Τι σημαίνει το secondo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης secondo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του secondo στο Ιταλικό.
Η λέξη secondo στο Ιταλικό σημαίνει δευτερόλεπτο, σύμφωνα, δεύτερος, σύμφωνα, ανάλογα, δεύτερος, σύμφωνα με, δεύτερος, σύμφωνα με, ανάλογα με, δεύτερος, βοηθός, δεύτερο, δευτέρα, στιγμή, ο δεύτερος, δεύτερος, δεύτερος, δεύτερον, αμέσως καλύτερος, επιλαχών, σε συμφωνία με κτ, σε συμμόρφωση με κτ, σύμφωνα με, στιγμή, στιγμούλα, που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση, σύμφωνα με, σύμφωνα με, με βάση, μισό δευτερόλεπτο, ανθυποπλοίαρχος, επιλαχών, για, στιγμή, συμπληρωματικός, κατά δεύτερον, αναπληρωτής, αναπληρώτρια, λεπτό, λεπτάκι, δεύτερο πιάτο, δεύτερον, δεύτερος, υποστηρίζω, στηρίζω, το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, πόδια ανά δευτερόλεπτο, κατώτερος, καρέ ανά δευτερόλεπτο, πλαίσια ανά δευτερόλεπτο, δευτεροετής, καλύτερος, που έχει χρωματική κωδικοποίηση, προσωπικά, υποτίθεται, κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου, σύμφωνα με τους τύπους, για μία στγμή, κατά τη γνώμη μου, κατά δεύτερον, για σένα, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο, χαμηλής προτεραιότητας, όπως επιθυμείτε, την τελευταία στιγμή, σύμφωνα με τους κανονισμούς, σύμφωνα με τις αναφορές, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου, σύμφωνα με τους κανονισμούς, σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα, σύμφωνα με το μύθο, κατά τη γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ, δευτεροετής, απλός βουλευτής, κάνω δεύτερη δουλειά, μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης, εργαζόμενο άτομο με δυο δουλειές, δεύτερη μοίρα, δεύτερη ματιά, κλάσμα του δευτερολέπτου, μεσαίο όνομα, υπαρχηγός, δεύτερη δουλειά, δεύτερη γνώμη, απώτερο κίνητρο, αρχικό μεσαίου ονόματος, δεύτερη θέση, δέκατη τάξη, συνοδηγός, ανεψιός από τον πρώτο ξάδερφο, δεύτερη δουλειά, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, παίρνω δεύτερη θέση, αφήνω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην άκρη, κάνω κτ σύμφωνα με τους κανόνες, επισκιάζω, ενεργώ σχετικά με κτ, προσχεδιασμένος, προμελετημένος, προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροής, συγγενής μικρότερος κατά μία γενιά, ενστικτωδώς, δευτερευόντως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης secondo
δευτερόλεπτοsostantivo maschile (tempo) (χρονική περίοδος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un minuto dura sessanta secondi. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αν δεν κλείσεις την τηλεόραση σε δέκα δεύτερα θα σε μαλώσω. |
σύμφωναpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Secondo David, il concerto è stato molto bello. Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ, η συναυλία ήταν πολύ καλή. |
δεύτεροςaggettivo (di una serie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa è la seconda tappa del nostro viaggio. Αυτό είναι το δεύτερο σκέλος του ταξιδιού μας. |
σύμφωνα, ανάλογα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I bambini si misero in fila secondo la loro altezza, dal più basso al più alto. Τα παιδιά παρατάχθηκαν ανάλογα με το ύψος τους, από το πιο κοντό στο πιο ψηλό. |
δεύτεροςaggettivo (in classifica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mia sorella ha vinto la corsa e io sono arrivato secondo. |
σύμφωνα με
Preparate il pane secondo la ricetta. Φτιάξε ψωμί σύμφωνα με τη συνταγή. |
δεύτεροςaggettivo (in seconda posizione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La nostra squadra è arrivata seconda. Jane è stata la prima, e Claire è arrivata seconda. Η ομάδα μας ήρθε στη δεύτερη θέση. Η Τζέιν ήρθε πρώτη και η Κλαιρ δεύτερη. |
σύμφωνα με, ανάλογα με
Οι μισθοί καθορίζονται ανάλογα με την εμπειρία. |
δεύτεροςaggettivo (musica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I secondi violini suonavano scordati. |
βοηθόςsostantivo maschile (pugilato) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il secondo del pugile ha gettato la spugna. |
δεύτεροsostantivo maschile Le coordinate sono trenta gradi, due minuti e dieci secondi nord. |
δευτέρα(concerto) (στη μουσική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
στιγμήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha distolto lo sguardo solo per un secondo. Τράβηξε το βλέμμα του για μια στιγμή μόνο. |
ο δεύτεροςsostantivo maschile (monarchia, ecc.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Charles II fu re d'Inghilterra dal 1660 al 1685. Ο Κάρολος ο Δεύτερος ήταν βασιλιάς της Αγγλίας από το 1660 ως το 1685. |
δεύτεροςaggettivo (εναλλακτικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il blu è la mia seconda scelta. |
δεύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Vorrei un'altra tazza di tè, per cortesia. |
δεύτερον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In primo luogo non può permettersi una macchina, in secondo luogo non sa guidare. |
αμέσως καλύτερος, επιλαχών
