Τι σημαίνει το fermo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fermo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fermo στο Ιταλικό.
Η λέξη fermo στο Ιταλικό σημαίνει σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, σταματάω, σταματώ, διακόπτω, σταματάω, σταματώ, αποκρούω, σταματάω, σταματώ, γνέφω σε κπ/κτ να σταματήσει, κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστεί, κουμπώνω, δένω, ασφαλίζω, κάνω σήμα, κάνω νόημα, τσακώνομαι, χωρίζω, τελειώνω, σταματάω, σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ, εμποδίζω, αποτρέπω, συλλαμβάνω, διαταράσσω, διαταράζω, αναχαιτίζω, διακόπτω, παύω, καταργώ, κλείνω, σταματάω, σταματώ, σιδηροδρομικές υπηρεσίες, συλλαμβάνω, συγκρατώ, διακόπτω, κάνω σήμα, πιάνω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, στοπ, ακίνητος, σταθερά, νέκρα, ακίνητος, σταθερός, επίμονος, αποφασισμένος, αποφασιστικός, ανένδοτος, ακλόνητος, σταθερός, αποφασιστικός, ανένδοτος, σημείο πρόσδεσης, ακίνητος, στάσιμος, σταθερός, στάση, σταθερός, σταθερός, επί τόπου, ακλόνητος, σταθερός, σταθερός, ακλόνητος, σταθερός, ακλόνητος, αμετάκλητος, σταθερός, αλύγιστος, ανελαστικός, σκληρός, στερεός, σταθερός, ακλόνητος, σταματημένος, κολλημένος, ακίνητος, αποφασιστικός, αμετακίνητος, εκτός εργασίας, σε ακινησία, λαβή, σταθερός, ήσυχος, κάνω σήμα σε ταξί, σταματάω χρονόμετρο, ρίχνω στο κρεβάτι, στηρίζω, σταθεροποιώ, σταματάω, σταματώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fermo
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fermato la macchina per guardare la cartina. Σταμάτησε (or: Ακινητοποίησε) το αυτοκίνητο για να κοιτάξει τον χάρτη. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fermare la macchina prima di tentare qualunque riparazione. Κλείσε (or: σβήσε) τη μηχανή πριν την επισκευάσεις. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I genitori hanno messo fine al comportamento maleducato dei loro figli. Οι γονείς σταμάτησαν την κακή συμπεριφορά των παιδιών τους. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non interrompermi mentre sto parlando. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le guardie al confine hanno bloccato il camion. |
αποκρούωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il portiere ha fermato il tiro. |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (di veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ci ha fermato per eccesso di velocità. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μας σταμάτησε η αστυνομία επειδή τρέχαμε. |
γνέφω σε κπ/κτ να σταματήσει(con un cenno) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω κπ να σκεφτεί, κάνω κπ να αναλογιστείverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουμπώνω, δένω, ασφαλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore puoi bloccare il sedile della macchina in modo che non se ne vada a spasso? |
κάνω σήμα, κάνω νόημαverbo transitivo o transitivo pronominale (facendo segni, gesti) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È difficile fermare un taxi nell'ora di punta. Julie si era persa e il suo telefono non prendeva: dovette fermare una macchina di passaggio per chiedere aiuto. |
τσακώνομαι, χωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A quanto pare devo interrompere una rissa tra quei bimbi ogni giorno! |
τελειώνω, σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riuscirono a fermare la malattia con alcune cure rudimentali. |
σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (fuoriuscita di sangue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fece pressione sul taglio per cercare di fermare la fuoriuscita di sangue. |
εμποδίζω, αποτρέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James voleva la promozione ma Linda lo fermò ottenendola lei. |
συλλαμβάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha catturato il presunto omicida. Η αστυνομία συνέλαβε τον ύποπτο για τον φόνο. |
διαταράσσω, διαταράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La guerra ha interrotto milioni di vite umane. Ο μαθητής τιμωρήθηκε γιατί διέκοψε το μάθημα. |
αναχαιτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giocatore di football ha intercettato il passaggio in aria. |
διακόπτω, παύω, καταργώ(σταματώ την παραγωγή προϊόντος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Penso che abbiano sospeso quel modello anni fa. |
κλείνω, σταματάω, σταματώ(bloccare un suono) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Αγκάθα σταμάτησε τη μουσική ώστε όλοι να ακούσουν ό,τι είχε να πει ο Όλιβερ. |
σιδηροδρομικές υπηρεσίες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
συλλαμβάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (polizia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha arrestato alcuni sospetti. Η αστυνομία συνέλαβε αρκετούς ύποπτους. |
συγκρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La diga ha fermato l'avanzamento della piena. Το ανάχωμα ανέστειλε την εξάπλωση των νερών της πλημμύρας. |
διακόπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il maltempo ha interrotto la partita durante il secondo tempo. Το παιχνίδι διεκόπη λόγω καιρού στο δεύτερο ημίχρονο. |
κάνω σήμα(tentare di fermare) (για να σταματήσει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (forze dell'ordine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia trattenne Jack per interrogarlo in merito al furto. |
εμποδίζω, παρεμποδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministro è stato accusato di aver tentato di bloccare i negoziati di pace. |
στοπ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Spingere il carrello finché non raggiunge il fermo. |
