Τι σημαίνει το tenere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tenere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tenere στο Ιταλικό.
Η λέξη tenere στο Ιταλικό σημαίνει κρατάω, κρατώ, κρατάω, κρατάω, έχω, κρατάω, κρατάω, διατηρώ, κρατάω, κρατάω, κάνω, φυλάω, κρατάω, διατηρώ, αντέχω, φιλοξενώ, στεγάζω, φυλάω, κρατάω, αντέχω, κρατάω, κρατώ, παίρνω μέρος, κρατάω, φροντίζω, προσέχω, βγάζω, φροντίζω, προσέχω, κρατάω, υπολογίζω, κρατάω, φυλάω, κρατάω, αποταμίευση, περιβάλλομαι, περιτριγυρίζομαι, κρατώ, στηρίζω, τοποθετώ, διατηρώ, αρχειοθετώ, προσέχω, φροντίζω, βγάζω, προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω, μαλακός, μαλακός, τρυφερός, τρυφερός, στοργικός, αφράτος, ευαίσθητος, απαλός, τρυφερός, κρατάω, τηρώ, μένω δεξιά, μένω αριστερά, έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου, απόκρυψη, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη, αποκρύπτω, κανακεύω, παραχαϊδεύω, αγκαλιάζομαι, προστατεύω, απομακρύνω, διώχνω, συγκρατώ, καταπιέζω, απόκρυψη, έχω κπ στο χέρι, μονοπωλώ, επιβλέπω, είμαι ισάξιος, μένω, παραμένω, αγνοώ, παραβλέπω, αξιόπλοος, που έχει τον έλεγχο, -, δεξιά, μου αρέσει, ενασχόληση με λευκώματα, μηχανική υποστήριξη, ομιλία, πλασματική εργασία, που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα, έχω τα μάτια μου ανοιχτά, ισοσκελίζω, συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβέντα, εκτιμώ, σέβομαι, δίνω συνέντευξη τύπου, ελέγχω, περιορίζω, ελέγχω, συγκρατώ, ελέγχω, κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου, έχω στον νου μου, κρατάω κτ κρυφό, κρατάω κπ ενήμερο, προσέχω, μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος, δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου, σέβομαι, δεν αλλάζω γνώμη, λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μου, έχω στο νου μου, παραδίδω διάλεξη, βγάζω λόγο, πραγματοποιώ ομιλία, συνεδριάζω, δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβέντα, κρατάω σε τάξη, κρατάω χαμηλό προφίλ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tenere
κρατάω, κρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene la mano ai figli quando attraversano la strada. Κρατά το χέρι του παιδιού της όταν περνούν το δρόμο. |
κρατάω(δεν επιστρέφω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho deciso di tenere la bici invece di riportarla al negozio. Αποφάσισα να κρατήσω το ποδήλατο αντί να το επιστρέψω στο μαγαζί. |
κρατάω(δεν χρησιμοποιώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terrò un po’ di questa marmellata per la prossima estate. Θα βάλω στη άκρη λίγη από αυτή την κομπόστα για το επόμενο καλοκαίρι. |
έχω(avere di riserva) (σε απόθεμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No, non teniamo in magazzino libri in lingua straniera, ma possiamo ordinarle questo titolo. Όχι, δεν έχουμε ξενόγλωσσα βιβλία, μπορούμε όμως να το παραγγείλουμε για εσάς. |
κρατάω(mettere da parte) (συντηρώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Teniamo il resto del carbone per quando verrà davvero freddo. Ας κρατήσουμε τα υπόλοιπα κάρβουνα για τα μεγάλα κρύα. |
κρατάω(riservare) (ρεζερβέ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tieni quei tavoli al lato per il direttore e la sua squadra. Κράτησε αυτά τα τραπέζια σε μια άκρη για το διευθυντή και την ομάδα του. |
διατηρώ, κρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (αρχείο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene nota di tutte le spese. Διατηρεί (or: κρατάει) αρχείο με όλα τα έξοδα. |
κρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: προστατεύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si è impegnata duramente per tenere i suoi bambini fuori dai guai. Εργαζόταν σκληρά για να κρατήσει τα παιδιά της μακριά από μπελάδες. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Terremo l'incontro nella sala congressi. // Julie terrà una festa sabato. |
φυλάω, κρατάω, διατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (αποθηκεύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene il cibo in scatola in cantina. Φυλάει την τροφή σε κονσέρβες στο υπόγειο. |
αντέχωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Reggerà quel nodo? Θα κρατήσει αυτός ο κόμπος; |
φιλοξενώ, στεγάζω(παρέχω στέγη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alloggia cinque inquilini nella sua piccola casa. Φιλοξενεί πέντε ενοίκους στο σπιτάκι της. |