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σε συμφωνία με κτpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Secondo la legge, devi pagare le tasse. |
σε συμμόρφωση με κτ(una norma, un canone) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύμφωνα μεpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Secondo molte persone di una certa età, i giovani d'oggi hanno troppa libertà. |
στιγμή, στιγμούλα(figurato: attimo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aspetta un secondo, prendo il cappotto e vengo con te. |
που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σύμφωνα μεpreposizione o locuzione preposizionale Lui fa tutto secondo il libro. |
σύμφωνα με, με βάσηpreposizione o locuzione preposizionale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Secondo le nuove regole, hai molti poteri. |
μισό δευτερόλεπτοsostantivo maschile (figurato: breve tempo) Aspetta, sono da te in un secondo! |
ανθυποπλοίαρχοςsostantivo maschile (navigazione) (ναυτικό) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Il capitano si affidò moltissimo all'esperienza del suo secondo per portarli attraverso la barriera corallina. |
επιλαχώνsostantivo maschile (μετοχή αορίστου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. προσληφθείς, προσληφθείσα, προσληφθέν κλπ.) Linda vinse il concorso della scuola e la sua amica Amy fu la seconda. |
για
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Αυτός είναι άντρας του γούστου μου! |
στιγμή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sembrava che fosse tutto finito in un solo istante. Ήταν σαν να τελειώσαν όλα σε μια στιγμή. |
συμπληρωματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατά δεύτερον(κατά δεύτερο λόγο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αναπληρωτής, αναπληρώτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Il sindaco era malato, quindi il suo vice ha partecipato all'incontro al suo posto. Ο δήμαρχος ήταν άρρωστος, οπότε ο αναπληρωτής του έπρεπε να παρευρεθεί στη συνεδρίαση αντί για εκείνον. |
λεπτό, λεπτάκιsostantivo maschile (informale) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δεύτερο πιάτο(γεύμα) |
δεύτερονavverbio (σε λίστα) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Prima di tutto grazie a tutti di essere venuti. Secondariamente, vi presento il nostro ospite. Αρχικά, σας ευχαριστώ όλους που ήρθατε. Κατά δεύτερον, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τον οικοδεσπότη μας. |
δεύτεροςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo posto è il secondo sulla sinistra. Το κάθισμά σας είναι το δεύτερο από αριστερά. |
υποστηρίζω, στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jason vuole affiancare il suo amico nell'incontro. |
το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο(Vangelo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ήταν το αγαπημένο βιβλίο της μητέρας μου. |
το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο(Vangelo secondo Luca) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Luca è il terzo vangelo del Nuovo Testamento. |
πόδια ανά δευτερόλεπτο(piedi al secondo) (μονάδα μέτρησης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατώτερος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καρέ ανά δευτερόλεπτο, πλαίσια ανά δευτερόλεπτο(fotogrammi al secondo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δευτεροετήςsostantivo maschile (USA: università) (πανεπιστήμιο, δεύτερο έτος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καλύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) E' un calciatore fantastico: la sua abilità nei passaggi non è seconda a nessuno. |
που έχει χρωματική κωδικοποίησηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I file erano identificati secondo un codice di colori per trovare quello giusto più facilmente. |
προσωπικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Personalmente non credo che sia la decisione giusta. Δε σου άρεσε η ταινία; Προσωπικά, την βρήκα πολύ καλή. |
υποτίθεται
(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Secondo quanto si dice, il sospetto era alla festa di compleanno della nonna nel momento del reato. Την ώρα του εγκλήματος η ύποπτη υποτίθεται πως ήταν στο πάρτι γενεθλίων της γιαγιάς της. |
κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A tuo avviso, la gente di questa zona è aperta di vedute? |
σύμφωνα με τους τύπους
Il mio capo vuole fare le cose secondo le regole. |
για μία στγμήavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Per un attimo ci stavo quasi credendo! |
κατά τη γνώμη μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Secondo me è troppo giovane per sposarsi e avere figli. Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. |
κατά δεύτερον
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για σέναlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Allora, secondo te, il messaggio di questa poesia è che la gente non dovrebbe perdere il proprio tempo dietro alle banalità? |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Applicare la pomata sulla ferita al bisogno. |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίοlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Assumere i farmaci antidolorifici secondo necessità. |