ακίνητοςaggettivo (imbarcazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταθεράaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vuole tenersi fermo al prezzo richiesto. Σχεδιάζει να επιμείνει σταθερά στην τιμή που ζητά. |
νέκρα(μεταφορικά, ανεπίσημο) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Questo titolo oggi è fermo. Sono ore che non scende e non sale. |
ακίνητος(μπορεί να κινηθεί) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'uomo uscì dall'auto ferma. Ο άντρας βγήκε από το σταθμευμένο αυτοκίνητο. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ο Τομ βεβαιώθηκε ότι η καρέκλα είναι σταθερή, πριν ανέβει πάνω της. |
επίμονος(άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Αν είσαι ευγενικός αλλά επίμονος κάποια στιγμή θα τα καταφέρεις. |
αποφασισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το αφεντικό είναι αποφασισμένο να υλοποιήσει τις αλλαγές. |
αποφασιστικός, ανένδοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακλόνητος, σταθερός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Boris ha un'irremovibile fiducia nel suo stesso talento. |
αποφασιστικός, ανένδοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il manager era risoluto nella sua decisione di licenziare alcuni dipendenti. |
σημείο πρόσδεσης(specifico: alpinismo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ακίνητος, στάσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'acqua immobile del lago era meravigliosa. Το ακίνητο νερό της λίμνης ήταν όμορφο. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pianta un altro chiodo per fissarlo. Βάλε άλλο ένα καρφί για να είναι σταθερό. |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'automobile accelera rapidamente dall'immobilità. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non ti preoccupare di quella maniglia, è salda adesso. Μην ανησυχείς για αυτό το χερούλι - είναι σταθερό τώρα. |
σταθερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo mese i prezzi dei carburanti sono rimasti fermi. Οι τιμές του πετρελαίου παρέμειναν σταθερές αυτόν τον μήνα. |
επί τόπουaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il cane rimase fermo finché il padrone non lo chiamo. Ο σκύλος έμεινε επί τόπου μέχρι που τον κάλεσε ο ιδιοκτήτης του. |
ακλόνητος, σταθερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) David ha una ferma convinzione nelle sue capacità. |
σταθερός, ακλόνητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È convinto delle sue opinioni e non vuole cambiare idea. Είναι σταθερός (or: ακλόνητος) στις πεποιθήσεις του και δεν θα αλλάξει γνώμη. |
σταθερός, ακλόνητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era risoluto nella sua decisione di abbandonare l'azienda. Έμεινε σταθερός στην απόφασή του να φύγει από την εταιρεία. |
αμετάκλητοςaggettivo (επίσημο: δεν αλλάζει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha preso la ferma decisione di stare a casa, e nessuno è riuscito a fargli cambiare idea. Πήρε την αμετάκλητη απόφαση να μείνει σπίτι και κανένας δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. |
σταθερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cuoco ha tagliato la carne con mano sicura. |
αλύγιστος, ανελαστικόςaggettivo (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'inflessibile insistenza del governo nel voler introdurre una nuova imposta lo sta rendendo molto impopolare. |
σκληρός, στερεός(αντικείμενα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταθερός, ακλόνητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σταματημένος, κολλημένος, ακίνητοςaggettivo (κίνηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando abbiamo visto l'incidente abbiamo capito perché il traffico era bloccato. |
αποφασιστικόςaggettivo (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non è mai molto deciso nei suoi rapporti personali. Στις προσωπικές του σχέσεις δεν είναι ποτέ πολύ αποφασιστικός. |
αμετακίνητοςaggettivo (figurato) (μεταφορικά: σε απόψεις) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il politico non cambierà mai la sua posizione inamovibile. |
εκτός εργασίαςaggettivo Στραμπούληξε τον αστράγαλό του και ο γιατρός λέει ότι θα μείνει εκτός για καναδυό εβδομάδες. |
σε ακινησίαaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il camion era fermo quando è successo l'incidente. |
λαβήsostantivo maschile (oggetto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σταθερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si capiva che Olivia era determinata dall'espressione ferma del suo volto. Μπορούσες να καταλάβεις ότι η Ολίβια ήταν αποφασισμένη από τη σταθερή έκφραση του προσώπου της. |
ήσυχος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I bambini alla fine si calmarono e dormirono tranquilli nei loro letti. |
κάνω σήμα σε ταξίverbo intransitivo (per la strada, con un cenno) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uscì in strada per chiamare un taxi. |
σταματάω χρονόμετροverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I cronometristi fermarono il cronometro quando gli ultimi partecipanti tagliarono il traguardo. |
ρίχνω στο κρεβάτιverbo transitivo o transitivo pronominale (malattia) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una brutta influenza può bloccarti a letto per giorni interi. |
στηρίζω, σταθεροποιώ(με σφήνα, με τάκο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταματάω, σταματώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La dirigenza ha fermato il progetto quando sono finiti i soldi. Η διοίκηση διέκοψε το πρότζεκτ όταν εξαντλήθηκαν τα χρήματα. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fermo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του fermo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.