Τι σημαίνει το tocco στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tocco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tocco στο Ιταλικό.

Η λέξη tocco στο Ιταλικό σημαίνει αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώ, ακουμπάω, ακουμπώ, αγγίζω, αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώ, εφάπτομαι, αγγίζω, αφορώ, αναφέρω, θίγω, πιάνω, συμπάσχω, χτυπάω, χτυπώ, τέμνομαι, επηρεάζω, άγγιγμα, αγγίζω, ακουμπάω, αναφέρω, φτάνω, συγκινώ, σκούντημα, επηρεάζω, τινάζω, αναφέρω, θίγω, θέτω, ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο, πειράζω, σκαλίζω, εκτελώ, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ, κάνω, πιάνω, χτυπάω, συγκινώ, άγγιγμα, συγκινούμαι, συγκινούμαι, λοξός, πινελιά, ταλέντο, υφή, αίσθηση, άγγιγμα, άγγιγμα, σκούφος, πινελιές, καπέλο αποφοίτου, άγγιγμα με τα δάχτυλα, άγγιγμα, χτύπημα, χέρι, λίγος, ελαφρύ χτύπημα, σκούντημα, γειάσου, κουκουρούκου, κομμάτι, τρελός, παλαβός, τρελός, παλαβός, τρελός, παλαβός, απόχρωση, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, σειρά, σειρά, τερματίζω, φτάνω ψηλά, βαθιά, στα βάθη, που τσούζει, χτύπα ξύλο, δεν πατάω, δεν πατώνω, χαμηλής ποιότητας, βήτα διαλογής, πάτος, με περιμένει κτ, αγγίζω την καρδιά σου, τσούζω, φτάνω στον πάτο, πέφτει σε εμένα να κάνω κάτι, θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα, προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι, φτάνω το κατώτερο σημείο, φορτώνομαι, γλιστρώ πάνω σε κτ, γλιστρώ πάνω από κτ, συγκινώ βαθιά, φτάνω την κορυφή, αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι, χαϊδεύω, ξαναπαίζω, αγγίζω, βαρύνω, ακουμπώ, εξαρτάται από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tocco

αγγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le ha toccato la spalla.
Την άγγιξε στον ώμο.

ακουμπάω, ακουμπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tavolo tocca il muro.

ακουμπάω, ακουμπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sposta indietro il divano in modo che tocchi il muro.

αγγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: fare del male) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non me la toccare o ti uccido!

αγγίζω, ακουμπάω, ακουμπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: mangiare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il bambino non aveva neanche toccato il cibo.

εφάπτομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La linea tocca il cerchio nel punto "A".

αγγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È rimasta toccata dalla storia della vita della donna.
Η ιστορία της γυναίκας την άγγιξε.

αφορώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non preoccuparti. Questa faccenda non ti tocca.

αναφέρω, θίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sua lezione non menzionava in dettagli la contabilità.
Η διάλεξή της δεν ανέφερε (or: έθιξε) τις λεπτομέρειες της λογιστικής. Η δασκάλα ανέφερε κάθε ένα θέμα που εξετάστηκε.

πιάνω

(con le mani)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non toccare quel vaso. Potresti farlo cadere.
Μην πιάνεις αυτό το βάζο. Μπορεί να σου πέσει.

συμπάσχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando vedo la sofferenza, mi tocca veramente.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (scherma) (με ξίφος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τέμνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επηρεάζω

(figurato: emozionare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quel film su un uomo sopravvissuto al cancro mi ha toccato profondamente.
Η ταινία για έναν άνθρωπο που επέζησε από καρκίνο με επηρέασε βαθιά.

άγγιγμα

(atto di toccare)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα βρέφη δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά χωρίς το άγγιγμα της μητέρας τους.

αγγίζω, ακουμπάω

(στο πέρασμά μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου.

φτάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La temperatura dovrebbe raggiungere i 30°C oggi.
Η θερμοκρασία αναμένεται να φτάσει τους 30°C σήμερα.

συγκινώ

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo film mi prende tutte le volte.

σκούντημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επηρεάζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il piano del governo riguarderà molta gente.
Το σχέδιο της κυβέρνησης θα θίξει πολλούς ανθρώπους.

τινάζω

(con un dito) (με το δάχτυλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Κέιτ τίναξε τα ψίχουλα από το τραπέζι με το δάχτυλό της.

αναφέρω, θίγω, θέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (argomento, soggetto) (ένα θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non sono sicuro di come toccare con il mio datore di lavoro l'argomento del pagamento non pervenuto.

ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se metti il dito sul naso del cane potrebbe morderti.
Αν βάλεις το δάχτυλό σου στη μύτη του σκύλου μπορεί να σε δαγκώσει.

ψηλαφώ, ψηλαφίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (εξερευνώ με την αφή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha tastato il tessuto per vedere quanto era buono.
Χάιδεψε το ύφασμα για να ελέγξει την ποιότητά του.

πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο

(dito)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Μπεν πίεσε το πάνω μέρος του κέικ με το δάκτυλο για να δει αν ήταν έτοιμο.

πειράζω, σκαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualcuno ha messo le mani sul lucchetto. Qualcuno ha messo le mani tra le mie cose: sono tutte in disordine.
Κάποιος σκάλιζε την κλειδαριά.

εκτελώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (musica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per eseguire quel passaggio come da partitura devi suonare seguendo la diteggiatura del trillo molto rapidamente.
Για να παίξεις εκείνο το κομμάτι όπως είναι γραμμένο, πρέπει να παίξεις με τα δάκτυλα την τρίλια πολύ γρήγορα.

σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry andò da Catherine e le diede dei colpetti sulla spalla.
Ο Χάρι πλησίασε την Κάθριν και την άγγιξε στον ώμο.

κάνω, πιάνω, χτυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azione ha toccato il massimo storico oggi alla diffusione delle notizie sugli utili maturati.
Η μετοχή έκανε νέο υψηλό ρεκόρ σήμερα στα χρηματιστηριακά νέα.

συγκινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutti sono stati commossi dal film.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Συγκινήθηκα από την κίνησή σου.

άγγιγμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Ellen bastò toccare rapidamente il tessuto per capire che non era ciò che voleva.

συγκινούμαι

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ero commosso da tutta la gente che aveva mandato dei messaggi di condoglianze.

συγκινούμαι

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando la cantante dedicò la sua canzone al padre, il pubblico rimase visibilmente commosso.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Συγκινήθηκα τόσο από τη μουσική, που ήθελα να κλάψω.

λοξός

aggettivo (colloquiale) (προσβλητικό, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sembra perfettamente normale ma in realtà è un po' picchiato.
Δείχνει απολύτως φυσιολογικός αλλά στην πραγματικότητα είναι λιγάκι λοξός.

πινελιά

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά: στιλ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il designer di Milano ha dato alla stanza un tocco italiano.
Ο σχεδιαστής από το Μιλάνο προσέθεσε μια ιταλική πινελιά στο δωμάτιο.

ταλέντο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha un buon tocco di palla.
Έχει ταλέντο στο ποδόσφαιρο.

υφή, αίσθηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A molti piace il tocco della seta.

άγγιγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il contatto con lui lo ha confortato.
Το άγγιγμά του την παρηγόρησε.

άγγιγμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I ragazzi si imbestialiscono quando Luther gli dà dei tocchi.

σκούφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πινελιές

sostantivo maschile (pennello)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

καπέλο αποφοίτου

sostantivo maschile (cappello da laureato)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άγγιγμα με τα δάχτυλα

(con le dita)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άγγιγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quella pianta con i fiori rosa chiude le foglie al minimo tocco della mano.

χτύπημα

(ελαφρύ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χέρι

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si vedeva che c'era la mano di un artigiano nel suo guardaroba.

λίγος

(figurato: quantità)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per favore dammi solo un pizzico di quella lozione.
Δώσε μου λίγη λοσιόν, σε παρακαλώ.

ελαφρύ χτύπημα

Lisa diede a Bridget un tocco sul braccio facendole capire che aveva il suo sostegno.
Το ελαφρύ χτύπημα της Λίζας στον ώμο της έκανε την Μπρίτζετ να καταλάβει πως είχε την υποστήριξη της φίλης της.

σκούντημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha sentito il tocco del suo dito nella schiena e si è seduto più composto.

γειάσου, κουκουρούκου

(informale) (αργκό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Stai alla larga da quella signora con un secchiello in testa: è matta.
Να αποφύγεις την κυρία με τον κουβά στο κεφάλι - είναι γειάσου (or: κουκουρούκου).

κομμάτι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Papà si prende sempre il pezzo di carne più grosso dello spezzatino.
Ο πατέρας τρώει το μεγαλύτερο κομμάτι κρέατος από το στιφάδο.

τρελός, παλαβός

(informale) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un po' tocco, vero?

τρελός, παλαβός

sostantivo maschile (colloquiale)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Non ascoltare George: è matto.
Μην ακούς τον Τζορτζ - είναι τρελός.