όπως πρέπει, ότι είναι αναγκαίο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aggiungere sapori come richiesto. |
χαμηλής προτεραιότηταςlocuzione avverbiale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Per ora quel progetto è in secondo piano, finché mi occupo di questioni più urgenti. |
όπως επιθυμείτε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La luce può essere accesa o spenta a piacere. |
την τελευταία στιγμήsostantivo femminile (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I dottori arrivarono all'ultima frazione di secondo e riuscirono a fargli ripartire il cuore. |
σύμφωνα με τους κανονισμούς
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σύμφωνα με τις αναφορές
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύμφωνα με το γράμμα του νόμου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Queste leggi non sono più seguite alla lettera. |
σύμφωνα με τους κανονισμούς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύμφωνα με τα όσα λέγονται, κατά τα λεγόμενα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σύμφωνα με το μύθο(μυθολογία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Secondo la leggenda i piccoli Romolo e Remo furono accuditi da una lupa. |
κατά τη γνώμη μουlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δευτεροετής(università) (πανεπιστήμιο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς. |
απλός βουλευτής(Regno Unito) (χωρίς άλλο αξίωμα) |
κάνω δεύτερη δουλειάsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης(università) (1η λυκείου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργαζόμενο άτομο με δυο δουλειές
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δεύτερη μοίραsostantivo femminile (figurato) (είμαι σε) Il vicepresidente sarà sempre in secondo piano rispetto al presidente. |
δεύτερη ματιάsostantivo maschile Sulle prime ho pensato che il tema dello studente non valesse nulla, ma dopo un secondo sguardo ho trovato dei passaggi interessanti. |
κλάσμα του δευτερολέπτουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Per una frazione di secondo ho pensato che tu fossi qualcun altro. |
μεσαίο όνομαsostantivo maschile Io non uso mai il mio secondo nome. Il suo nome era Michael ma tutti lo chiamavano col suo secondo nome, John. Ποτέ δεν χρησιμοποιώ το μεσαίο μου όνομα. Το κύριο όνομά του ήταν Μάικλ, αλλά όλοι τον φώναζαν με το μεσαίο του όνομα, δηλαδή Τζον. |
υπαρχηγός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Era il secondo in comando dopo il comandante in capo. |
δεύτερη δουλειάsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per arrotondare le entrate, sto cercando un secondo lavoro. |
δεύτερη γνώμηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono sicuro che ha ragione, dottore, ma prima di operarmi vorrei comunque sentire un altro parere. |
απώτερο κίνητροsostantivo maschile Sospetto che ci fosse un secondo fine dietro la sua insolita offerta di aiuto. |
αρχικό μεσαίου ονόματοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Posso dirti solo l'iniziale del secondo nome, dirti qual è sarebbe troppo imbarazzante. |
δεύτερη θέση
Ruth era in seconda posizione durante la gara. |
δέκατη τάξηsostantivo maschile (στις ΗΠΑ) |
συνοδηγός(generico) (βοηθά τον οδηγό, όχι απλά επιβάτης) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ανεψιός από τον πρώτο ξάδερφο(παιδί πρώτου ξαδέρφου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεύτερη δουλειά
|
παίζω σύμφωνα με τους κανόνεςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Giocate secondo le regole indicate di seguito. |
παίρνω δεύτερη θέση(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφήνω κτ στην άκρη, βάζω κτ στην άκρηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω κτ σύμφωνα με τους κανόνεςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επισκιάζω(figurato) (επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πάντα ένιωθε ότι η μικρότερη αδελφή της την επισκίαζε. |
ενεργώ σχετικά με κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Harry ha agito secondo la richiesta di Alice. |
προσχεδιασμένος, προμελετημένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I reality show televisivi sono, di solito, in realtà realizzati secondo copione. |
προς την κατεύθυνση του ρεύματος, προς την κατεύθυνση της ροήςlocuzione avverbiale (κίνηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγγενής μικρότερος κατά μία γενιάsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La figlia di mio cugino è una mia cugina di secondo grado. |
ενστικτωδώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
δευτερευόντως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του secondo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του secondo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.