Τι σημαίνει το stretta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stretta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stretta στο Ιταλικό.
Η λέξη stretta στο Ιταλικό σημαίνει λήψη αυστηρών μέτρων, στραγγαλισμός, ζούληγμα, ζούπηγμα, χειραψία, αγκαλιά, αγκαλιά, πιάνω, πόνος, πορθμός, στενός, σφιχτός, γραπωμένος, στενός, στεγανός, κοντινός, στενός, προσωπικός, τελείως, εντελώς, στενό, στένωμα, επτασφράγιστος, στενός, αυστηρός, στενός, στενός, εφαρμοστός, σφιγμένος, στριμωγμένος, στενός, στενός, στενός, -, κοντινός, στενός, αυστηρός, περιοριστικός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κολλητός, εφαρμοστός, φιλικός, κρατάω, κρατώ, ζώνω, αρπάζω, γραπώνω, σφίγγω, σφίγγω, σφίγγω, κρατάω, κρατώ, αγκαλιάζω, περιστρέφω, κουμπώνω, βιδώνω, κλείνω, σφίγγω, κρατάω, κρατώ, πιάνω, σφίγγω, δένω, σφίγγω, κλείνω, σφίγγω, χτυπάω, κλείνω, δένω, σφίγγω, στενεύω, στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζω, σφίγγω, συμπιέζω, ξεκινάω, ξεκινώ, οικονομική δυσχέρεια, υπό στενή παρακολούθηση, στενά, χειραψία, χειραψία, στενός,κοντινός συγγενής, στενός φιλικός κύκλος, πιστωτική κρίση, κλειστή στροφή, στενή ζώνη, στενή κοιλάδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stretta
λήψη αυστηρών μέτρων(figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στραγγαλισμόςsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'associazione dei proprietari delle case ha una stretta sul piano paesaggistico di questo quartiere. |
ζούληγμα, ζούπηγμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Leon sentì la stretta della mano di Glenn sulla spalla. Ο Λέον ένιωσε το σφίξιμο από το χέρι του Γκλεν στον ώμο του. |
χειραψίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jim e Harry si scambiarono una stretta di mano quando si incontrarono. |
αγκαλιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La piccola si dimenava per liberarsi dall'abbraccio della madre. Το κοριτσάκι προσπαθούσε να ξεφύγει από την αγκαλιά της μητέρας του. |
αγκαλιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il ragazzino cercò di liberarsi dall'abbraccio della nonna. Το αγοράκι προσπάθησε να ξεφύγει από την αγκαλιά της γιαγιάς του. |
πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πόνος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πορθμόςsostantivo maschile (geografia) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le navi devono passare lo stretto una alla volta. Τα πλοία πρέπει να πλοηγηθούν στον πορθμό ένα-ένα. |
στενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα χρειαστώ μια στενή λωρίδα υφάσματος για να τελειώσω τη φούστα. |
σφιχτόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Assicuratevi che il nodo sia ben stretto. Βεβαιώσου πως ο κόμπος θα είναι πολύ σφιχτός. |
γραπωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mentre l'uomo parlava, il sigaro stretto tra le sue labbra si agitava su e giù. |
στενός(di parentela) (η σχέση, όχι οι συγγενείς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci siamo conosciuti perché abitiamo vicini. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια. |
στεγανόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La giuntura deve essere stretta, così il tubo non perde. Ο σύνδεσμος πρέπει να είναι στεγανός για να μην στάζει ο σωλήνας. |
κοντινός, στενόςaggettivo (parenti) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'unico parente stretto di Sarah è sua mamma. Η μόνη κοντινή οικογένεια της Σάρας είναι η μητέρα της. |
προσωπικόςaggettivo (in stretto contatto) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo avuto rapporti di lavoro stretti negli ultimi dieci anni. |
τελείως, εντελώςaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il baule fu legato stretto per il viaggio. Το πορτ μπαγκάζ ήταν γεμάτο μέχρι τα μπούνια για το ταξίδι. |
στενό, στένωμαsostantivo maschile (fiumi, ecc.) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ci sono piloti specializzati per governare le navi attraverso gli stretti. Υπάρχουν εξειδικευμένοι καπετάνιοι που οδηγούν τα καράβια μέσα από τα στενά (or: στενώματα). |
επτασφράγιστοςaggettivo (segreto) (για μυστικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'informazione era sotto stretto segreto. |
στενόςaggettivo (amico) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Negli anni, sono rimasti amici stretti. Όλα αυτά τα χρόνια έμειναν στενοί φίλοι. |
αυστηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'apparecchiatura deve essere costruita con dei rigidi standard. Η συσκευή πρέπει να κατασκευαστεί σύμφωνα με αυστηρές προδιαγραφές. |
στενόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La strada stretta rendeva difficile il sorpasso delle altre macchine. Ο στενός δρόμος δυσκόλευε τις προσπεράσεις. |
στενός, εφαρμοστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jane stava bene coi suoi jeans aderenti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Της πήγαινε πολύ το στενό (or: εφαρμοστό) τζιν. |
σφιγμένοςaggettivo (denti) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'uomo rabbioso pronunciò una minaccia a denti stretti. |
στριμωγμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sei studenti vivono in una piccola stanza. Έξι φοιτητές ζουν σε ένα στριμωγμένο δωμάτιο. |
στενόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa camicia è un po' stretta sotto le braccia. Αυτό το πουκάμισο είναι λίγο στενό κάτω από τις μασχάλες. |
στενός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Io e Jill siamo amici stretti. Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες. |
στενόςaggettivo (σχέση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hanno un rapporto stretto, romantico. |
-aggettivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le guardie tenevano il prigioniero a breve distanza. Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο. |
κοντινός, στενόςaggettivo (amici) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha riunito i suoi amici stretti per informarli del suo fidanzamento. |
αυστηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il dittatore aveva uno stretto controllo sul suo esercito. |
περιοριστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per favorire la circolazione del sangue, evita di indossare indumenti stretti, come calze o calzini lunghi. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile Dane ha condotto la barca lungo il canale. |
κολλητός, εφαρμοστός(vestiti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Restituisco questa gonna, è troppo aderente. Θα επιστρέψω αυτήν τη φούστα. Είναι υπερβολικά κολλητή. |
φιλικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sally stringeva le redini del cavallo. |
ζώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (con corda, cinghia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una corda d'oro intrecciata stringeva la tonaca del mago. |
αρπάζω, γραπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Charlie strinse la corda intorno a un albero con un nodo saldo. |
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victor strinse le mani a Mona. Ο Βίκτωρ έσφιγγε τα χέρια της Μόνα. |
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (schiacciare a sé) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha stretto la sua amata al petto. |
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (mano) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Incontrando l'uomo che aveva salvato la vita di sua moglie John gli prese la mano e la strinse. |
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene la mano ai figli quando attraversano la strada. Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο. |
αγκαλιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei ha abbracciato suo fratello quando è tornato. Όταν γύρισε ο αδερφός της, τον αγκάλιασε. |
περιστρέφω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Περίστρεψε τα παξιμάδια μέχρι να σφίξουν εντελώς. |
κουμπώνω(vestito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vieni amore, fatti chiudere il cappotto dalla nonna. Έλα γλυκέ μου, άσε τη γιαγιά να κουμπώσει το παλτό σου. |
βιδώνω(ανάλογα με την περίσταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλείνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σφίγγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi afferrarono le braccia e iniziarono a tirare. Άρπαξαν (or: γράπωσαν) τα μπράτσα μου και άρχισαν να τραβούν. |
κρατάω, κρατώ, πιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anna stringeva la racchetta mentre entrava nel campo da tennis. Η Άννα κρατούσε γερά τη ρακέτα όταν μπήκε στο γήπεδο του τένις. |
σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La vite si era allentata, quindi Paul la strinse. Η βίδα είχε λασκάρει και έτσι ο Πωλ την έσφιξε. |
δένω, σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nodo si stava disfacendo perciò Linda lo strinse. |
κλείνω, σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (στα χέρια, στην αγκαλιά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mamma di Sarah l'ha stretta forte a sé. Η μητέρα της Σάρας την έσφιξε στην αγκαλιά της. |
χτυπάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Queste scarpe mi sono strette. |
κλείνω(di accordo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δένω, σφίγγωverbo transitivo o transitivo pronominale (corsetto) (για κορσέ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per stringere il corsetto, la signora si fece aiutare dalla sua domestica. |
στενεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sarta strinse il corpetto del vestito per farlo aderire bene intorno alla vita. |
στερεώνω, ασφαλίζω, σφραγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jenna chiuse la cassa di imballo e la fissò con delle corde. Η Τζέννα έκλεισε τη βαλίτσα και την έδεσε με σπάγγο. |
σφίγγω(muscoli) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Φοβήθηκα όταν έσφιξε τις γροθιές του. |
συμπιέζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I leggings sono fatti con un materiale speciale che comprime i muscoli. |
ξεκινάω, ξεκινώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στην Αφρική έπιασα φιλία με τον ξεναγό μας. |
οικονομική δυσχέρεια
L'azienda ha chiuso a causa della crisi. |
υπό στενή παρακολούθησηavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I prigionieri mafiosi sono sotto stretta sorveglianza. |
στενά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il sindaco e l'appaltatore stavano lavorando in stretta collaborazione per ottenere l'approvazione del progetto. Ο δήμαρχος και ο ανάδοχος συνεργάζονταν στενά για να εγκριθεί το έργο. |
χειραψίαsostantivo femminile (per salutare) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'avvocato diede ad Alice una stretta di mano vigorosa come saluto. |
χειραψίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στενός,κοντινός συγγενήςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
στενός φιλικός κύκλοςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Anche se era un amico caro, egli non apparteneva alla sua più stretta cerchia. |
πιστωτική κρίσηsostantivo femminile A causa della stretta creditizia la banca mi ha rifiutato un prestito. |
κλειστή στροφήsostantivo femminile |
στενή ζώνηsostantivo femminile |
στενή κοιλάδαsostantivo femminile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stretta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του stretta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.