τρελός, παλαβός

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La zia Marie è svitata: passa tutto il giorno a spolverare la sua collezione di bambole.
Η θεία Μαρί είναι τρελή και περνάει όλη τη μέρα καθαρίζοντας τη συλλογή με τις κούκλες της.

απόχρωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La stanza aveva un'apparenza bluastra a causa del colore della luce.

προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

(aerei, elicotteri, ecc.) (αεροπλάνο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'aeroplano è atterrato senza problemi.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με ασφάλεια.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È il tuo turno. Eccoti i dadi.

σειρά

(giochi) (παιχνίδια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È il tuo turno, tira il dado.
Είναι η σειρά σου, ρίξε τα ζάρια.

τερματίζω

(terminare una gara)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio cavallo è arrivato terzo.

φτάνω ψηλά

(raggiungere il successo) (μτφ: πετυχαίνω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando David è stato promosso, gli è parso di essere finalmente arrivato.

βαθιά, στα βάθη

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando mi ha lasciato ho toccato il fondo.

που τσούζει

(figurato: coinvolgere) (μτφ, ανεπ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χτύπα ξύλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (anche figurato: scaramantico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν πατάω, δεν πατώνω

verbo intransitivo (in acqua, profondità) (σε νερό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαμηλής ποιότητας, βήτα διαλογής

(informale, figurato)

Col suo ultimo ragazzo ha raschiato davvero il fondo del barile.
Ο τελευταίος της φίλος ήταν στ' αλήθεια βήτα διαλογής.

πάτος

(informale, figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

με περιμένει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A quanto pare ci toccherà una lunga notte.

αγγίζω την καρδιά σου

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi ha commosso con la sua bella poesia.

τσούζω

(μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pur non parlando di me, i commenti del relatore sulla necessità di essere empatici con i propri figli mi riguardavano da vicino.

φτάνω στον πάτο

verbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mike ha toccato il fondo quando è stato bocciato in tutti gli esami.

πέφτει σε εμένα να κάνω κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θίγω ένα ευαίσθητο ζήτημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσγειώνομαι, προσεδαφίζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'aereo è dovuto atterrare a Dallas a causa delle condizioni climatiche critiche.

φτάνω το κατώτερο σημείο

verbo transitivo o transitivo pronominale

Pare che la crisi abbia toccato il fondo e ora vedremo un miglioramento delle condizioni economiche. I tossicodipendenti possono dover toccare il fondo prima di rendersi conto che hanno bisogno d'aiuto.
Φαίνεται ότι η ύφεση έφτασε στο κατώτερο σημείο και τώρα βλέπουμε μια βελτίωση στις οικονομικές συνθήκες. Οι ναρκομανείς μπορεί να πρέπει να πιάσουν πάτο πριν αποδεχθούν ότι χρειάζονται βοήθεια.

φορτώνομαι

(informale) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi becco sempre i lavori peggiori.

γλιστρώ πάνω σε κτ, γλιστρώ πάνω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (δεν αγγίζω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cigno alla fine si alzò in volo, toccando leggermente la superficie dell'acqua per diversi metri.
Ο κύκνος τελικά έφυγε, γλιστρώντας πάνω στην επιφάνεια του νερού για αρκετές γιάρδες.

συγκινώ βαθιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le parole che ha pronunciato alla veglia funebre commossero tutti profondamente.

φτάνω την κορυφή

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La borsa ha toccato il massimo a metà aprile, e da allora è sempre stata in calo.

αγγίζω με το πόδι, σκουντάω με το πόδι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il gatto stava toccando il topo con la zampa, stizzito perché non voleva più giocare.
Η γάτα άγγιζε με το πόδι της το ποντίκι, ενοχλημένη που δεν έπαιζε άλλο.

χαϊδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie palpeggiò il marito e gli mormorò dolci sciocchezze all'orecchio.

ξαναπαίζω

(giochi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Se tiri un sei devi avanzare di sei caselle e poi tocca di nuovo a te.

αγγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark tastò con il pollice il materiale per sentirne la qualità.
Ο Μαρκ άγγιξε το υλικό για να δει την ποιότητά του.

βαρύνω

verbo intransitivo (responsabilità) (λόγιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La responsabilità del successo o del fallimento del progetto in ultima analisi ricade sul responsabile.

ακουμπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi ha sfiorato dolcemente il braccio con il dorso della mano.
Ακούμπησε μαλακά το μπράτσο μου με την ανάστροφη της παλάμης της.

εξαρτάται από κπ

verbo intransitivo (κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sta a te decidere dove andiamo stasera.
Από εσένα εξαρτάται πού θα πάμε απόψε.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tocco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.