Τι σημαίνει το sfuggire στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sfuggire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sfuggire στο Ιταλικό.

Η λέξη sfuggire στο Ιταλικό σημαίνει ξεφεύγω από κπ, διαφεύγω, το σκάω, ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω, βγαίνω, διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω, διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω, ξεφεύγω από κπ, ξεγλιστρώ από κτ, χάνω, μου διαφεύγει, ξεγελάω τον θάνατο, βγαίνω εκτός ελέγχου, χάνω, σέρνομαι μακριά, ξεφεύγω από κτ, γλυτώνω από κτ, αποφεύγω, φυγοπονώ, αποφεύγω, αψηφώ, ξεφεύγω, ξεφεύγω, ξεφεύγω, ξεφεύγω από κτ/κπ, μου διαφεύγει, ξεφεύγω, φέρνω, αρπάζω, μου ξεφεύγει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sfuggire

ξεφεύγω από κπ

(figurato: sfuggire)

διαφεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

το σκάω

ξεφεύγω, διαφεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεφεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era tutto pronto per intercettarlo, ma è riuscito non si sa come a passare inosservato.

βγαίνω

verbo intransitivo (uscire)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siamo scappati proprio quando l'edificio stava per essere avvolto dalle fiamme.
Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά.

διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'assassino in fuga era riuscito a eludere la polizia per mesi.

διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω

verbo intransitivo (figurato: non spiegare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cura per questa malattia mortale continua a sfuggire alla scienza medica.

ξεφεύγω από κπ

verbo intransitivo (figurato: non capire)

La logica contorta dell'avvocato sfuggiva tanto alla giuria quanto al giudice esperto.

ξεγλιστρώ από κτ

(informale: evitare) (μτφ: αποφεύγω)

Come al solito, Simon è riuscito a scampare la riunione del mattino.
Ως συνήθως, ο Σάιμον κατάφερε να γλιτώσει την πρωινή σύσκεψη.

χάνω

(sport: la palla)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ricevitore perse la palla e la squadra avversaria la raccolse.
Ο παίχτης έχασε τη μπάλα και η άλλη ομάδα την έπιασε.

μου διαφεύγει

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non sono andato alla riunione, mi è sfuggita di mente.
Δεν πήγα στη συνάντηση. Το ξέχασα τελείως.

ξεγελάω τον θάνατο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il cane sfidava la morte correndo per la strada trafficata.

βγαίνω εκτός ελέγχου

verbo intransitivo (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La festa sfuggì di mano e i vicini chiamarono la polizia.

χάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sei sicuro di non voler venire? Non vorrei che ti lasciassi scappare quest'occasione.
Σίγουρα δεν θέλεις να έρθεις; Δεν θα ήθελα να το χάσεις.

σέρνομαι μακριά

ξεφεύγω από κτ, γλυτώνω από κτ

Joey non potè sfuggire alle conseguenze delle sue bugie.

αποφεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si può cercare di sfuggire ai problemi, ma questo non li risolve.

φυγοπονώ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (lavoro, dovere) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Smettila di sfuggire ai tuoi doveri e prenditi la responsabilità del tuo lavoro.

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fuggiasco è sfuggito all'arresto.
Ο δραπέτης απέφυγε τη σύλληψη.

αψηφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το επιχείρημά σου αψηφά κάθε λογική.

ξεφεύγω

(informale: sfuggire a [qlcn])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I criminali sono riusciti a seminare la polizia.

ξεφεύγω

(από κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Qualcuno mi stava seguendo ma sono riuscito a seminarlo.
Κάποιος με ακολουθούσε, αλλά κατάφερα να του ξεφύγω.

ξεφεύγω

verbo intransitivo (μεταφορικά: από κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per sfuggire all'invadenza della suocera evita di farsi trovare in casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Βγαίνει έξω να μαστορέψει το αυτοκίνητο για να ξεφύγει από την πεθερά του.

ξεφεύγω από κτ/κπ

I rifugiati hanno attraversato il confine per sfuggire alla guerra.
Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο.

μου διαφεύγει

verbo intransitivo (non ricordare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Conosco la faccia, ma il suo nome mi sfugge.
Τον ξέρω εξ όψεως, αλλά το όνομά του μου διαφεύγει.

ξεφεύγω

verbo intransitivo (dire inavvertitamente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le è scappata una parolaccia.
Μια βρισιά ξέφυγε από τα χείλη της.

φέρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: στην κουβέντα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si è lasciato sfuggire l'argomento matrimonio durante la conversazione.
Πάνω στην κουβέντα πέταξε και το θέμα του γάμου.

αρπάζω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μου ξεφεύγει κτ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sfuggire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.