγλιστρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come sei riuscito a fuggire dai tuoi rapitori? Πως κατάφερες να ξεφύγεις (or: δραπετεύσεις) από αυτούς που σε κρατούσαν αιχμάλωτο; |
απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιουverbo intransitivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'ostaggio è scappato dai suoi rapitori e si è messo in salvo. |
κλέβομαιverbo intransitivo (con amante) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kara e Mitch sono fuggiti insieme e non sono ancora tornati. |
φεύγω από το σπίτιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qualche volta i bambini scappano di casa quando sono furiosi con i loro genitori. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κάποιες φορές τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι όταν θυμώνουν με τους γονείς τους. |
εγκαταλείπω κάποιον για κάποιον άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρομάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ και τον κάνω να φύγει) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεφεύγω από κτ
Mentre scappavo dalla stretta grotta mi sono sbucciato le mani e le ginocchia. |
απελευθερώνομαι από κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alla fine, i due detenuti sono riusciti a scappare dalla squadra dei lavori forzati. Οι δύο κατάδικοι κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν από την ομάδα των αλυσοδεμένων κρατουμένων. |
διστάζω μπροστά σε κτ(rifuggire, tirarsi indietro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un buon militare non scappa dal suo dovere. |
το σκάω με κπverbo intransitivo (amante) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sembra che la signora Johnson sia scappata con il giardiniere! Η κ. Τζόνσον, από ότι φαίνεται, το έσκασε με τον κηπουρό της. |
βγαίνω τρέχοντας από κτ, φεύγω τρέχοντας από κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Petra trovò il film così spaventoso che uscì di corsa fuori dal cinema. |
το σκάω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lucy ha lasciato la porta aperta e il suo labrador è scappato fuori. Η Λούσι άφησε ανοιχτή την εξώπορτα και το λαμπραντόρ της το έσκασε. |
φεύγω παίρνοντας μαζί μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'uomo mascherato è scappato con l'argenteria. Ο μασκοφόρος έφυγε παίρνοντας μαζί του τα ασημικά. |
φεύγω βιαστικά
Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια πριν φτάσει η αστυνομία. |
απομακρύνω κτ/κπ βιαστικά, απομακρύνω κτ/κπ γρήγοραverbo transitivo o transitivo pronominale La sposa fu fatta allontanare per evitare che il fidanzato la vedesse in abito da sposa prima della cerimonia. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήρα βιαστικά το σκονάκι από το θρανίο για να μην το δει η καθηγήτρια. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scappare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του scappare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.