Τι σημαίνει το sinistra στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sinistra στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sinistra στο Ιταλικό.
Η λέξη sinistra στο Ιταλικό σημαίνει μέλος αριστερού/σοσιαλιστικού κόμματος, αριστερά, αριστερά, τα αριστερά μου, αριστερή πλευρά, αριστερή μπουνιά, αριστερή γροθιά, αριστερός, αριστερή, αριστερός, απειλητικός, απειλητικός, ατύχημα, δυστύχημα, αριστερός, απόκοσμος, μακάβριος, φρικιαστικός, αποτρόπαιος, δυσοίωνος, τρομακτικός, εκφοβιστικός,απειλητικός, απόκοσμος, υπερφυσικός, τρομακτικός, τρομαχτικός, αριστερός, σοσιαλιστής, φιλελεύθερος, λιμπεραλιστικός, αριστερός, αριστερόστροφος, αριστερίζων, δεξιόστροφα, αριστερά, αριστερά, αριστερός, αριστερισμός, αριστερό χέρι, επάνω αριστερά, πάνω αριστερά, στρίβω αριστερά, αριστερός, αριστερός, αριστερίζων, αριστερά, αριστερόστροφα, επάνω αριστερός, πάνω αριστερός, νεκρική σιγή, αριστερός, παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλ, δεξιόστροφος, αριστερά, στρίψε αριστέρα, κοντά στη βάση, πηγαινοέρχομαι, αριστερή στροφή, αριστερή πλευρά του γηπέδου, το να είναι κτ ύποπτο, η Αριστερά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sinistra
μέλος αριστερού/σοσιαλιστικού κόμματοςsostantivo femminile (politica) (πολιτική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La sinistra si schiera sempre dalla parte dei giovani. |
αριστεράsostantivo femminile Le chiavi sono alla tua sinistra. Τα κλειδιά σου είναι στα αριστερά σου. |
αριστεράsostantivo femminile (politica) (πολιτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I politici di sinistra si sono opposti alla modifica. Οι πολιτικοί της αριστεράς διαφώνησαν με την αλλαγή. |
τα αριστερά μουsostantivo femminile (πλευρά) Gira a destra, cammina per due isolati e vedrai casa mia sulla sinistra della strada. |
αριστερή πλευρά
|
αριστερή μπουνιά, αριστερή γροθιάsostantivo maschile (pugno) |
αριστερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αριστερήsostantivo maschile (pugilato) (καθομιλουμένη) Ha sferzato un sinistro sul mento dell'altro uomo. Έριξε μια αριστερή στο σαγόνι του αντιπάλου του. |
αριστερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È scoppiato un incendio sull'ala sinistra. |
απειλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi lanciò uno sguardo minaccioso e uscì dalla stanza. Μου έριξε ένα απειλητικό βλέμμα και έφυγε από το δωμάτιο. |
απειλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nuvole minacciose e scure si accumularono nel cielo. |
ατύχημα, δυστύχημα(stradale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le vittime dell'incidente stradale sono in ospedale. Τα θύματα του τροχαίου ατυχήματος είναι στο νοσοκομείο. |
αριστερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Scrive con la mano sinistra. Γράφει με το αριστερό χέρι. |
απόκοσμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μακάβριος, φρικιαστικός, αποτρόπαιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mio fratello più grande mi raccontava storie sinistre di violenza che mi hanno terrorizzato fino a quando non sono diventato adulto. |
δυσοίωνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρομακτικός, εκφοβιστικός,απειλητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'aspetto istituzionale è intimidatorio per i giovani. |
απόκοσμος, υπερφυσικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τρομακτικός, τρομαχτικόςaggettivo (che fa paura) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lei se ne andò perché quell'uomo spaventoso continuava a fissarla. Έφυγε, επειδή ο τρομακτικός άντρας συνέχισε να την κοιτάζει επίμονα. |
αριστερός, σοσιαλιστήςaggettivo (politica) (πολιτική) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'opposizione era sconvolta dalle politiche di sinistra del nuovo primo ministro. |
φιλελεύθερος, λιμπεραλιστικός(USA, politica) (πολιτική: αριστερό κόμμα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Τα κοινωνικά προγράμματα των φιλελευθέρων (or: των λιμπεραλιστών) δημιούργησαν αυτό το χρέος. |
αριστερός(USA, politica) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
αριστερόστροφοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αριστερίζων(politica) (πολιτική) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
δεξιόστροφα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ruota l'immagine in senso orario di 90 gradi. |
αριστερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αριστεράlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lui procedeva a sinistra. |
αριστερόςsostantivo maschile (πολιτική: μέλος της αριστεράς) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mia madre è una persona di sinistra, ma mio padre è un conservatore. |
αριστερισμόςsostantivo plurale femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αριστερό χέριsostantivo femminile Le fedi nuziali si indossano per tradizione sulla mano sinistra. Sebbene sia vedova, indossa ancora la sua fede sulla mano sinistra. Παραδοσιακά, η βέρα φοριέται στο αριστερό χέρι. Αν και χήρα, ακόμα φοράει τη βέρα της στο αριστερό της χέρι. |
επάνω αριστερά, πάνω αριστερά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στρίβω αριστεράverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αριστερόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La legislazione di sinistra stava infastidendo i repubblicani. |
αριστερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αριστερίζωνlocuzione aggettivale (politica) (πολιτική) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ora c'è un governo di centro-sinistra, ma non ha comunque nulla a che vedere con quello socialista. |
αριστεράavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In questo ballo si salta a sinistra e poi a destra. Σε αυτό τον χορό πηδάς αριστερά και μετά δεξιά. |
αριστερόστροφαlocuzione avverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επάνω αριστερός, πάνω αριστερόςlocuzione avverbiale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
νεκρική σιγήsostantivo femminile |
αριστερόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La mia macchina ha la guida a sinistra. |
παίζω μουσική πατώντας το μαλακό πεντάλverbo transitivo o transitivo pronominale (del pianoforte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεξιόστροφοςlocuzione aggettivale (corda) (σκοινί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αριστεράinteriezione (cane: comando) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
στρίψε αριστέραverbo intransitivo (cane: comando) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κοντά στη βάσηlocuzione aggettivale (baseball) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Colpì la palla in alto, a destra della base. |
πηγαινοέρχομαιverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato, persone) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αριστερή στροφή
Gira a sinistra al terzo semaforo. Κάνε αριστερά. |
αριστερή πλευρά του γηπέδουsostantivo femminile (baseball) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το να είναι κτ ύποπτοsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
η Αριστεράsostantivo femminile (politica) Dal punto di vista della sinistra, queste statistiche sarebbero provocate dall'ineguaglianza piuttosto che da una naturale inclinazione criminale nell'ambito di questo gruppo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sinistra στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sinistra
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.