φυλάω, κρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (διατηρώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non bere tutta l'acqua, dobbiamo conservarne un po’ per domani. Μην πιεις όλο το νερό. Πρέπει να φυλάξουμε (or: κρατήσουμε) λίγο για αύριο. |
αντέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'argine ha resistito al passaggio di tutte le tempeste. |
κρατάω, κρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi reggermi questa scatola un minuto? |
παίρνω μέροςverbo transitivo o transitivo pronominale (portare avanti: una discussione) (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non conduco una discussione con persone sciocche. |
κρατάω(κηδεμονία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei ha tenuto con sé i bambini dopo il divorzio. Κράτησε αυτή τα παιδιά μετά το διαζύγιο. |
φροντίζω, προσέχω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi terrà i bambini mentre saremo via? Ποιος θα προσέχει τα παιδιά για όσο θα λείπουμε; |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (un discorso) (λόγο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tenuto un discorso sulla biologia molecolare. Έβγαλε λόγο με θέμα τη μοριακή βιολογία. |
φροντίζω, προσέχω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi tieni il pesce rosso mentre sono via? Θα φροντίσεις το ψάρι μου όσο θα λείπω; |
κρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi tenermi un attimo il cappotto mentre faccio una telefonata? Μου κρατάς μια στιγμή το παλτό για να κάνω ένα τηλέφωνο; |
υπολογίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (punteggio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Papà ha tenuto i punti nell'ultima mano di ramino. |
κρατάω, φυλάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel vuole tenere il meglio per ultimo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θέλει να φυλάξει το καλύτερο για το τέλος. |
κρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sono stato licenziato già quattro volte. Non riesco proprio a tenermi un lavoro! Έχω απολυθεί τέσσερις φορές. Δεν καταφέρνω να κρατήσω δουλειά! |
αποταμίευσηverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In fatto di soldi conservare è altrettanto importante che spendere. |
περιβάλλομαι, περιτριγυρίζομαι(figurato: nella bambagia) (μεταφορικά: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La bambina è stata tenuta nella bambagia per tutta la vita ed è molto ingenua. |
κρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnia discografica tenne in sospeso l'ultimo album della band finché la disputa sul contratto fu risolta. |
στηρίζω, τοποθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (telefono) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il detective tenne il telefono tra l'orecchio e la spalla e compose nuovamente il numero. |
διατηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Manteneva un ritmo di 40 pagine l'ora. Διατηρούσε ένα ρυθμό 40 σελίδων την ώρα. |
αρχειοθετώ(επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Archivio tutte le mie bollette del telefono. Αρχειοθετώ όλους τους λογαριασμούς τηλεφώνου μαζί. |
προσέχω, φροντίζω(φροντίζω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχε το νου σου στα παιδιά όσο θα λείπω. |
βγάζω(μεταφορικά: λόγο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti i candidati hanno fatto un discorso. Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες. |
προσέχω, φυλάσσω, επιβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα έχεις το νου σου στο μαγαζί μου; |
μαλακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mio nonno ha perso tutti i denti e adesso può magiare solo cibi teneri. |
μαλακός, τρυφερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'agnello era tenero e cotto alla perfezione. Το αρνάκι ήταν τρυφερό και τέλεια μαγειρεμένο. |
τρυφερός, στοργικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La dolce moglie di Peter lo confortò quando perse il lavoro. Η στοργική γυναίκα του Πίτερ τον παρηγόρησε όταν έχασε τη δουλειά του. |
αφράτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Come fai a fare un puré di patate così soffice? Πώς φτιάχνεις τον πουρέ σου τόσο αφράτο; |
ευαίσθητοςaggettivo (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Polly è un'anima sensibile, attento a quello che le dici. Η Πόλι είναι ευαίσθητη ψυχή· πρόσεχε τι της λες. |
απαλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Diede al bimbo un tenero bacio sulla guancia. |
τρυφερόςaggettivo (età) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vecchio era scioccato nel sentire un tale linguaggio venire da qualcuno in così tenera età. Ο ηλικιωμένος κύριος σοκαρίστηκε όταν άκουσε τέτοιο λεξιλόγιο από ένα άτομο σε τόσο τρυφερή ηλικία. |
κρατάω, τηρώ(promesse) (μτφ: μια υπόσχεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Diversamente da altra gente, io mantengo le promesse. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου. |
μένω δεξιά, μένω αριστερά(segnale stradale: sinistra) Il segnale diceva: "tenersi a sinistra". |
έχοντας υπόψη, έχοντας κατά νου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απόκρυψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'unica accusa contro di lei era occultamento di arma da fuoco. Η «απόκρυψη όπλου» ήταν η μόνη κατηγορία που του ασκήθηκε. |
λαμβάνω υπόψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Avresti dovuto considerare la loro età. Πρέπει να υπολογίσεις τόσο την ισοτιμία συναλλάγματος όσο και τις τραπεζικές χρεώσεις. |
λαμβάνω υπόψη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκρύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Ιζαμπέλ απέκρυψε τι ήξερε για τα γεγονότα. |
κανακεύω, παραχαϊδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αγκαλιάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si abbracciano sempre quando si incontrano. |
προστατεύω(figurato: viziare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνω, διώχνω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcuni abusano di alcol o droghe per rimuovere i brutti ricordi. Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις. |
συγκρατώ, καταπιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απόκρυψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'occultamento del crimine da parte del maggiordomo fu infine scoperto. |
έχω κπ στο χέρι(μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono anni che i Democratici controllano i seggi per il Senato del New Jersey. |
μονοπωλώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Piantala di monopolizzare il computer, se no dico alla mamma che cosa stai facendo su internet! Σταμάτα να κάνεις κατάληψη στον υπολογιστή αλλιώς θα πω στη μαμά τι κάνεις στο ίντερνετ! |
επιβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι ισάξιος(essere allo stesso livello di [qlcs], [qlcn]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La zuppa di pollo di mia madre era la migliore; la mia non avrebbe mai potuto eguagliarla. |
μένω, παραμένω
(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) Avrebbe mantenuto le promesse fatte. |
αγνοώ, παραβλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il professore ignora qualunque opinione avanzata da una donna. |
αξιόπλοοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'imbarcazione non è stata mantenuta adeguatamente negli anni e non sembra atta alla navigazione. |
που έχει τον έλεγχο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Quel suono strano mi rende agitato. Ο παράξενος ήχος με ανησύχησε. |
δεξιά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μου αρέσει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È un grande appassionato di cibo cinese. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι λάτρης της παραδοσιακής κουζίνας! |
ενασχόληση με λευκώματαsostantivo maschile (hobby) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μηχανική υποστήριξηverbo transitivo o transitivo pronominale Ci sono questioni etiche associate al tenere in vita artificialmente una persona. Essendo Gianni in stato di morte cerebrale, la famiglia ha deciso di non tenerlo più in vita artificialmente. Υπάρχουν ηθικά διλήμματα όσον αφορά τη διατήρηση στη ζωή με μηχανική υποστήριξη. Επειδή ήταν εγκεφαλικά νεκρός, η οικογένεια του Τζιμ αποφάσισε να διακόψει τη μηχανική υποστήριξη. |
ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλασματική εργασίαsostantivo femminile |
που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα(persona) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω τα μάτια μου ανοιχτάverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ισοσκελίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (προϋπολογισμός κλπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lavoro del contabile è di tenere la contabilità. |
συνεχίζω την συζήτηση, συνεχίζω την κουβένταverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Joe può ordinare al ristorante o chiedere indicazioni in francese, ma non è ancora abbastanza preparato per fare una conversazione. Anna non parla molto: trovo difficile avere una conversazione con lei. |
εκτιμώ, σέβομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω συνέντευξη τύπουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il senatore ha tenuto una conferenza stampa per illustrare la sua nuova proposta. |
ελέγχω, περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha dovuto tenere la sua rabbia sotto controllo quando suo figlio ha distrutto l'auto. |
ελέγχω, συγκρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Banca centrale europea ha mantenuto l'inflazione sotto controllo. |
ελέγχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tengo d'occhio il suo lavoro per assicurarmi che lo faccia bene. |
κρατάω κτ/κπ μακριά, κρατάω κτ/κπ μακριά μου(figurato) Il vaccino è il modo più efficace per tenere l'influenza a debita distanza. |
έχω στον νου μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mην ξεχνάτε, λοιπόν, ότι τον Μάιο του 1929 δεν είχε συμβεί ακόμα το κραχ του χρηματιστηρίου. |
κρατάω κτ κρυφό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La compagnia sta mantenendo il silenzio sull'ultimo modello fino al lancio ufficiale. |
κρατάω κπ ενήμεροverbo transitivo o transitivo pronominale (για κάτι, σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ti terremo al corrente sulle novità riguardo al lavoro. |
προσέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bagnini sorvegliano la spiaggia. C'è sempre un membro dello staff medico che sorveglia il paziente. |
μένω ήρεμος, μένω ψύχραιμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Devi riuscire a rimanere calmo se ti provocano. |
δεν χάνω κπ/κτ από τα μάτια μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non perdere di vista i tuoi figli vicino all'acqua |
σέβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'anziano professore era guardato con rispetto dai suoi colleghi della facoltà. |
δεν αλλάζω γνώμη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando prendo una decisione sono irremovibile. |
λαμβάνω υπόψη, λαμβάνω υπόψη μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se usi un pesticida, devi tenere conto di varie valutazioni sulla salute e sulla sicurezza. |
έχω στο νου μουverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tieni presente che può essere pericoloso. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχε στο νου σου ότι έχουμε ήδη επενδύσει ένα τεράστιο ποσό στο έργο. |
παραδίδω διάλεξη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'oratore decise di tenere un discorso sulle brutture della guerra. |
βγάζω λόγο, πραγματοποιώ ομιλίαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lunedì dovrò tenere un discorso su ciò che ho fatto questa estate. |
συνεδριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il consiglio comunale terrà una riunione per discutere dei lavori stradali. |
δε βγάζω μιλιά, δε λέω κουβένταverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale: tacere) (έκφραση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devi tenere a freno la lingua: non puoi dire a tua suocera quello che pensi davvero della sua cucina. |
κρατάω σε τάξηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per evitare incidenti è importante tenere il proprio posto di lavoro in ordine. |
κρατάω χαμηλό προφίλ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo il litigio tenni un profilo basso per qualche giorno. // Le spie tendono ad avere un profilo basso per non dare nell'occhio. Μετά τον καυγά κράτησα χαμηλό προφίλ για μερικές μέρες. Οι κατάσκοποι συνήθως κρατούν χαμηλό προφίλ για να μην τραβούν την προσοχή. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tenere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tenere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.